MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
21
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΕΙΔΑΜΕ

Μια επίκαιρη Ζιζέλ για όλους, στο Φεστιβάλ Αθηνών

Εντυπώσεις από την παράσταση “Ζιζέλ” που χορογράφησε ο Κώστας Τσιούκας στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

| Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού
author-image Παρασκευή Τεκτονίδου

Μπαίνοντας στην αίθουσα Η’ της Πειραιώς 260 βλέπουμε περίπου είκοσι άτομα στη σκηνή, ντυμένα με διαφορετικά, χρωματιστά ρούχα σε μία «χαλαρή» θα λέγαμε διάθεση. Αντίστοιχα ευδιάθετοι μοιάζουν να είναι οι θεατές. Παρόλο που το έργο που θα παρακολουθήσουμε είναι η Ζιζέλ, μία αρχετυπική ιστορία αγάπης με δραματικό τέλος, το όνομα του δημιουργού της παράστασης Κώστα Τσιούκα μας προϊδεάζει για μία παράσταση που θα έχει παιχνιδιάρικο και χιουμοριστικό ύφος.

Τα φώτα σβήνουν και ο Laryy Gus, ο αφηγητής και κεντρικός μουσικός της παράστασης, μας ενημερώνει ότι η Ζιζέλ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην όπερα του Παρισιού το 1841, και πως αποτελεί ένα ρομαντικό μπαλέτο-παντομίμα σε δύο πράξεις που παρουσιάζει μία αρχετυπική ιστορία αγάπης.

Η ιστορία της Ζιζέλ

Η Ζιζέλ, μία όμορφη χωριατοπούλα, ερωτεύεται τον κόμη Άλμπρεχτ, ο οποίος της παρουσιάζεται ντυμένος ως απλός χωρικός. Όταν ο Ιλαρίων, ένας χωρικός επίσης ερωτευμένος με τη Ζιζέλ, αποκαλύπτει την απάτη του Άλμπρεχτ, η Ζιζέλ προδομένη αυτοκτονεί. Τα Γουίλις, τα πνεύματα δηλαδή των κοριτσιών που προδόθηκαν από τους εραστές τους, και η βασίλισσά τους η Μύρτα θέλουν να πάρουν εκδίκηση από τον Άλμπρεχτ, αναγκάζοντάς τον να χορέψει μέχρι εξαντλήσεως ώστε να πεθάνει. Η Ζιζέλ, ωστόσο, χορεύει μαζί του και τελικά συγχωρεί τον Άλμπρεχτ σώζοντάς τον, ενώ η ίδια απελευθερώνεται από τα Γουίλις και επιστρέψει ειρηνικά στον τάφο της.

Σε μία συμβατική παράσταση μπαλέτου, η ιστορία επικοινωνείται στο κοινό μέσω ενός κειμένου/λιμπρέτο που συνόδευε την παράσταση και των περιγραφικών σκηνικών. Ιδιαίτερο ρόλο παίζει η μουσική και η ίδια χορευτική πράξη που περιλαμβάνει σκηνές παντομίμας, κυρίως από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες.

Η χορογραφία του Κώστα Τσιούκα

Η Ζιζέλ του Κώστα Τσιούκα διατηρεί την αρχική ιστορία, τη σημαντικότητα της μουσικής καθώς και την πρακτική της παντομίμας, αντιστρέφοντας ωστόσο τους κανόνες του έργου αναφοράς του.

Το λιμπρέτο και η «καθαρή» μουσική που απεικονίζει τη δράση αντικαθίσταται από λόγο που αφηγείται και το τραγούδι, οι πουέντ από αθλητικά παπούτσια, τα διακριτικά κολάν και οι λευκές τουτού από έντονα χρωματιστά και animal print ρούχα. Εκεί, ωστόσο, που η σύγχρονη Ζιζέλ εμφατικά διαφέρει από τις προκατόχους της είναι η επιλογή να ανεβάσει στη σκηνή, αντί για εξιδανικευμένα πανομοιότυπα σώματα, σώματα καθημερινά που ξεχωρίζουν· Αντί για τέλεια συγχρονισμένα corps de ballet χορογραφίες που επιτρέπουν -ίσως και καλωσορίζουν- τα λάθη.

Δεν υπάρχει εντούτοις η αίσθηση ότι η παράσταση παίρνει τη μορφή μίας σκληρής κριτικής ή μίας έντονης αντιπαράθεσης θέλοντας να κάνει ορατό εκείνο που το μπαλέτο κάνει αόρατο, να καταδείξει διδακτικά τον κόπο πίσω από κάθε παράσταση,  την αυστηρότητα και την πειθαρχία. Αντιθέτως, η Ζιζέλ του Κώστα Τσιούκα συμβιώνει με την πρώτη εκείνη Ζιζέλ αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την απόσταση μαζί της αλλά και μια λαχτάρα γα το ρομαντισμό της.

Παρόλα αυτά, αν τα σώματα και η αισθητική του μπαλέτου συνεχίζουν και σήμερα να αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες αξίες και ιδέες που έχοντας ιστορικά και πολιτισμικά επιβιώσει ορίζουν το κύρος του, η παράσταση που είδαμε στην Πειραιώς 260 συμμετέχει ενεργά σε μία συζήτηση για τo τι είναι σύγχρονη τέχνη και σε τι αναφέρεται: Μία συζήτηση ιδιαίτερα επίκαιρη στην εποχή που στην τέχνη το κριτήριο της «ποιότητας» έχει αντικατασταθεί από εκείνο της πρόκλησης του «ενδιαφέροντος», και η ιδέα μίας εσωτερικής τέχνης που εκφράζει μόνο τον καλλιτέχνη έχει υπερκεραστεί από εκείνη που «προβληματίζει». Μιας εποχής, ακόμα που προτάσσει την ιδέα της ρευστότητας και της μνήμης για την ανάλυση της ιστορίας, τη προσωπική ματιά απέναντι στην αυθεντικότητα, τον «από τα κάτω» βιωματικό λόγο σε αντίθεση με τις «μεγάλες αφηγήσεις».

Η βιωματική ματιά του χορογράφου

Αυτή η βιωματική ματιά του ίδιου του χορογράφου, τα κομμάτια της προσωπικής του χορευτικής ιστορίας που είναι οι «παραδοσιακοί χοροί και το Mtv», όπως λέει σε μία συνέντευξη, δημιουργούν το έδαφος για ολόκληρη τη χορογραφία. Μία χορογραφία που υφαίνεται από ένα συνδυασμό ποικίλων στοιχείων τα οποία διαμορφώνουν το ιδιωματικό και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο ύφος του Τσιούκα. Με αυτό το ύφος συνομιλεί και ο μουσικός της παράστασης Lurry Gus. Παρόλο που με δυσκολία ξεχωρίζει κανείς τα λόγια όταν τραγουδά, οι μουσικές που έχει φτιάξει για την παράσταση ακολουθούν έναν παρόμοιο εκλεκτικισμό: έντονα ρυθμικά μέρη που σε ξεσηκώνουν με αναφορές στο φολκλόρ αλλά και την ποπ κουλτούρα, μελωδίες που δημιουργούν μίαν ατμόσφαιρα αλλά και πειραγμένα αποσπάσματα από το πρωτότυπο έργο. Όλα σε μία- ιδιωματική επίσης- εξαιρετική αντιστοιχία με τη χορογραφία.

Η παρουσίαση μίας τέτοιας Ζιζέλ στην κεντρική αίθουσα του Φεστιβάλ Αθηνών εγείρει ζητήματα που εντάσσονται σε μία ακόμη συζήτηση· εκείνη που διερωτάται για το τι είναι υψηλή τέχνη και ποιά είναι η αξία της, ποιός δικαιούται να είναι σε μία μεγάλη σκηνή ενός διεθνούς φεστιβάλ και ποιός όχι; Ποιοί είναι οι τρόποι για να παρακολουθήσουμε μία παράσταση; Και ακόμη, πόσο είναι επιτρεπτό να διασκεδάζουμε σε μία παράσταση σύγχρονου χορού;

Σίγουρα ο Τσιούκας και η ομάδα του όχι μόνο δεν φοβούνται να προσκαλέσουν το κοινό στη διασκέδαση αλλά επενδύουν και στην καλλιτεχνική της αξία. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης βρισκόμαστε με ένα χαμόγελο που επιμένει, χωρίς να εκτονώνεται σε ξεκαρδιστικό γέλιο και που ανταποκρίνεται σε αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο που φτιάχνεται στη σκηνή. Σε έναν κόσμο που αισθανόμαστε ότι μας χωράει και –γιατί όχι;- Θα θέλαμε να ανήκουμε. Τουλάχιστον, προσωπικά μιλώντας, φεύγοντας από την παράσταση ευχόμουν να ήμουν σε εκείνη τη σκηνή και, πιο πριν, σε εκείνες τις πρόβες. Να ήμουν μέρος αυτής της τόσο δεμένης ομάδας που τολμά να περνά καλά επί σκηνής και να μας προσκαλεί στη χαρά της.

Περισσότερα από Reviews