Κριτική θεάτρου: Η Αρχή του Αρχιμήδη
Κριτική για την παράσταση «Η Αρχή του Αρχιμήδη», που παρουσιάζεται στο Skrow Theater σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου
Δεν είναι ένα έργο για την παιδοφιλία, πρόβλημα που μοιάζει ιδιαιτέρως οξυμένο στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά για το πόσο εύκολο είναι σήμερα να γίνουμε αυτόκλητοι δικαστές, αρνούμενοι στον «ύποπτο» το τεκμήριο της αθωότητας και τιμωρώντας τον, βάσει ανεπαρκών ενδείξεων.
Στην «Αρχή του Αρχιμήδη» του Καταλανού συγγραφέα Ζουζέπ Μαρία Μιρό, ένας προπονητής κολύμβησης καταγγέλλεται από κάποιους γονείς ότι αγκάλιασε και φίλησε ένα παιδί στο στόμα. Ένα κοριτσάκι το είπε. Ο προπονητής λέει ότι πράγματι φίλησε το παιδί (όχι στο στόμα) επειδή δεν ήθελε να πέσει στην πισίνα χωρίς το σωσίβιο κι έκλαιγε. Ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό κι επικίνδυνο από την υποψία – λερώνει ακόμη και σχέσεις χρόνων. Έτσι, παρότι ο προπονητής ήταν ήδη πέντε χρόνια στη δουλειά, όλοι τον αντιμετωπίζουν ως πιθανό ένοχο. Ειδικά η υπεύθυνη της πισίνας. Η ανασφάλεια για τυχόν δική της ευθύνη (μήπως είναι παιδόφιλος και δεν τον είχε πάρει είδηση), μαζί με την ανησυχία για τη συνέπεια του γεγονότος στη λειτουργία της πισίνας (στη δουλειά της), δημιουργούν τεταμένο κλίμα που εμποδίζει την ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης.
Ο προβληματισμός που έξυπνα, με τέσσερις ρόλους και μικρής έκτασης, γρήγορες σκηνές, καταθέτει ο Μιρό, προϋποθέτει μια σειρά στοιχείων που δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπόψη.
Πρώτα απ’ όλα, τη συχνότητα με την οποία απασχολούν την επικαιρότητα περιπτώσεις παιδόφιλων και παιδεραστών. Να θυμηθούμε τις πολυάριθμες περιπτώσεις καθολικών ιερωμένων, με πλέον πρόσφατη αυτή του Καρδινάλιου, επικεφαλής των οικονομικών του Βατικανού, Τζορτζ Πελ, ο οποίος καταδικάστηκε για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, φέρνοντας στο φως για μία ακόμη φορά, την κακουργηματική δράση παιδεραστών ιερέων και τη συγκάλυψη αυτών των υποθέσεων από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία;
Ή τις πολλές περιπτώσεις δασκάλων και προπονητών που έχουν συλληφθεί και καταδικαστεί για σεξουαλικές οχλήσεις ή και ασέλγεια εις βάρος παιδιών;
Είναι τεκμηριωμένο ότι οι παιδόφιλοι επιλέγουν δουλειές που τους επιτρέπουν να βρίσκονται κοντά σε παιδιά, γιατί ελκύονται από αυτά συναισθηματικά και σεξουαλικά. Ως εκ τούτου, οι δράστες βρίσκονται «φυσιολογικά» σε χώρους που δραστηριοποιούνται τα παιδιά κι είναι πρόσωπα οικεία στους γονείς τους. Έτσι διευκολύνεται η κακοήθης προσέγγισή τους και οι διάφορες μορφές πίεσης που τους ασκούν, για να μην αποκαλυφθούν οι διεστραμμένες πράξεις τους. Αν δούμε τις τελευταίες μόνο περιπτώσεις παιδεραστών που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν στη χώρα μας, ήταν δάσκαλοι και προπονητές.
Και καθώς είναι ώριμης ηλικίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι περιπτώσεις που οδήγησαν στην σύλληψή τους είναι η κορυφή του παγόβουνου – πολλές περισσότερες (μιλάμε για κακοποιημένα παιδιά!) παρέμειναν μέσα στα χρόνια κρυφές.
Όταν εμπιστεύεσαι το παιδί σου στον δάσκαλο μουσικής, καθηγητή του ωδείου και μουσικό σε κρατική ορχήστρα, ή στον προπονητή που του μαθαίνει τένις κι αυτοί αποδεικνύεται ότι έχουν διαπράξει αίσχη, φταίνε οι γονείς που είναι στις μέρες μας υπερβολικά ανήσυχοι και καχύποπτοι; Όταν, μάλιστα, νιώθουν ενοχές για τον λίγο χρόνο που αφιερώνουν στα παιδιά τους; Όντας ανίσχυροι να ελέγξουν επαρκώς τη συμπεριφορά των παιδιών τους, τα οποία συχνά, με την επιπολαιότητα της ηλικίας τους, δεν ακολουθούν τους όρους σωστής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (το πλέον «φιλικό» περιβάλλον δράσης για παιδεραστές);
Τα ΜΜΕ, οι εκπαιδευτικοί και η πολιτική ορθότηταΕπιπλέον, δεν μπορούμε να μην υπολογίσουμε την κακή επιρροή των ΜΜΕ και κυρίως της τηλεόρασης. Αν μπορούν οι δημοσιογράφοι να δικάζουν και να καταδικάζουν υπόπτους προτού αποφανθεί η δικαιοσύνη, μπορούν και οι απλοί πολίτες να κάνουν το ίδιο. Προσθέστε, τώρα, το πλήθος ταινιών και τηλεοπτικών σειρών που αφορούν τον τρόπο που εξιχνιάζονται τα εγκλήματα και αποδίδεται η δικαιοσύνη (το «Suits», λ.χ.): η εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαιϊκό σύστημα πλήττεται ανεπανόρθωτα. Το κλίμα είναι τοξικό και ευνοεί εκφάνσεις ακραίου συντηρητισμού της κοινωνίας – ο οποίος, ωστόσο, δεν μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από την υπερβολική απελευθέρωση ως προς το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι. Πόσο ένοχος, ας πούμε, είναι ο ενήλικος που συνδέεται με μία 14χρονη σε πλήρη σεξουαλική άνθιση, η οποία προκαλεί, επιθυμεί και ανταποκρίνεται;
Δεν είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί που δηλώνουν ότι δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν στους μαθητές/-τριες αφού συχνά καταφθάνουν οργισμένοι γονείς που τους αρνούνται το δικαίωμα ακόμα και στην επίπληξη. Έπειτα, για να επανέλθουμε στο συγκεκριμένο ζήτημα της «Αρχής του Αρχιμήδη», σε συγκεκριμένα αθλήματα είναι αναγκαίο ο προπονητής να πιάνει τα παιδιά, μάλιστα κάποιες φορές (μετά από υπερπρόσπαθειά τους) να κάνει μασάζ και μαλάξεις στους καταπονημένους μυς. Κάποτε θα χρειαστεί να τα αγκαλιάσει για επιβράβευση ή ηθική υποστήριξη. Πόσο παρεξηγήσιμα είναι όλα αυτά; Τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη.
Τέλος, να μην ξεχνάμε και τις συνέπειες της πολιτικής ορθότητας, στο όνομα της οποίας οποιαδήποτε κουβέντα ή χειρονομία που δεν είναι «καθώς πρέπει» μπορεί να θεωρηθεί εκφοβισμός ή κακοποίηση, σεξιστική συμπεριφορά, βία κατά της αξιοπρέπειας του ατόμου και πάει λέγοντας. Όσο κι αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που την δικαιολογούν, η πολιτική ορθότητα συμβάλλει εξίσου στην άνοδο του συντηρητισμού στο όνομα των δικαιωμάτων των αδυνάμων, των μειονότητων κ.ο.κ.
Ο Μιρό εκθέτει έντεχνα τις διαφορετικές παραμέτρους που κάνουν τόσο περίπλοκο το πρόβλημα, έτσι ώστε οι θεατές να μην μπορούν να δώσουν εύκολη απάντηση. Και υπενθυμίζει μέσα από την ιστορία του τα αυτονόητα που ξεχνάμε:
α) Τα φαινόμενα απατούν
β) Αν πάψουμε να αναγνωρίζουμε τη σημασία του τεκμηρίου αθωότητας, η επιστροφή στη βαρβαρότητα είναι βέβαιη
γ) Υπάρχει η επιβεβλημένη διά νόμων διαδικασία που αποδεικνύει ή διαψεύδει καταγγελίες για ειδεχθείς πράξεις, που πρέπει να ακολουθείται συντεταγμένα από τα αρμόδια όργανα. Κανείς δεν έχει δικαίωμα στην αυτοδικία.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου που σκηνοθετεί την «Αρχή του Αρχιμήδη» (σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ) στο Skrow Theater, πετυχαίνει μία παράσταση καθαρή στις προθέσεις της: να προκαλέσει στους θεατές την επιθυμία να αντιμετωπίσουν ευθέως τα προβλήματα που θέτει το έργο. Να τα συζητήσουν με φίλους και γνωστούς, να ανταλλάξουν απόψεις: πού στέκεται κανείς όταν έρθει αντιμέτωπος με τέτοια ευαίσθητα θέματα, όταν η λογική ανάλυση εξουθενώνεται σε χρόνο dt από το οργισμένο θυμικό;
Ένα απλό σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα (τα αποδυτήρια της πισίνας) και τέσσερις καλοί ηθοποιοί φτάνουν και με το παραπάνω για να πετύχουν το ζητούμενο. Ο Σεραφείμ Ράδης, ο Γιάννης Σοφολόγης, η Μαρία Φιλίνη και ο Μιχάλης Συριόπουλος αποτελούν ένα σφικτοδεμένο σύνολο που ανταποκρίνεται θαυμάσια στις υποκριτικές απαιτήσεις του έργου.
Δεν μπορώ, ωστόσο, να μην ξεχωρίσω τον Συριόπουλο: είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που για να υποδυθεί τον Τζόρντι, τον προπονητή, πλάθει ένα πρόσωπο που ως προς την εμφάνιση και τη σωματική συμπεριφορά, αλλά και το υποκριτικό ήθος, είναι εντελώς διαφορετικός ως προς τους δύο ρόλους με τους οποίους τον γνωρίσαμε (στη «Δίκη του Κ» και στον «Καντίντ» , στο θέατρο Πόρτα). Είναι ένας ηθοποιός εύπλαστος, με δύναμη και πάθος, που μπορεί να ερμηνεύσει πολλά διαφορετικά είδη έργων και ρόλων.
Κι έτσι, με τα βασικά του θεάτρου, το καλό έργο και τους καλούς ηθοποιούς, ξανανιώσαμε τι σημαίνει πολιτικό θέατρο.