Συν+Πλην: «Ικέτιδες» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για τις «Ικέτιδες» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που έκανε πρεμιέρα στην Επίδαυρο για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου.
Το έργο
Το Εθνικό θέατρο την ανέβασε μια και μοναδική φορά, το 1966, πριν από 53 χρόνια δηλαδή, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη. Ωστόσο, η, δυστυχώς, σπάνια παιζόμενη, τραγωδία του Ευριπίδη, γραμμένη στα 422 π.Χ., συνιστά ένα πολύ σημαντικό κείμενο για τις ηθικές αξιώσεις των ανθρώπων εν καιρώ μιας απόλυτης πολεμικής κατάλυσης.
Οι μητέρες των «Επτά επί Θήβας», δηλαδή των Αργείων στρατηγών που συμμάχησαν με τον Πολυνείκη και πολέμησαν εναντίον της Θήβας, καταφθάνουν στην Ελευσίνα – κατά την περίοδο τέλεσης των Ελευσίνιων μυστηρίων – και προσπέφτουν Ικέτιδες στην Αίθρα, μητέρα του Θησέα, και στον ίδιο το βασιλιά της Αθήνας. Συνοδευόμενες από το βασιλιά του Άργους, τον Άδραστο, παρακαλούν το Θησέα να μεσολαβήσει προκειμένου, ο Κρέων να απελευθερώσει τα σώματα των παιδιών τους, που παραμένουν άταφα, ενάντια στον πανελλήνιο νόμο για σεβασμό προς τους νεκρούς.
Ο Θησέας μεταπείθεται από τη μητέρα του Αίθρα – που σε μια σύντομη αλλά καθοριστική παρέμβαση, σπάνια για γυναίκα πάνω σε δημόσιες υποθέσεις – και αποφασίζει να δράσει. Τον προλαβαίνει, ο ερχομός του Θηβαίου Κήρυκα που, με την έπαρση του νικητή, απειλεί τους Αθηναίους με πόλεμο αν σκεφτούν να διεκδικήσουν τους νεκρούς στρατηγούς.
Υπακούοντας στο ηθικό χρέος και εκπροσωπώντας ένα κράτος δικαίου και δημοκρατίας, ο Θησέας οδηγεί το στρατό των Αθηναίων στη Θήβα – και χωρίς να αλώσει την πόλη – επιστρέφει στην Ελευσίνα με τα παιδιά των Ικέτιδων.
Εν μέσω του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Ευριπίδης, επιχειρεί να αποδώσει τα γεγονότα της μάχης στο Δήλιο (424 π.Χ.) όταν οι Θηβαίοι κατατρόπωσαν τους Αθηναίους και για μέρες δεν τους επέτρεπαν να αποδώσουν τιμές στους νεκρούς τους.
Ένα κείμενο, κατ’ εξοχήν, πολιτικό, που μέσα από τη θρηνητική κραυγή των επτά μητέρων, παίρνει μια αντιπολεμική θέση – αναγνωρίζοντας πως η συνθήκη του πολέμου αποκτηνώνει τον άνθρωπο . Παράλληλα, υμνεί τους νόμους, την ελευθερία, τον πολιτισμό και τη Δημοκρατία, εξυψώνει τους ηθικούς κανόνες πάνω από κάθε εξουσία∙ ακόμα κι αν αυτό είναι ανέφικτο – όπως δηλώνει η παρουσία της Αθηνάς στο κλείσιμο του έργου.
H παράστασηΣε μια σύζευξη με το δυναμικό του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου – του άρρηκτα συνδεδεμένου με τις «Ικέτιδες» αφού το 1978, ο Νίκος Χαραλάμπους τις ανεβάζει σαν ένα δυναμικό σχόλιο πάνω στην τουρκική εισβολή του 1974 – ο Στάθης Λιβαθινός ενεργοποιεί μια απωθημένη αρχαία τραγωδία. Πράττει, όπως όλα δείχνουν ορθά, αφού πρόκειται για ένα πολύ ωραίο έργο, εδώ ενισχυμένο από τη νέα μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη. Η ματιά του, εκ πρώτης όψης, κλασικότροπη, εστιάζει με μεγάλη αφοσίωση στη σχέση του λόγου με τη μουσική, δίνει χώρο δραματουργίας στην πρωτότυπη μουσική σύνθεση, τοποθετεί στο προσκήνιο τους καλούς ηθοποιούς που έχει στη διάθεση του, αλλά αγνοεί πλήρως την όψη του.
Τα Συν (+) Η μετάφρασηΟ συγγραφέας Γιώργος Κοροπούλης καταφέρνει να αναθερμάνει τη σχέση μιας παραγκωνισμένης τραγωδίας με το κοινό, μέσα από ένα ευθύβολο, συχνά επικό λόγο που ωστόσο διαθέτει την πληθωρικότητα, την ποιητικότητα του, που αναβλύζει από συγκίνηση και συναίσθημα.
Οι ερμηνείεςΟ Στάθης Λιβαθινός ανήκει στη χωρία των σκηνοθετών που δεν εργαλειοποιούν τον ηθοποιό, αλλά τον καθοδηγούν, διδάσκοντας τον. Η σκηνοθεσία του στις «Ικέτιδες» καθορίζεται από αυτή τη συνθήκη, γι’ αυτό και έχουμε τους ηθοποιούς πρωταγωνιστές της παράστασης (σε μη εμβληματικούς ρόλους) και σε καλή, μεταξύ τους, χημεία.
Σ’ ένα έργο όπου ο Χορός των Ικέτιδων είναι σε πρώτο πλάνο, μπορούμε να μιλάμε και για, επί μέρους, αξιοσημείωτες ερμηνείες. Καταρχάς, για την παρουσία του Άκη Σακελλαρίου στο ρόλο του Θησέα. Φέρει όλες τις αξίες που χαρακτηρίζουν μια ηγετική προσωπικότητα – το κύρος, το παίγνιο, την ειρωνεία, τη δυναμική μα και την ανθρωπιά – και δημιουργεί απορίες πως μέχρι τώρα δεν αξιοποιείται συχνά σε ρόλους αρχαίου δράματος.
Μαζί με τον Χάρη Χαραλάμπους υπογράφουν έναν εξαιρετικά ενδιαφέρον αγώνα λόγου, ο οποίος παρασύρει τον παλμό της παράστασης και υπογραμμίζει εμφατικά τα νοήματα του έργου.
Ο Χρήστος Σουγάρης, μπορεί να υποκύπτει σ’ ένα πιο παλιό τρόπο παιξίματος, αλλά η ερμηνεία του διαθέτει το μέγεθος και το συγκινησιακό φορτίο που απαιτεί η τραγωδία. Ο Ανδρέας Τσέλεπος εκπληρώνει πλήρως το ρόλο του Αγγελιαφόρου, η Αγλαϊα Παππά προσδίδει τον αναγκαίο επικό τόνο στην Αθηνά ενώ ο Θοδωρής Κατσαφάδος καταφέρνει – σ’ ένα σημείο όπου το έργο, από γραφής, πλατιάζει – να δώσει ως ΄Ιφις μια ερμηνεία που αγγίζει για το βάθος και το λυγμό της.
Από το Χορό που, σε γενικές γραμμές, είναι λειτουργικός και συνεκτικός, ξεχωρίζουν η Μαρία Σαββίδου, η Κόρα Καρβούνη, η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Κωνσταντίνα Τάκαλου και η Νιόβη Χαραλάμπους με την υπέροχη φωνή της.
Δυστυχώς, η Κάτια Δανδουλάκη ως Αίθρα παρά την επιβλητική παρουσία της, προδίδεται από τη φωνή της ενώ η Κατερίνα Λούρα, αποτυγχάνει να συνδεθεί, επί της ουσίας, με την ηρωϊκή πράξη της Ευάδνης.
Άλλο πρωταγωνιστικό στοιχείο των σκηνοθετικών επιλογών του Λιβαθινού είναι η ρυθμική απαγγελία του λόγου. Με χαρακτηριστικά τζαμαρίσματος, το έργο έρχεται στα αυτιά των θεατών κατά κύματα αλλά οι ριπές του δεν αλλοιώνουν ούτε το νόημα ούτε το μέγεθος του. Απεναντίας, εκσυγχρονίζουν τα μέσα εκφοράς του λόγου – μολονότι πρόκειται για μια πανάρχαια πρακτική εκφώνησης του δράματος. Η λειτουργία αυτού του ευρήματος οφείλει πολλά στη μουσική διδασκαλία της έμπειρης Μελίνας Παιονίδου.
Για το ταλέντο του ΄Αγγελου Τριανταφύλλου στη σύνθεση θεατρικής μουσικής (και όχι μόνο) έχουμε μιλήσει πολλές φορές. Ούτε εδώ θα κάνει την εξαίρεση καθώς επιτυγχάνει να διαβάσει το έργο με πολυσυλλεκτικά μουσικά σχήματα: Τόσο μέσα από κλασικά, όσο και από πιο σύγχρονα μουσικά μοτίβα, που έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική παραδοσιακή μουσική, την τζαζ, το beat, τη ραπ αλλά και την ορχηστρική μουσική.
Η τετραμελής ορχήστρα του (Γιώργος Δούσος, Αλέξανδρος Δρυμωνίτης, Γιάννης Μεσσαλάς και Δημήτρης Τίγκας) κάνουν μια καλή δουλειά στην απόδοση της – και μάλιστα κόντρα στα τεχνικά προβλήματα που προέκυψαν εξαιτίας της νεροποντής της Παρασκευής.
Έχει σημασία το δραματολόγιο της Επιδαύρου να επεκτείνεται έξω από τα τετριμμένα, να μην μένει, δηλαδή, σε δημοφιλείς τίτλους – ακόμα κι αν αυτό έχει εμπορικό αντίκτυπο. Και έχει ξεχωριστή σημασία που το Εθνικό θέατρο επιχειρεί μια τέτοια χειρονομία, ως μια σκηνή που είναι «τίτλος» από μόνη της. Στην περίπτωση των «Ικέτιδων», βεβαίως (όπως αναλύσαμε παραπάνω διεξοδικά) έχουμε να κάνουμε μ’ ένα στιβαρό κείμενο του Ευριπίδη που, ενδεχομένως, να έχουν σκιάσει τα αριστουργήματα του, «Μήδεια», «Τρωάδες», «Βάκχες», «Ιππόλυτος» κ.α.
Η προσήλωση του Στάθη Λιβαθινού στον παράγοντα του ηθοποιού είναι γνωστή και πρωτεύουσα στο θέατρο του. Οι παραστάσεις του δεν μνημονεύονται συχνά για το αισθητικό τους αποτέλεσμα αλλά για την αισθητική τους θέση που, τις περισσότερες φορές, προκύπτει από την αφετηρία ανάγνωσης του έργου. Ωστόσο, η τοποθέτηση μιας σκηνοθεσίας σ’ ένα ανοιχτό θέατρο και δη αυτόν της Αρχαίας Επιδαύρου έχει ανάγκη και από εικόνες που εδώ αγνοήθηκαν παντελώς και αναίτια. Σε αυτό το αποτέλεσμα, πιθανώς να συνέβαλαν τα λιτά αλλά χλιαρά σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Σουγλίδη. Διασώθηκαν, μόνον, οι προσεγμένοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Καλοδουλεμένη, με έμφαση στις ερμηνείες και στη μουσική, επαναπροσέγγιση ενός παραγκωνισμένου αριστουργήματος του Ευριπίδη.