Γκοτζίλα ΙΙ: O βασιλιάς των τεράτων
Στο σίκουελ της προ πενταετίας επανεμφάνισης του Γκοτζίλα οι ρόλοι των γιγάντιων τεράτων είναι πιο ξεκάθαροι από ποτέ καθώς και η ορατή δια γυμνού οφθαλμού προβληματική εξέλιξη του μύθου τους.
Υπόθεση
Η Μόναρκ, μια κρυφή ζωολογική ομάδα, έρχεται αντιμέτωπη με τιτάνια τέρατα, συμπεριλαμβανομένου και του Γκοτζίλα, που συγκρούεται με τη Μόθρα, τον Ρόνταν και την απόλυτη νέμεσή του, τον τρικέφαλο Γκιντόρα. Όταν αυτά τα αρχαία τέρατα, που θεωρούνταν απλώς μύθοι, ξυπνήσουν ξανά, θα ανταγωνιστούν μεταξύ τους για την απόλυτη κυριαρχία, ακόμα και σε βάρος της ανθρωπότητας.
Ο χορός των τεράτων
Μετά τις παγκόσμιες επιτυχίες του «Γκοτζίλα» (2014) και «Kong: Η νήσος του κρανίου» (2017) που λειτούργησε ως προπομπός της επερχόμενης τιτανομαχίας των 2 δημοφιλών τεράτων που θα βγάλει η Warner του χρόνου στις αίθουσες, η νέα επική περιπέτεια του Γκοτζίλα εντυπωσιάζει μόνο σε οπτικό επίπεδο. Ενάντια σε μερικά από τα πιο γνωστά τέρατα της ιαπωνικής ποπ κουλτούρας (τη Μόθρα, τον Ρόνταν και τον τρικέφαλο Γκιντόρα) ο Γκοτζίλα αποκτά ίσως τον πιο φιλικό προς τον άνθρωπο χαρακτήρα.
Ο Μάικλ Ντάκερτι («Krampus») σκηνοθετεί την ανατροπή αυτή σαν να είναι το πλέον φυσιολογικό πράγμα στο μυθολογικό σύμπαν των τεράτων αυτών. Θέλοντας να τιμήσει τις ρίζες των kaiju ταινιών του παρελθόντος ο Ντάκερτι στο «Γκοτζίλα ΙΙ: Ο Βασιλιάς των Τεράτων» εμπλουτίζει τα κάδρα του με καθηλωτική μεγαλοπρέπεια και αδιαφορεί για όλα τα άλλα. Κυρίως για τους ανθρώπινους πρωταγωνιστές τους που με την αψυχολόγητη και αδικαιολόγητα «ψεύτικη» συμπεριφορά τους καθιστούν το πρότζεκτ αν μη τι άλλο ακατάλληλο για σκεπτόμενους θεατές. Καλή και άγια η πλούσια, χορταστική δράση. Αλλά και λίγη σοβαρότητα δεν βλάπτει.