Avigdor Arikha: Πάθος για το ορατό στο Μουσείο Μπενάκη
Έναν διεθνώς αναγνωρισμένο αλλά σχεδόν άγνωστο στην Ελλάδα σύγχρονο ζωγράφο, τον Αβιγκντόρ Αρίκα (1929-2010), συστήνει στο κοινό το Μουσείο Μπενάκη με την έκθεση «Μια ανάσα».
«Το να ζωγραφίσεις μια ντομάτα δεν έχει τίποτα το ηρωικό. Το να μη τη ζωγραφίσεις όμως θα ήταν άρνηση της τέχνης». Η ζωγραφική του Αβιγκντόρ Αρίκα δεν έχει τίποτα το ηρωικό. Κι όμως, σε καθηλώνει με την πρώτη ματιά. Ίσως γιατί αυτό που καταφέρνει με την τέχνη του είναι να μεταδώσει στον θεατή της την ένταση με την οποία το βλέμμα του ζωγράφου αρπάζει τη στιγμή, την ίδια τη ζωή, για να τη μετασχηματίσει με γρήγορες, πυρετικές πινελιές ή μολυβιές σε ζωγραφική.
Δεν υπάρχει τίποτε ταπεινό στο έργο του Αρίκα –άλλωστε ανάμεσα στα έργα που εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη περιλαμβάνονται αρκετά πορτρέτα του φίλου του Σάμιουελ Μπέκετ, του φιλόσοφου Εμμανουέλ Λεβινάς κ.ά. Φαίνεται όμως πως δεν υπάρχει γιατί ο ίδιος δεν θεωρούσε τίποτε ταπεινό. Όταν σε ηλικία 13 ετών έχει γνωρίσει κανείς τον λιμό και τον άμεσο κίνδυνο θανάτου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν μπορεί να θεωρήσει τίποτε «ταπεινό».
Σχέδια από τα στρατόπεδα συγκέντρωσηςΟ Αβιγκντόρ Αρίκα γεννήθηκε στη Μπουκοβίνα της Ρουμανίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία), από οικογένεια γερμανόφωνων εβραίων. Το 1941 η οικογένειά του εκτοπίστηκε στην Υπερδνειστερία, σε ρουμάνικο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου ο πατέρας του πέθανε. Τη ζωή στα στρατόπεδα, τους διωγμούς, την καθημερινή φρίκη, την αποτύπωνε σε ένα μικρό τετράδιο, φτιαγμένο από χασαπόχαρτα, που είχε πάντοτε καλά φυλαγμένο πάνω του. Μερικά από τα συγκινητικά αυτά σχέδια, που υπογράφει με το πραγματικό του όνομα, Βίκτωρ Ντλούγκατς, εκτίθενται για πρώτη φορά στο κοινό, τοποθετημένα σε μια προθήκη στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη.
Χάρη σε αυτά τα σχέδια ο μικρός Βίκτωρ μπόρεσε να επιβιώσει. Όταν αργότερα τα σχέδια αυτά ήρθαν σε γνώση των αντιπροσώπων του Ερυθρού Σταυρού, στάθηκαν το εισιτήριο για την ελευθερία και τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη, με το όνομα ενός άλλου παιδιού: έτσι «γεννήθηκε» ο Αβιγκντόρ Αρίκα, που στάλθηκε αρχικά σε ένα κιμπούτζ μαζί με την αδελφή του, συμμετείχε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του Ισραήλ το 1948, όπου πληγώθηκε βαριά. Παράλληλα, αφού τέλειωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία Τεχνών της Ιερουσαλήμ, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου σπούδασε με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια εκεί.
Οι σπουδές του, έντονα επηρεασμένες από τη διδασκαλία του Μπαουχάους, τον οδήγησαν αρχικά στην αφαίρεση, που κυριαρχούσε στη μεταπολεμική τέχνη. Ζωγράφιζε αποκαλυψιακούς πίνακες, όπου κυριαρχούσε το μαύρο χρώμα. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι ο δρόμος που βάδιζε ήταν αδιέξοδος –η αφαίρεση ήταν καθαρός μανιερισμός, κάθε του έργο επαναλάμβανε το προηγούμενο.
Η στιγμή της κρίσης έφτασε το 1965, όταν βρέθηκε μπροστά στον πίνακα «Η Ανάσταση του Λαζάρου» του Καραβάτζιο, σε μια έκθεση στο Λούβρο. Ο Αρίκα εγκατέλειψε τη ζωγραφική και το χρώμα, επιδιώκοντας να αναζητήσει τον πρώτο του εαυτό: άρχισε να σχεδιάζει εκ του φυσικού, για να μεταβληθεί μέσα στα επόμενα χρόνια σε έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους «εκ του φυσικού» (μια υποκατηγορία της παραστατικής ζωγραφικής) των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Αυτόν τον Αρίκα συστήνει στο ελληνικό κοινό η έκθεση «Μια ανάσα»: επιχειρεί να αναδείξει «το βλέμμα ενός ζωγράφου υψηλής ποιότητας και ήθους», όπως τόνισε ο Μάνος Δημητρακόπουλος, που επιμελήθηκε την έκθεση μαζί με τον Κωνσταντίνο Παπαχρίστου.
Δεν πρόκειται για μια αναδρομική αλλά, για μια έκθεση που επιδιώκει να αιφνιδιάσει τον θεατή της, όπως ακριβώς οι στιγμές που αποτυπώνονται στα έργα αιφνιδίασαν το βλέμμα του ζωγράφου. Αυτήν την αίσθηση προσπαθούν να μεταδώσουν οι επιμελητές μέσα από τους 42 πίνακες που, ακριβώς γι’ αυτό, στην έκθεση σημαίνονται μονάχα από αριθμούς (οι αρχικοί τίτλοι και οι προσεκτικά καταχωρημένες ημερομηνίες των έργων παρατίθενται σε χωριστό φυλλάδιο).
Ο Αρίκα ζωγράφιζε πυρετικά, για να κατορθώσει να αιχμαλωτίσει αυτό που ήθελε να αποτυπώσει πριν χαθεί
Πορτρέτα, νεκρές φύσεις, κάποια τοπία ή στιγμιότυπα αποτελούν τα θέματα των έργων, τα οποία ο καλλιτέχνης αντιμετωπίζει ισότιμα, αφού αυτό που τον απασχολεί δεν είναι η εικόνα αλλά η ζωγραφική, η ένταση της στιγμής που επιδιώκει να συλλάβει με την τέχνη του.
Σε αυτό, ο Αρίκα μοιάζει πολύ με τον φωτογράφο: δημιουργούσε τα έργα του μια κι έξω, χωρίς να επανέρχεται αργότερα σε αυτά. Ζωγράφιζε πυρετικά, για να κατορθώσει να αιχμαλωτίσει αυτό που ήθελε να αποτυπώσει πριν χαθεί. Δείχνοντας ένα σχέδιο που αποτυπώνει ένα ζευγάρι καθισμένο σε ένα παγκάκι, ο Μάνος Δημητρακόπουλος μας λέει πως ο Αρίκα ζωγράφιζε χωρίς να τον έχουν αντιληφθεί, δουλεύοντας με αφάνταστη ένταση, πριν οι δύο ερωτευμένοι σηκωθούν να φύγουν.
Αυτή η «ανάσα» που συλλαμβάνει ο ζωγράφος δίνει και τον τίτλο της έκθεσης. Γιατί, όπως έλεγε και ο ίδιος, «η τέχνη είναι τίποτα. Είναι ανάσα. Απ’ την ανάσα περνάει κανείς και στην ανάσα μένει»…