Μέρες του Ιουνίου ’19 – Με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη στο Μέγαρο Μουσικής
Οι τριτοετείς σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών παρουσιάζουν μια θεατρική παράσταση με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη.
Στο πλαίσιο της καθιερωμένης συνεργασίας του Μεγάρου με τo Ωδείο Αθηνών, οι τριτοετείς σπουδαστές της Δραματικής Σχολής παρουσιάζουν την Τετάρτη 12 και την Πέμπτη 13 Ιουνίου στo Υποσκήνιο Β΄ της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη την παράσταση «Μέρες του Ιουνίου ’19 – Με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη».
Τη σκηνοθεσία και τη δραματουργία υπογράφουν ο Ακύλλας Καραζήσης και η Μαριλένα Ρασιδάκη. Τους φωτισμούς σχεδίασε ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης.
Πρόκειται για μια συμπαραγωγή του Ωδείου Αθηνών και του ΜΜΑ στο πλαίσιο του κύκλου Megaron Underground.
Η παράστασηΤι γυρεύει ένας ποιητής που σήμερα θα ήταν 119 ετών ανάμεσα σε 19 εικοσάρηδες; Δοκιμές, Ποιήματα, Ημερολόγια, Γυμνάσματα. Η προσπάθεια για μια συνάντηση δύο διαφορετικών κόσμων. Του δικού μας και του Σεφέρη.
Και οι δύο μεριές δίνουν τους καλύτερό τους εαυτό −ο ποιητής τα λόγια και οι νέοι ηθοποιοί τα ενσαρκωμένα λόγια. Ο ποιητής απών, οι ηθοποιοί παρόντες.
Ένα τετράδιο γυμνασμάτων με πολλές χρονολογίες: 1930, 1936, 1940, 2019. Τα λόγια συμπλέκονται με τους ανθρώπους, ζωντανούς και νεκρούς. Αυτή η συνάντηση ή σύγκρουση γεμίζει τον αέρα λέξεις και εικόνες.
«Η Ποίηση είναι ένα παρεξηγημένο είδος· αντίθετα από το μυθιστόρημα ή το θεατρικό έργο, στερείται δράσης, πλοκής και, ως εκ τούτου (για τον περισσότερο κόσμο), στερείται ενδιαφέροντος. Η ποιητική γλώσσα, συχνά, θεωρείται εσκεμμένα εκκεντρική, ακατάληπτη, χωρίς ειρμό. Τη χαριστική βολή τη δίνει η παιδαριώδης σχολική απαγγελία και η παράταιρη, για το σημερινό κακομαθημένο αυτί, ομοιοκαταληξία.
Δίπλα ακριβώς σ’ αυτήν τη δυσφήμιση της Ποίησης, τοποθετεί το πολιτισμικό κατεστημένο (υπουργεία, σχολεία, φιλολογίες, θεσμικά θέατρα) ένα τεράστιο Πρέπει: Η Ποίηση είναι αξιοσέβαστη, διότι ο Σολωμός, διότι ο Παλαμάς, ο Σεφέρης, το Αιγαίο, τα Νόμπελ, τα Αρχαία, η εθνική κληρονομιά, ο Ελύτης, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, οι καθηγητές φιλολογίας, φυσικά τα δημοτικά τραγούδια κλπ. Όλα αυτά πρέπει να τα αγαπάμε και, αν δεν τα νιώθουμε δικά μας, είμαστε αμόρφωτοι, αναλφάβητοι, ίσως να πρέπει να το ξανασκεφτούμε αν κάνουμε για τη δουλειά του ηθοποιού.
Είναι φανερό ότι αυτού του είδους η υπεράσπιση της Ποίησης βασίζεται και προϋποθέτει την υποτακτική λειτουργία του σημερινού μαθητή/θεατή/πολίτη, που έχει συνηθίσει να υποτάσσεται και να θαυμάζει πάντα από τη μειονεκτική θέση αυτού που δεν καταλαβαίνει, αλλά αισθάνεται αναγκασμένος να αγαπάει κάτι άκριτα (χωρίς ποτέ, δηλαδή, να αντιλαμβάνεται κάτι οργανικά με το σώμα, τις αισθήσεις), μόνο και μόνο επειδή του πλασάρεται εξουσιαστικά από πάνω.
Σκεφτήκαμε, λοιπόν, ότι το να αντιμετωπίσει κανείς όλο αυτό το σύμπλεγμα μαζί με μια ομάδα νέων, ανήσυχων παιδιών, που αμφισβητούν (όταν τους δώσεις χώρο) και δύσκολα δέχονται αναπόδεικτα αξιώματα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον, εκπαιδευτικό και καλλιτεχνικό. Γιατί έτσι πιθανόν μέσα τους θα φτιάξουν μια προσωπική σχέση με την Ποίηση. Γιατί μιλώντας τα ποιήματα, τα ημερολόγια και τις αφηγήσεις του Σεφέρη, μαθαίνουν τα προφορικά, τα κλασικά ελληνικά, τα ελληνικά του τεχνίτη. Κι όταν λέω “μαθαίνουν”, εννοώ: μαθαίνουν να λένε αυτές τις λέξεις, αυτούς τους στίχους, αυτές τις φράσεις, μαθαίνουν να εγκαταλείπουν τον επικαιρικό, τάχα σύγχρονο εαυτό τους, για να συναντήσουν, πάντα μέσω του νοήματος (που όμως, το τονίζω, είναι μόνο προσωπικό, απόλυτα υποκειμενικό), μέσα από τη μαγική λέξη, ένα σωρό βιογραφίες.
Γιατί, όπως λέει ο Γ.Σ. “Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.”
Και, τέλος, γιατί νομίζουμε ότι έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ένα τέτοιο υλικό, μια τέτοια συνάντηση νέων ηθοποιών και παλαιών λέξεων (ένας τόσο ενδιαφέρων αναχρονισμός) να παρασταθεί στο Θέατρο ‒στο χώρο δηλαδή που ζει από τον αναχρονισμό. Και πάνω από όλους μας, ηθοποιούς και θεατές, την ώρα της παράστασης θα πλανιέται η μορφή ενός χοντρού κυρίου, με φαλάκρα και γλυκό βλέμμα. Του κυρίου Γιώργου.»