Η οικονομική κρίση θέλει ένα ζευγάρι μεσοαστών Λονδρέζων διανοουμένων κι ένα λαϊκό ζευγάρι ντόπιων να κατοικούν δίπλα δίπλα σε μια κωμόπολη της Βόρειας Αγγλίας, γεγονός που τους φέρνει αντιμέτωπους με τις ουσιαστικές αλήθειες της ζωής. Τι σχέση μπορεί να έχει η αφηρημένη τέχνη με το ποδόσφαιρο, ο παγκόσμιος καπιταλισμός με τη μπύρα, τα σπαράγγια με τα παιδιά όλου του κόσμου; Ο πόνος και το γέλιο είναι κοινά στους ανθρώπους ή ποτέ δεν θα μπορέσουν να υπερβούν τις ταξικές διαφορές τους;
Γράφοντας τους «Άτρωτους», ο Betts διερευνά με χιούμορ και συγκίνηση, τη σύγκρουση των διαφορετικών τάξεων και της κουλτούρας τους. Με την οικονομική ύφεση να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο η Έμιλυ, μια πολιτικοποιημένη και εναλλακτική εικαστικός και ο Όλιβερ, πρώην δημόσιος υπάλληλος από μεγαλοαστική οικογένεια, αποφασίζουν να μετακομίσουν από το Λονδίνο σε μια μικρή πόλη της βόρειας Αγγλίας.
Ο Όλιβερ, δουλεύει τώρα ως free lancer, ενώ η Έμιλυ, η οποία δεν πιστεύει στον γάμο, στην ιδιοκτησία ή οτιδήποτε συμβατικό, ονειρεύεται να φτιάξει μια καλλιτεχνική κοοπερατίβα. Φτάνοντας στον καινούργιο τους προορισμό, στη λαϊκή γειτονιά της επαρχιακής πόλης, που διάλεξαν για «να ζήσουν ανάμεσα σε πραγματικούς ανθρώπους», όπως λέει η Έμιλυ, προσκαλούν ένα βράδυ στο σπίτι τους, τους καινούριους τους γείτονες: την Ντων, μια γραμματέα οδοντιατρείου και τον Άλαν, ένα ταχυδρόμο που αγαπάει το ποδόσφαιρο, τον στρατό και την μπύρα.
Σύντομα, τις κωμικές καταστάσεις διαδέχονται οι αναπάντεχες ανατροπές και η ευγένεια δίνει την θέση της στην ειρωνεία, τον θυμό και τα δάκρυα, ενώ οι ήρωες καλούνται να υπερασπιστούν την οικογένεια τους, τα πιστεύω τους και το γούστο τους, να αποκαλύψουν τα όνειρα τους και τις ματαιώσεις τους και να αναμετρηθούν με τις ουσιαστικές αλήθειες της ζωής τους.