Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει μια από τις διασημότερες όπερες του 20ού αιώνα, τη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, στις 12, 15, 17, 19 και 22 Μαΐου 2019 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε μια νέα ιδιαίτερα φιλόδοξη παραγωγή σε σκηνοθεσία της Φανί Αρντάν, η οποία σκηνοθετεί όπερα για πρώτη φορά, και μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου.
Βασισμένη σε νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ ασχολείται με τη θέση της γυναίκας στην επαρχιακή προεπαναστατική Ρωσία. Ταυτόχρονα, ο Σοστακόβιτς σατιρίζει με μεγάλη οξυδέρκεια θεσμούς της ίδιας εποχής, όπως η εκκλησία και η τσαρική αστυνομία.
Η υπόθεσηΗ υπόθεση αφορά την Κατερίνα Ισμαήλοβα, σύζυγο ευκατάστατου εμπόρου, η οποία νιώθει παραμελημένη και εγκλωβισμένη στον γάμο της. Ερωτεύεται έναν από τους εργάτες του αγροκτήματός της και για χάρη του φτάνει ως τον φόνο του πεθερού και του συζύγου της. Η Κατερίνα παντρεύεται τον αγαπημένο της, όμως οι φόνοι αποκαλύπτονται και το ζευγάρι συλλαμβάνεται. Στον δρόμο για τη Σιβηρία η Κατερίνα αρπάζεται με μια νέα υποψήφια ερωμένη του συζύγου της και μαζί της παρασύρεται από τα παγωμένα νερά του ποταμού.
Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς γεννήθηκε το 1906 στην Αγία Πετρούπολη και αναδείχτηκε σε έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα. Η σχέση του με το σοβιετικό καθεστώς ιδιαίτερα κατά τη σταλινική περίοδο δεν υπήρξε εύκολη, καθώς το ύφος του δεν συμβάδιζε με τις ντιρεκτίβες περί τέχνης και δύο φορές κατηγορήθηκε επίσημα για φορμαλισμό. Επηρεάστηκε από τα νεοκλασικά έργα του Ίγκορ Στραβίνσκι και στα συμφωνικά του έργα από τη γλώσσα του Γκούσταφ Μάλερ, διαμόρφωσε όμως ένα απολύτως αναγνωρίσιμο προσωπικό πολυστιλιστικό ιδίωμα. Συνέθεσε έργα κάθε είδους, ανάμεσα στα οποία 15 Συμφωνίες, 6 Κοντσέρτα, 15 Κουαρτέτα εγχόρδων, χορωδιακά έργα, μουσική για μπαλέτο και για τον κινηματογράφο, έργα για πιάνο, κύκλους τραγουδιών και οπερέτες. Ολοκλήρωσε δύο όπερες, τη Μύτη (1930) και τη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ (1934, β΄ γραφή ως Κατερίνα Ισμαήλοβα, 1962) ενώ άφησε προσχέδια για αρκετές ακόμα. Πέθανε το 1975 από καρκίνο του πνεύμονα.
Η συγκλονιστική διαδρομή της όπερας Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ κρύβει μια από τις πιο δραματικές σελίδες λογοκρισίας αλλά και παγκόσμιας αναγνώρισης στην ιστορία τόσο του λυρικού θεάτρου όσο και της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.
Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε σε ένα από τα παλαιότερα λυρικά θέατρα της Ρωσίας, το Μιχαηλόφσκι, τότε Μικρό (Μάλυ) Λυρικό Θέατρο του Λένινγκραντ, στις 22 Ιανουαρίου 1934 και λίγο αργότερα στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι της Μόσχας. Το έργο αμέσως έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και στις δύο πόλεις και καταγράφηκε ως ένα μουσικό αριστούργημα. Η σαφής, δίχως περιστροφές αναφορά στο σεξ και η απροκάλυπτη βία προσέδιδαν στην όπερα ρεαλισμό που μέχρι τότε δεν είχε δει το λυρικό θέατρο. Η μουσική γλώσσα του Σοστακόβιτς, άμεση, συμπυκνωμένη, εύστοχη, ήταν επίσης πρωτόγνωρη. Η εντυπωσιακή ανταπόκριση του κοινού ανέδειξε αμέσως την όπερα ως τη σημαντικότερη της σοβιετικής περιόδου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχική της μορφή η όπερα παρουσιάστηκε και πάλι στη Ρωσία μόλις το 1996. Σήμερα το έργο παίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αρχική εκδοχή, επιτρέποντας στο παγκόσμιο ακροατήριο να απολαύσει μουσική εμπνευσμένη, γεμάτη δύναμη και νεύρο.
Ο Σοστακόβιτς ήταν από την αρχή σαφής ως προς την πρόθεσή του να εμφανίσει τη δολοφόνο πρωταγωνίστρια της όπεράς του ως θύμα. Την ίδια στιγμή, στη Λαίδη Μάκβεθ αφήνει πίσω του τα πιο τολμηρά μουσικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την προγενέστερή του όπερα Μύτη. «Προσπάθησα να κάνω τη μουσική γλώσσα της όπερας ακραία απλή και εκφραστική. Η όπερα είναι πρώτα και κύρια μια φωνητική τέχνη και οι τραγουδιστές πρέπει να ασχολούνται με την κύρια υποχρέωσή τους, η οποία είναι να τραγουδούν, όχι να συζητούν, να αγορεύουν ή να απαγγέλλουν», σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο συνθέτης. Σημαντικό μέρος της δύναμης της όπερας οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία της μουσικής. Ωμά ρεαλιστική στις σκηνές δράσης, στις ερωτικές σκηνές και κατά τη διάρκεια του φόνου του Ζινόβι, η μουσική είναι έντονα ποιητική μέσα στην αγριότητά της. Το έργο δεν ξεχωρίζει μονάχα για την ωμότητα και τη σκληρότητά του, αλλά είναι εξίσου βαθιά συγκινητικό, όχι μόνο στην τελική σκηνή του, η οποία συνοψίζει αιώνες πόνου και στέρησης στη Ρωσία.
Η Φανί Αρντάν σκηνοθετείΓια το αριστούργημα του Σοστακόβιτς, η ΕΛΣ έχει αναθέσει τη σκηνοθεσία στη μοναδική Φανί Αρντάν, μια σπουδαία μορφή του γαλλικού σινεμά και του θεάτρου. Η Αρντάν, η σταρ των εξήντα ταινιών, των τριάντα θεατρικών, η μούσα του Τρυφώ, η πρωταγωνίστρια του Τζεφιρέλλι και του Πολάνσκι, η μοναδική «γυναίκα της διπλανής πόρτας» με τον Ντεπαρτιέ, σκηνοθετεί για πρώτη φορά όπερα και μάλιστα στην Ελλάδα με την Εθνική Λυρική Σκηνή, μετά τις δύο σκηνοθεσίες μουσικού θεάτρου που έχει υπογράψει στο Θέατρο του Σατλέ στο Παρίσι (τη Βερονίκη του Μεσσαζέ το 2008 και το Passion του Ζόντχαϊμ το 2016).
Η Φανί Αρντάν, η οποία υπογράφει μια τολμηρή, αιχμηρή σκηνοθεσία, φωτίζοντας ζητήματα όπως η ατομική ελευθερία, η τόλμη, τα πυρακτωμένα όρια, σημειώνει: «Η Λαίδη Μάκβεθ μάς προτάσσει έναν καθρέφτη. Και κοιταζόμαστε. Η Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο και ελεύθερο. Πώς ζει το κομμάτι του εαυτού μας που αντιστέκεται στους νόμους, μέσα σε μια κοινωνία συμβατική και ομοιόμορφη; Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω. Αγαπώ την Κατερίνα Ισμαήλοβα. Δεν είναι μόνο ένας χαρακτήρας του Λεσκόφ, σε μια όπερα του Σοστακόβιτς, αλλά είναι επίσης και ένα πρόσωπο πάντοτε παρόν, ακόμα και στη δική μας εποχή, και, όντας προσεκτικοί, μπορούμε να το συναντήσουμε.
Αγαπώ αυτούς που δεν φοβούνται την ετυμηγορία, τις κυρώσεις της κοινωνίας, τα κόμματα, τις ομάδες, τη συλλογική σκέψη. Τους κοιτάζω που ζουν σε ένα τεντωμένο σύρμα, εύθραυστο ίσως, αλλά δονούμενο και πυρακτωμένο. Τρέμω τη στιγμή που θα πέσουν. Καταλαβαίνω ότι προτιμούν να πεθάνουν από το να καταστρέψουν το όνειρό τους. Δέχομαι ότι αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία των εμπόρων και των κερδών. Θαυμάζω το κόστος που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να μείνουν ελεύθεροι και να ακολουθήσουν το πάθος τους. Το να λογοδοτούν αποτελεί μέρος του δικού τους κανόνα του παιχνιδιού. Χαίρομαι που έχουν διατρέξει τη ζωή τους σαν αστέρια σε ένα ηλιακό σύστημα με μαύρο ήλιο.
Λατρεύω την ιστορία της Κατερίνας, της Λαίδης Μάκβεθ από την επαρχία του Μτσενσκ. Για μένα είναι σαν μια εικόνα. Την πήρα σαν ένα δώρο που θα ήθελα να σας προσφέρω. Είπα στον εαυτό μου: Δεν έχει σημασία η εποχή, η πολιτική. Δεν έχουν σημασία οι περιστάσεις, το πλαίσιο. Δεν έχουν σημασία οι νόμοι. Θα υπάρχουν πάντοτε αυτοί που υπακούουν και εκείνοι που διατάζουν, αυτός που ακολουθεί και εκείνος που οδηγεί, αυτός που μπαίνει στη σειρά και εκείνος που την αφήνει έτσι, μια μέρα ή μιαν άλλη, μετά από πολύν καιρό αναμονής της αληθινής και βίαιης χαράς, γιατί το κάλεσμα της ζωής είναι ισχυρότερο από οτιδήποτε άλλο. Κι έτσι, κρατώ τη Λαίδη Μάκβεθ στην περιοχή του Μτσενσκ, στην επαρχία της, στην αυτοκρατορία των τσάρων, στο περιβάλλον της, αυτό των εμπόρων.
Η μουσική του Σοστακόβιτς, με ακόμη περισσότερο πλούτο και πιο έντονη αντίθεση από το ίδιο το κείμενο, μας εξιστορεί την περιπλοκότητα της Κατερίνας και των αντιπάλων της, το πώς η μελαγχολία της νικήθηκε από τον θυμό, τη βλασφημία και την πράξη χωρίς επιστροφή, το πώς αυτή η αντιφατική και σκανδαλώδης ηρωίδα μάς κάνει να θέλουμε να ζήσουμε, ακόμα και ως επί το πλείστον με κίνδυνο. Και αφού οι ελληνικές ακτές με καλωσόρισαν, είθε και οι θεοί του Ολύμπου, αν καταδεχτούν να με κοιτάξουν, να με καθοδηγήσουν και να με προστατέψουν».
Στοχεύοντας σε ένα υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικό αποτέλεσμα διεθνούς ακτινοβολίας, η Φανί Αρντάν συστήνει στο ελληνικό κοινό μια σπουδαία δημιουργική ομάδα, τον Τομπίας Χόαϊζελ στα σκηνικά, τη Μιλένα Κανονέρο και την Πέτρα Ράινχαρτ στα κοστούμια, τον Λούκα Μπιγκάτσι στους φωτισμούς και την κολεκτίβα (ΛΑ)ΟΡΝΤ στην κινησιολογία.