Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν ονειρεύονται, περιμένοντας κάποιον κύριο Γκοντό. Λίγο παραπέρα, κι άλλοι Βλαδίμηροι και Εστραγκόν, παραλλαγές του εαυτού τους. Όλοι κινούνται μέσα σ’ ένα τετράγωνο προκαλώντας την αίσθηση ότι στη θέση τους θα μπορούσαν να είναι κάποιοι άλλοι, οποιοιδήποτε άλλοι, όλοι όσοι έγιναν κατά καιρούς στη ζωή τους, όλοι όσοι θα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ. Όλα τα πρόσωπα και προσωπεία του εαυτού τους. Το δέντρο, όμως, το σημείο συνάντησης του πιο διάσημου θεατρικού ραντεβού, δεν υπάρχει πια. Στη θέση του δέντρου έχει μείνει μόνο μια δεσμίδα φωτός. Μα πότε θα έρθει, επιτέλους, ο Γκοντό να τους σώσει;
Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Θεάτρου του Παραλόγου, μια «τραγικωμωδία σε δυο πράξεις», όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος ο Μπέκετ, το Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot, 1948), αποτελεί ένα αριστούργημα της σύγχρονης δραματουργίας. Παρά τις διαφορετικές ερμηνείες που το συνέδεσαν με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και του Γιουνγκ, τον Ψυχρό Πόλεμο, τον Υπαρξισμό, ακόμη και με τον Χριστιανισμό, το έργο παραμένει μια διαχρονική παραβολή για την τάση του ανθρώπου να περιμένει πάντοτε την έξωθεν σωτηρία. Όπως, άλλωστε, υποστήριζε κι ο ίδιος ο Μπέκετ, το νόημα του έργου βρίσκεται στο Περιμένοντας και όχι στον ίδιο τον Γκοντό, την ταυτότητα του οποίου δε γνώριζε ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας.
Σ’ αυτόν τον μη τόπο και μη χρόνο, ο Μπέκετ έρχεται να φωτίσει ακόμη μια φορά τα αδιέξοδα της πιο κωμικής, ποιητικής και θλιβερής ύπαρξης. Της δικής μας.