Λαμπρό ντεμπούτο της Φανί Αρντάν στη Λυρική Σκηνή
Η γαλλίδα πρωταγωνίστρια αναμετρήθηκε επάξια με την «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Σοστακόβιτς, στην πρώτη της οπερατική σκηνοθεσία, στη Σκηνή Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ.
Η ατμόσφαιρα στο φουαγέ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, το βράδυ της Κυριακής 12 Μαΐου, ήταν λίγο πιο κοσμική απ’ ό,τι συνήθως –ελάχιστοι θεατές επέλεξαν να έρθουν με τζην, κάτι που συχνά παρατηρεί κανείς πλέον στους χώρους της νέας της στέγης. Δεν ήταν όμως αξιοπερίεργο: το λυρικό μας θέατρο δεν φιλοξενεί κάθε μέρα αστέρια όπως η γαλλίδα ηθοποιός Φανί Αρντάν, και μάλιστα στο ντεμπούτο της στην όπερα με την ιδιότητα της σκηνοθέτιδας!
Θέσεις για κάποια από τις πέντε παραστάσεις της «Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ», αυτού του μουσικού αριστουργήματος του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν (μόνο οι λεγόμενες «περιορισμένης ορατότητας» είναι διαθέσιμες πλέον), κάτι που έκανε ακόμη πιο ανοίκεια την εικόνα των διάσπαρτων κενών στην πλατεία της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος, στην παράσταση της πρεμιέρας, την ώρα που οι θεατές κρέμονταν σαν τσαμπιά από τα θεωρεία. Βλέπετε, η λάμψη της γαλλίδας πρωταγωνίστριας προσέλκυσε τους χορηγούς, οι οποίοι αγόρασαν θέσεις, που όμως δεν έστερξαν να καταλάβουν!
Η ιστορία της Λαίδης Μάκβεθ του ΜτσενσκΜόλις όμως τα φώτα χαμήλωσαν και οι πρώτες νότες της μουσικής του Σοστακόβιτς ξεχύθηκαν στον αέρα όλα αυτά ξεχάστηκαν. Στη σκηνή είχε στηθεί μια ρώσικη ίζμπα, ένα αγροτόσπιτο του 19ου αιώνα, στην αυλή του οποίου ξετυλίγεται το μεγαλύτερο μέρος του δράματος της Κατερίνα Ισμαήλοβα, της νεαρής επαρχιώτισσας που ο ερωτικός πόθος θα την οδηγήσει στον φόνο του πεθερού της και του συζύγου της, ο οποίος δεν μπορεί να της χαρίσει παιδιά, προκειμένου να παντρευτεί έναν νεαρό εργάτη του αγροκτήματος. Η τραγωδία θα κορυφωθεί στην τέταρτη πράξη, όπου οι δύο εραστές οδηγούνται στη Σιβηρία και η Κατερίνα, απελπισμένη από την προδοσία του νέου της συζύγου, θα αυτοκτονήσει παρασέρνοντας στα παγωμένα νερά του ποταμού και την περιστασιακή αντίζηλό της.
Το έργο του Σοστακόβιτς είναι ωμά ρεαλιστικό –το ίδιο και η μουσική του: άγρια, αλλά και έντονα ποιητική, καταφέρνει να αποδώσει τον σαρκικό πόθο, αλλά και την αγριότητά του που οδηγεί στο έγκλημα, τον φόβο που προκαλεί η ενοχή, την τελική τιμωρία. Όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λένινγκραντ, τον Γενάρη του 1934, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το σοβιετικό κοινό. Δύο χρόνια αργότερα όμως, όταν ανέβηκε στο Μπολσόι της Μόσχας και το παρακολούθησε ο ίδιος ο Στάλιν, η μοίρα του συνθέτη μεταβλήθηκε απότομα: Δύο μέρες αργότερα, από την πρώτη σελίδα της Πράβδα, η όπερα καταδικαζόταν ως «φορμαλιστική», «μικροαστική», «τραχιά» και «χυδαία», σε ένα ανυπόγραφο κείμενο με τίτλο «Σύγχυση αντί για μουσική», πίσω από το οποίο όλοι αναγνώρισαν την επίνευση του Στάλιν.
Το έργο απαγορεύτηκε και ο νεαρός συνθέτης έζησε για πολλά χρόνια περιμένοντας ότι θα ακολουθήσει την τύχη των ηρώων του· άλλωστε η αναφορά στη Σιβηρία και στους δρόμους «όπου σέρνονται οι αλυσίδες, που είναι σπαρμένοι με τα κόκαλα των πεθαμένων, όπου κυλάνε αίμα και ιδρώτας» είναι απίθανο να έφερνε στο μυαλό του σοβιετικού κοινού το ομώνυμο μυθιστόρημα του 1865 του Νικολάι Λεσκόφ, στο οποίο βασίστηκε το λιμπρέτο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι δρόμοι αυτοί ήταν σπαρμένοι με τα κόκαλα εκατοντάδων χιλιάδων αγροτών που αντιστάθηκαν στη βίαιη κολεκτιβοποίηση, ενώ και η τρομοκρατία στις πόλεις είχε αρχίσει να διογκώνεται από τις αρχές του 1935, για να κορυφωθεί μετά το καλοκαίρι του 1936.
Η σκηνοθεσία της Φανί ΑρντάνΗ σκηνοθεσία της Φανί Αρντάν επέλεξε να τοποθετήσει χρονικά τη δράση στον 19ο αιώνα, ακολουθώντας μια ρεαλιστική –νατουραλιστική, θα μπορούσε να πει κανείς– γραμμή αφήγησης, εστιάζοντας στο κεντρικό θέμα του γυναικείου ερωτικού πόθου, της γυναικείας αυτενέργειας, αφήνοντας έξω από το οπτικό της πεδίο τους τρόπους πρόσληψης της όπερας στην εποχή που συντέθηκε, άρα, με έναν τρόπο, αφήνοντας απέξω την ίδια την ιστορία της. Επιλογή κατανοητή, βέβαια, καθώς η γαλλίδα πρωταγωνίστρια, με τη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνοθεσία όπερας (έχει σκηνοθετήσει στο παρελθόν δύο έργα μουσικού θεάτρου, τη Βερονίκη του Μεσαζέ το 2008 και το Passion του Ζόντχαϊμ το 2016), συνεπώς προτίμησε να ακολουθήσει περισσότερο ασφαλείς δρόμους.
Αν επρόκειτο για ένα στοίχημα, τόσο για την ίδια τη Φανύ Αρντάν όσο και για την Εθνική Λυρική Σκηνή και τον διευθυντή της Γιώργο Κουμεντάκη, αναμφίβολα κερδήθηκε. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά καλοκουρδισμένη παράσταση, που ξετυλιγόταν με σταθερό βηματισμό, οδηγώντας σε ένα αξιομνημόνευτο αποτέλεσμα. Συνετέλεσαν σε αυτό οι εξαιρετικοί συνεργάτες που επέλεξε η γαλλίδα πρωταγωνίστρια, ο Τομπίας Χοάιζελ στα σκηνικά, οι Μιλένα Κανονέρο και Πέτρα Ράινχαρτ στα κοστούμια, ο Λούκα Μπιγκάτσι στους φωτισμούς και η ιδιαίτερα αποτελεσματική Κολεκτίβα (ΛΑ)ΟΡΝΤ (Μαρίν Μπρυττί, Ζονατάν Ντεμπρουέρ, Αρτύρ Αρέλ) στην κίνηση, που προσέδιδαν μια υποβλητική χροιά με τις επιλογές τους, υπογραμμίζοντας συναισθηματικά κρίσιμες στιγμές της αφήγησης.
Οι δύο πρωταγωνιστές, η υψίφωνος Σβετλάνα Σοζντάτελεβα (Κατερίνα Ισμαήλοβα) και ο τενόρος Σεργκέι Σεμισκούρ (Σεργκέι) αντεπεξήλθαν επάξια σε δύσκολες συνθήκες, καθώς σε αρκετά σημεία τα όργανα που χρησιμοποιεί ο Σοστακόβιτς αναπόφευκτα υπερκαλύπτουν τις φωνές, κάτι που επέτεινε η επιλογή του μαέστρου Βασίλη Χριστόπουλου να τοποθετήσει την μπάντα των χάλκινων στα θεωρεία της αίθουσας –αν και, κατά τα λοιπά, οδήγησε με στιβαρό χέρι την Ορχήστρα της ΕΛΣ σε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Οι δύο τραγουδιστές, ιδιαίτερα η πρωταγωνίστρια, θα είχαν ωφεληθεί από στιβαρότερη σκηνοθετική καθοδήγηση σε ό,τι αφορά την υποκριτική, καθώς σε κάποια σημεία, η Σοζντάτελεβα, επιδιώκοντας να εκφράσει τον σαρκικό πόθο που κατακαίει την Κατερίνα Ισμαήλοβα, κατέφευγε στις ευκολίες του συνηθισμένου οπερατικού μανιερισμού. Από τους έλληνες πρωταγωνιστές ξεχώρισαν ιδιαίτερα ο Μπορίς Τιμοφέγιεβιτς του μπασοβαρύτονου Γιάννη Γιαννίση και ο Ζινόβι Μπορίσοβιτς του τενόρου Γιάννη Χριστόπουλου, αν και όλοι ανεξαιρέτως ανταποκρίθηκαν επάξια στο ρόλο τους.
Συμπέρασμα; Με αυτήν την παραγωγή της η Εθνική Λυρική Σκηνή εγγράφει υποθήκες, καθώς δημιουργεί έναν ορίζοντα προσδοκιών στον οποίο όχι μόνο καλείται να ανταποκριθεί αλλά και να υπερβεί.