Αμάντα
Το πως η τρομοκρατία μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας επιχειρεί να μας δείξει η νέα ταινία του γάλλου Μίκαελ Χερς χωρίς όμως να πείθει απόλυτα.
Η υπόθεση
Ο Νταβίντ, ένας νέος άνδρας χωρίς σταθερή δουλειά και σχέση, απολαμβάνει την ελαφρότητα της νεότητάς του στο Παρίσι. Σύντομα όμως, η ανεμελιά της ζωής του διακόπτεται απότομα όταν σκοτώνεται η αδελφή του σε τρομοκρατική επίθεση κι αναγκάζεται να διαχειριστεί την απώλεια καθώς και την κηδεμονία της μικρής ανιψιάς του.
Το βάρος της απώλειας
Το σημείο-κλειδί είναι ο απώλεια της αδελφής του ήρωα και μητέρας της Αμάντα. Από εδώ και πέρα αλλάζουν όλα με τη διπλή ενηλικίωση για θείο και ανιψιά να είναι το ζητούμενο, με φόντο ένα ρομαντικό Παρίσι (αρχικά βλέπουμε τον Νταβίντ να ερωτεύεται την γλυκιά Λένα) που μεταλλάσσεται ελέω τρομοκρατίας και συνθηκών. Όμως ο τρόπος που χαρτογραφεί τα νέα δεδομένα ο σκηνοθέτης είναι ελάχιστα πειστικός καθώς πολλά από τα επιχειρήματα του βρίσκονται στα όρια της αφέλειας. Ο Χερς παρουσιάζει ξεκάθαρα δείγματα άνισης γραφής – αν όχι επιπολαιότητας- επιχειρώντας να συνδέσει το ατομικό με το γενικό.
Μπορεί το συγκινητικό πορτρέτο της επτάχρονης Αμάντα και η τρυφερή σχέση με τον ανώριμο θείο της να είναι από τα στοιχεία που λειτουργούν ομαλά και ρεαλιστικά στο φιλμ αλλά η τροπή που παίρνει η ζωή από την κανονικότητα προς το… χάος είναι τουλάχιστον υπερβολική. Η «Αμάντα» είναι ένα φιλμ που θέλει να πει πολλά. Κυρίως για την οικογένεια και τις ανοιχτές πληγές που μας κατατρέχουν (ένα άλλο κρίσιμο σημείο αφορά στη σχέση του Νταβίντ με τη μητέρα του), βάζοντας στην πρώτη γραμμή την ανάγκη για επιβίωση και τη σημασία της συνέχισης της ζωής με κάθε μέσο. Είναι προφανές ότι η συγκίνηση και το δράμα ορίζουν το πλαίσιο που κινούνται οι ήρωες.
Κάποιες στιγμές ο Χερς επιχειρεί να ελαφρύνει κάπως το κλίμα, αλλά έχει ήδη παραφορτώσει με τόση ένταση και συμβολισμό το σκηνικό, ώστε να μην τα καταφέρνει πάντα. Παρότι ο ίδιος ο Χερς ισχυρίζεται ότι η «Αμάντα» δεν είναι μια ταινία που αφορά στο ζήτημα της τρομοκρατίας, αυτό είναι πανταχού παρόν. Μπορεί να μην σηκώνει δυνατά τη φωνή αλλά ο καταγγελτικός τόνος διακρίνεται. Ο ρεαλισμός της καθημερινότητας ακόμη και με επεισόδια μινιμαλιστικά (πχ η σκηνή με την γυναίκα με την μπούρκα) είναι πιο αποτελεσματικός από ότι στις σεκάνς όπου το σενάριο «κραυγάζει» την αλήθεια του γύρω του με μελό ευκολίες.