Συν + Πλην: «Οιδίπους τύραννος» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για τον «Οιδίπου τύραννο» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη που παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
«Κανένας άνθρωπος ποτέ δεν θα ζήσει πιο μεγάλη τραγωδία από τη δική σου». Με αυτή τη μέγιστη συλλογική επίγνωση που διατυπώνεται (από τον Τειρεσία) εν μέσω του κειμένου, ο Σοφοκλής θεμελιώνει το τελειότερο δείγμα αρχαίου δράματος. Ένα έργο που ξεκινά με διαρκή, αμείλικτα ερωτήματα (ποιος θα δώσει λύση στα θεϊκά αδιέξοδα, ποιο είναι το μίασμα που μολύνει την πόλη, ποιος είναι ο φονιάς του βασιλιά Λάιου, ποιοι είναι οι γονείς του Οιδίποδα, ποιος είναι ο Οιδίπους) και κορυφώνεται σε, απόλυτης οδύνης, απαντήσεις. «Είμαι της τερατώδους γέννας ο γόνος» καταλήγει αποκαμωμένος, κενός από τα ανελέητα χτυπήματα της μοίρας, ο Οιδίπους.
Πράγματι, η τραγωδία του Οιδίποδα είναι ανεπανάληπτη. Ο βασιλιάς της Θήβας, οι πολίτες της οποίας τον τιμούν, ο ευτυχής , κάτω από την οικογενειακή βασιλική στέγη και την κλίνη της Ιοκάστης, καλείται να λύσει το αίνιγμα που αποδεκατίζει την πόλη για ν’ απαντήσει τελικά στο κορυφαίο υπαρξιακό ερώτημα: «Ποιος είμαι;». «Και της μητέρας που τον γέννησε σύζυγος και γιος. Και του πατέρα που τον γέννησε ομόσπορος και φονιάς. Και των παιδιών του πατέρας κι αδελφός». Όλου του κόσμου τα ερωτήματα συστρέφονται σε ένα και μοναδικό, που κάθε ζωντανό και έλλογο πλάσμα, έχει ανάγκη να απαντήσει.
Είναι η συλλογιστική αρτιότητα, η φιλοσοφική δυναμική, η δομική μαεστρία αυτού του έργου που, παρά την πασίγνωστη πλοκή του, εξακολουθεί να συγκινεί και να συνταράσσει βαθιά. Γιατί όλα τα μεγάλα, βασανιστικά ερωτήματα του ανθρώπινου νου και της θνητής ψυχής, η αναζήτηση της αλήθειας – της προσωπικής αλήθειας – διατυπώνονται με αφόρητη θλίψη και πόνο. Και θα διατυπώνονται, κατά τον ίδιο τρόπο, όσο υπάρχουν άνθρωποι.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επιτυγχάνει να κινηθεί στα ίχνη αλλά και στα όρια της επιδαύριας παράδοσης. Ο «Οιδίπους» που παραδίδει στο αργολικό κοίλον, εναγκαλίζεται – αδιόρατα σχεδόν μα σεβαστικά – στοιχεία από πρότερες προσεγγίσεις για να εμβαθύνει άκρως μεθοδικά και αποτελεσματικά στο αριστούργημα του Σοφοκλή. Ο «Οιδίπους» του κορυφώνεται σε μια ψύχραιμη, στερεή παράσταση, εσωτερικής δυναμικής και τολμηρά λιτής αισθητικής (κάτι που αθροίζεται προς όφελος της), όπου λάμπουν όλες οι πρώτες ύλες μιας παράστασης: Το έργο και ο ηθοποιός. Στην προκειμένη περίπτωση ‘φωτίζεται’ και ο τόπος. Δεν είναι λεπτομέρεια ότι η παράσταση αρχίζει και τελειώνει με το Δημήτρη Λιγνάδη να μιμείται το λάλημα του γκιώνη, ταυτισμένου με την ησυχία – ευλογία του επιδαύριου δάσους.
Τα Συν (+) Οι ερμηνείεςΑντλώντας και, συνάμα, συντελώντας στην βαθιά κατανόηση της τραγωδίας, οι πρωταγωνιστές της παράστασης, αναδεικνύονται στο κορυφαίο προσόν της. Επικεφαλής τους – και πως αλλιώς – ο Δημήτρης Λιγνάδης υψώνει ψηλά τον πήχη στην σκηνική αποτύπωση του Οιδίποδα, καταθέτοντας μια εσωτερικών δονήσεων ερμηνεία, με σημεία υπερβατικής μανίας στην προσπάθεια του να αποδώσει τον άνθρωπο που βλέπει και καταλαβαίνει – αλλά από αλαζονεία και φόβο δεν θέλει να δει. Στα όρια της μνημειώδους η παρουσία του στην ορχήστρα, μια κορυφαία στιγμή στην ερμηνευτική διαδρομή του, παρασύρει ψηλά όλο το ερμηνευτικό σχήμα.
Η Αμαλία Μουτούση έχει την εμπειρία και το σθένος να βρει το ρυθμό μιας παράστασης ακόμα κι αν εμφανίζεται στο μέσον αυτής και για μόνο λίγα λεπτά. Η Ιοκάστη της καθαρή, ψύχραιμη και με καίρια σωματικότητα, τόσο στην ώρα της τυφλότητας της όσο και στην ώρα των μεγάλων αποκαλύψεων.
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, δαμάζει με τη φωνή του – καθώς ερμηνεύει κάτω από το σκοτάδι μιας κουκούλας – το ρόλο του Τειρεσία. Ο πρώτος φορέας γνώσης της αληθινής ταυτότητας του Οιδίποδα, δίνει μια καθηλωτική ερμηνεία με ελάχιστα εργαλεία, τη φωνή και την κίνηση του (σχεδιασμός κίνησης: Κική Μπάκα). Και μαζί με τον Λιγνάδη στήνουν έναν αποκαλυπτικό αγώνα λόγου.
Το ίδιο αποτελεσματικός, σε συνάρτηση με τον συμπρωταγωνιστή του, και ο Νίκος Χατζόπουλος. Ερμηνεύοντας το ρόλο του Κρέοντα, φροντίζει να φορτίσει τον ήρωα του με την άκαμπτη στάση που έμελε να του αποδώσει ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» – καίριος και μεστός.
Στις αξιοσημείωτες ερμηνείες της παράστασης οφείλουμε να συμπεριλάβουμε την απαράμιλλη φυσικότητα με την οποία – σε μια καθοριστική στιγμή του δράματος – ερμηνεύουν ο Γιώργος Ζιόβας τον Άγγελο και ο Γιώργος Ψυχογιός τον Θεράποντα.
Οι σκηνοθετικές επιλογέςΗ επιλογή του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη να πάρει το σκηνοθετικό του βάπτισμα στο αρχαίο δράμα, μ’ ένα κείμενο που γνωρίζει καλά, αποδεικνύεται σοφή. Η σχέση του με τον «Οιδίποδα» ξεκινάει (σε παραστατικό επίπεδο) από το 2010 όταν υποδύεται τον επώνυμο ρόλο στη σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου και συνεχίζεται, δύο χρόνια αργότερα, όταν συμμετέχει στο ανέβασμα του έργου από τον Τσέζαρις Γκραουζίνις (με πρωταγωνιστή τον Αιμίλιο Χειλάκη). Η αναγνώριση του κειμένου από θέση ηθοποιού τον φέρνει, όπως όλα δείχνουν, σε πλεονεκτικό σημείο εκκίνησης στην ανάγνωση του. Τόσο ώστε να καθοδηγήσει παραγωγικά, με σύνεση και ειλικρίνεια τους πρωταγωνιστές του, ν’ ακολουθήσει κατά γράμμα τον αριστουργηματικό ρυθμό πλοκής του, ν’ αναδείξει τα θεμελιώδη νοήματα του. Η σκηνοθεσία του τον οδηγεί – και μαζί τους θεατές του – κατευθείαν στο πυρήνα του έργου, χωρίς αποδομητικές ή άλλες αποκλίσεις. Κι αν δεν επιχειρεί να επενδύσει σε εικονοκλαστικές εντυπώσεις είναι, ίσως, γιατί το κλασικό είναι πάντα καινούργιο.
Είναι σπάνιες οι φορές που μια τόσο λιτή σκηνογραφική λύση, είναι ταυτόγχρονα και τόσο επιδραστική στη λειτουργία (και στο διαχρονικό αισθητικό αποτύπωμα) μιας παράστασης. Σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, ο Πάρις Μέξης τολμάει να αφήσει κενή την αργολική ορχήστρα που θα ‘σπαρθεί’ στη συνέχεια με ομοιώματα πήλινων βρεφών που στρέφουν παρακλητικά τα χέρια προς τον ουρανό. Η πρόταση του δικαιολογείται διπλά: Κατά την έναρξη της παράστασης είναι «τα βρέφη που καταγής σκορπούν ανελέητα το θάνατο», τα θύματα του ανεξήγητου λιμού που πλήττει την πόλη της Θήβας. Όσο πλησιάζει το τέλος της, όμως, συμπυκνώνουν όλα τη μορφή του αταυτοποίητου βρέφους που εγκαταλείφθηκε με δεμένα τα πόδια στην κορυφή του Κιθαιρώνα.
Αν η χάραξη της υδάτινης σπείρας στο χώμα – που βρίθει συμβολισμών και αναγνώσεων (η σπείρα ως μήτρα, η συστρέφουσα, κυκλική αναζήτηση του εαυτού, η αργολική γη ως μάνα γη του δράματος) είναι πρόταση του Πάρι Μέξη, τότε θα πρέπει να συμπεριληφθεί στη συνολική ευφυή κατασκευή της σκηνικής σύλληψης. Κομψά και ευεργετικά για την λιτή αισθητική τοποθέτηση της παράστασης και τα κοστούμια του Μέξη, με ωραιότερο αυτό της Αμαλίας Μουτούση.
Οι φωτισμοίΤα μέγιστα στις ατμόσφαιρες της παράστασης καταθέτει ο σχεδιασμός των φωτισμών του Αλέκου Γιάνναρου. Η ευρηματική λειτουργία τους, συντονίζεται πλήρως με το δραματουργικό δίπολο φωτός – σκοταδιού, αυτό που ορίζει και τη συλλογιστική ορατότητα του Οιδίποδα, εκείνον «που βλέπει το φως κι αργότερα θα βλέπει το σκοτάδι». Οι εναλλαγές ανάμεσα στο φως και στο ημίφως κορυφώνονται στη σκηνή της εμφάνισης με τα λόγια του Εξάγγελου∙ σκηνή που θα ήταν ακόμα πιο καθοριστική αν βύθιζε σε απόλυτο σκοτάδι την ορχήστρα.
Η μουσικήΟ σταθερός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, ο Μίνως Μάτσας παρακολουθεί με συνέπεια τη σκηνοθετική συλλογιστική και υπογραμμίζει την σχέση της με την παράδοση. Μοτίβα της ελληνικής παράδοσης ανασύρονται για να επικυρώσουν το θρήνο που έρχεται.
Η μετάφρασηΠυκνή και πλούσια η μετάφραση του Γιάννη Λιγνάδη, προδίδει το επαγγελματικό του στίγμα ως φιλολόγου. Και παρότι, η ένθεση αυτούσιων, μη μεταφρασμένων, αποσπασμάτων από τα αρχαία ελληνικά ανεβάζει το βαθμό δυσκολίας της παρακολούθησης, συνάμα μας φέρνει σε επαφή με το αριστουργηματικό πρωτότυπο∙ έστω με τον ήχο και την εκφορά του.
Παρότι ο 10μελής ανδρικός χορός (Μιχάλης Αφολαγιάν, Δημήτρης Γεωργαλάς, Δημήτρης Καραβιώτης, Κώστας Κοράκης, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Δημήτρης Μαύρος, Βασίλης Παπαδημητρίου, Γιάννης Πολιτάκης, Γιωργής Τσουρής, Βαγγέλης Ψωμάς), έχει και καλές στιγμές, στα χορικά ή σε άλλες φάσεις συνεκφώνησης, διακρίνεται ένα σοβαρό έλλειμμα συντονισμού και γενικότερης συλλογικής αυτοπεποίθησης.
Το άθροισμα (=)Άρτιο, στέρεο, ψύχραιμο και άρα πολυπαραγωγικό ανέβασμα της τέλειας σοφόκλειας τραγωδίας, με μια ερμηνεία-παρακαταθήκη από τον Δημήτρη Λιγνάδη.