O Χάρι Λουντ, δεκαεννιά χρονών, δουλεύει σε μια αποθήκη γυαλικών και πορσελάνης. Η Μόνικα, δεκαεπτά χρόνων σε μια αποθήκη λαχανικών.
Η Μόνικα είναι μια χαρούμενη νεαρή κοπέλα και όταν γνωρίζεται με τον Χάρι σε ένα καφέ αρχίζουν να κουβεντιάζουν και σιγά σιγά ερωτεύονται. Αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τους τις μίζερες ζωές τους και τα σπίτια τους και παίρνουν μια βάρκα να φύγουν για να περάσουν κάποιες ρομαντικές βραδιές κάτω από τα αστέρια. Σύντομα όμως η ευδαιμονία τους αρχίζει να ραγίζει όταν ξεμένουν από φαγητό και αναγκάζονται να γυρίσουν στο εχθρικό περιβάλλον των σπιτιών τους.
Το αίσθημα της αγαθής παρανομίας διαπνέει το ερωτευμένο νεαρό ζευγάρι της ταινίας, που δραπετεύει από την πόλη για να βρει καταφύγιο σε μια απομονωμένη ακρογιαλιά. Εκεί οι δυο τους θα αφεθούν στην έλξη και την απόλυτη ελευθερία, προτού η αγάπη τους μαραθεί με τον ερχομό του φθινοπώρου. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σαν συνθέτης, δίνει αρχικά έναν τόνο ύμνου στον ανόθευτο έρωτα, προτού το κούρδισμα υπόκωφα αλλάξει σε οδυνηρή ελεγεία για την απώλεια.
Η ανεπιτήδευτη μούσα του Χάριετ Άντερσον κάνει μια ερμηνεία που διαπερνά τα σωθικά, φωτιζόμενη από τον ποιητικό μπεργκμανικό αισθησιασμό, με πλάνα που καψαλίζουν και βλέμματα που αστράφτουν. Όπως εκείνο το αξέχαστο γκρο πλαν στα μάτια της Άντερσον, που αφοπλιστικά ομολογούν όσα σκοτώνουν και όσα σώζουν τον έρωτα.