Τα πάντα και ακόμη πιο πέρα: Μια παράσταση για το άπειρο του Boris Charmatz στο Φεστιβάλ Αθηνών
Εντυπώσεις από την παράσταση χορού «infini» (άπειρο) του κορυφαίου γάλλου χορογράφου Boris Charmatz, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 11 – 14 Ιουλίου, στην Πειραιώς 260.
Μπαίνοντας στην αίθουσα Δ’ της Πειραιώς 260 μας υποδέχεται μία χαμηλή γκρίζα σκηνή πάνω στην οποία είναι περιμετρικά τοποθετημένα, σε μία μη αναγνωρίσιμη μαθηματική δομή, λευκά περιστρεφόμενα φώτα. Μπορείς να διαλέξεις το σημείο που θα δεις την παράσταση επιλέγοντας μία από τις καρέκλες που βρίσκονται τοποθετημένες σε ημικυκλική διάταξη. Η πρώτη σειρά των θεατών είναι στο ίδιο ύψος με τη σκηνή.
Έξι χορευτές, τρεις άντρες και τρεις γυναίκες, ανάμεσά τους και ο Boris Charmatz, σχεδόν ημίγυμνοι, μπαίνουν ορμητικά στη σκηνή από την πλατεία. Κάποιες λεπτομέρειες στα κοστούμια, ένα λουλουδάτο πουκάμισο, ένα ζευγάρι κόκκινα τακούνια, μία μαύρη περούκα εποχής, καθώς και οι διαφορετικές τους ηλικίες και σωματικότητες παρουσιάζουν ένα σύνολο το οποίο, παρ’ όλες τις αντιθέσεις, δημιουργεί την αίσθηση μίας παράδοξης ομοιογένειας.
Ξεκινούν με μία σύντομη ακίνητη πόζα και ευθύς αμέσως αρχίζουν να μετρούν και να κινούνται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Για περίπου μία ώρα και δέκα λεπτά, δημιουργούν μία εξαιρετικά δομημένη ηχητική παρτιτούρα, κατακλύζοντας ταυτόχρονα με φοβερή κινητική ενέργεια τη σκηνή.
Αντίστοιχα με τα κουστούμια, παράδοξα ομοιογενής είναι και η δομή της χορογραφίας. Όπως σε ένα πολυφωνικό μουσικό σύνολο, κάθε φωνή τραγουδά κάτι διαφορετικό και όλες μαζί κάνοντας μετατροπίες και αλλαγές ρυθμών συνθέτουν το συνολικό έργο, έτσι και στο Infini οι χορευτές βρίσκονται μαζί σε όλες τις μεταβάσεις του ρυθμού και της ενέργειας. Γνωρίζουν με ακρίβεια τις θέσεις τους στο χώρο, συγχρονισμένοι όχι σαν ένα παρά σαν έξι διαφορετικά σώματα. Καθένας τους παρουσιάζει την προσωπική κινητική του διαδρομή, φτιαγμένη ήδη με λεπτομέρεια, και μαζί με τις υπόλοιπες υφαίνουν έναν πολύπλοκο αλλά ακριβή χορογραφικό χάρτη.
Εκεί που συντονίζονται κυρίως είναι ο τρόπος που μετρούν. Δυνατά, καθαρά, με μουσικότητα χτίζουν μία καταπληκτική ηχητική σύνθεση πάνω στην οποία εξελίσσεται όλο το έργο.
Αναγνωρίζεις την αρχή της αντίστροφης μέτρησης, το κανονικό μέτρημα προς τα πάνω, τον δυαδικό κώδικα της γλώσσας των υπολογιστών, την αρίθμηση του βιωμένου χρόνου, τον τρόπο που αναπτύσσονται οι ημερομηνίες χωρίς όμως να σου ανοίγεται η ακριβής μαθηματική δομή της χορογραφίας. Δεν ψάχνεις τα στοιχεία για να μπορέσεις να ανασυνθέσεις τα ίχνη μίας αφήγησης ή μίας φόρμας ούτε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο οι αριθμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Βυθίζεσαι σε αυτή την θορυβώδη, πυκνή ενέργεια, την οποία επιτείνουν τα φώτα που στριφογυρνούν ασταμάτητα και αφήνεσαι να σου ανοιχτεί ο κόσμος του Infini χωρίς την προσδοκία να καταλάβεις αυτό που ακριβώς συμβαίνει.
Και εκεί είναι που εμφανίζονται σαν έκπληξη οι στιγμές που είτε σου αποκαλύπτεται ένας υπαινιγμός είτε έχεις την έντονη αίσθηση μίας άμεσης συγκεκριμένης πραγματικότητας. Εντόπισα τρεις τέτοιες γέφυρες επικοινωνίας:
Η πρώτη αφορά τις στιγμές που η χορογραφία έδωσε ορατότητα στη σχέση των αριθμών με μία τη σωματική δράση. Όταν στον αριθμό εξήντα εννέα, που επαναλαμβάνεται, παρατηρούμε στην κίνηση του Regis Badel μίαν έντονη φιληδονία. Όταν οι χορευτές μετράνε προβατάκια σαν έτοιμοι να κοιμηθούν, όταν μετρούν τα χρόνια και εικονοποιούν στιγμές από τις προσωπικές τους αναμνήσεις. Και έπειτα, στο στρατιωτικό βήμα, στη θρησκευτική τελετή, στην πράξη του έρωτα (ποιός άραγε δεν έχει μετρήσει κάποια φορά από ανία;), στις διαφορετικές ρουτίνες του μπαλέτου της Raphaëlle Delaunay και του κάθε είδους γυμναστικής, στα παιδικά παιχνίδια, τούς συνδυασμούς μίας χορογραφίας, τα χτυπήματα ενός σώματος στο πάτωμα, ανάμεσα σε άλλα πολλά που δεν προλαβαίνεις να συγκρατήσεις.
Στη δεύτερη, ο θεατής αναγνωρίζει, στα ψήγματα του λόγου, όπως στον τίτλο ενός βιβλίου του Μπολάνιο, στην ταχύτητα του φωτός, στα ρυθμικά συνθήματα και την πρόζα, τους ήχους από ένα ψηφιακό παιχνίδι και τα τραγούδια, τα ίχνη μίας απτής πραγματικότητας. Αρχικά η Maud le Pladec τραγουδά ξαπλωμένη λίγους στίχους από το Space Oddity, ίσως ως αναφορά στο άπειρο του σύμπαντος. Έπειτα, όλοι μαζί τραγουδούν απαλά τρία τραγούδια με αριθμούς, το παιδικό ein zwei polizei, το Chantelier της Sia και ένα απόσπασμα του Philip Glass από το έργο Einstein on the Beach, ενώ πάντα επίμονα ένας άλλος συνεχίζει το μέτρημα. Κάποια στιγμή, τραγουδώντας έναν πολυφωνικό κανόνα του Mozart, ξεκινούν ένα τρέξιμο περιμετρικά έξω από τη σκηνή. Αισθάνομαι τον αέρα που κάνει το σώμα τους περνώντας μπροστά μου. Ο Fabrice Mazliah μέσα στη σκηνή συνεχίζει να μετρά. Λίγο πριν από το τέλος, η υπέροχη Solène Wachter τραγούδησε την άρια Cold Song από την όπερα του Purcell King Arthur. Λυρικότητα και ρυθμός, ένταση και ανάσα, θόρυβος και μελωδία, όλο το έργο είναι φτιαγμένο με τέτοιες εναλλαγές, αφήνοντας στην ένταση το ρυθμό και το θόρυβο τον περισσότερο χώρο.
Η τρίτη γέφυρα βρίσκεται στο τέλος, τη στιγμή που οι αριθμοί μετατρέπονται σε ημερομηνίες, δίνοντας έτσι ορατότητα στη γνώση ότι συνιστούν μία κατασκευή καθαρά ανθρώπινη. Μετά τα ιστορικά γεγονότα ακολουθούν ημερομηνίες γέννησης, όπως αυτές του Duke Ellington, της Frida Kahlo, του Jacques-Yves Cousteau του Gilles Deleuze της Nina Simone, μέχρι το 1973, ημερομηνία γέννησης του ίδιου του χορογράφου. Φτάνοντας στο παρόν τα χρόνια αριθμούνται αφήνοντας ένα ανοιχτό birth of και έπειτα, πλησιάζουν το τώρα με μία επιτάχυνση που ξεκινά μετά το 2000. Το 2019 επαναλαμβάνεται επίμονα, μέχρι που κάποιος φωνάζει σαν με τόλμη που κρύβει όμως έναν δισταγμό τη χρονολογία 2020, το μέλλον. Αργά μετρούν τη συνέχεια, αφήνοντας χώρο, ακίνητοι να τους φωτίζει διακοπτόμενα ένα μονάχα στραβοσκοπικό φως. Σαν να ονομάζεις ένα μέλλον αναγνωρίζοντας πως είναι άγνωστο. Και, στη συνέχεια με μεγαλύτερη βιασύνη να μετράς μέχρι που οι αριθμοί να μη σημαίνουν πια το μέλλον, αλλά να γίνονται ξανά αφηρημένοι, σαν σε μία πράξεις αφαίρεσης και πρόσθεσης χωρίς νόημα, σαν να σου αποκαλύπτεται ότι οι αριθμοί έχουν ταυτόχρονα εφαρμογή και υπερβατικότητα. Και ανάμεσά τους ένα πλήθος επιλογών. Μπορείς εξίσου να τους χρησιμοποιείς τους αριθμούς, να τους τραγουδάς να τους χορεύεις, να τους φωνάζεις, να τους μουρμουράς, να μην τους καταλαβαίνεις και να τους αγναντεύεις.
Και το Infini συνομιλεί ακριβώς με αυτό: Με τους τρόπους που αλληλεπιδρούν τα σημεία που έχουν σημασία με εκείνα που δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Με την επίκληση της πραγματικότητας και την αφαίρεση, με τους υπαινιγμούς και τη φαντασία, με τις σημασίες και την ορμητική ζωτικότητα του ήχου και των σωμάτων. Με τα πάντα και ακόμη πιο πολλά.*
* Η φράση Everything and even more, με την οποία έκλεισε η παράσταση είναι παραλλαγή του τίτλου του David Wallace Everything and more βιβλίο αναφορά για τον χορογράφο.