Συν+Πλην: «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για το «’Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια που περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα.
Στη μυθική Αθήνα, ο δούκας Θησέας οργανώνει το γάμο του, με την βασίλισσα των Αμαζόνων, Ιππολύτη, την οποία μόλις κατέκτησε μετά από μάχη. Όμως, η κόρη του, Ερμία αρνείται να παντρευτεί τον άνδρα που της προορίζει ο δούκας, τον Δημήτριο, αφού η καρδιά της είναι δοσμένη στον Λύσανδρο. Καθώς ο πατέρας της, την απειλεί με θάνατο στην περίπτωση που δεν συμμορφωθεί, το ‘παράνομο» ζευγάρι παίρνει την παράτολμη απόφαση να χαθεί στο δάσος, τη νύχτα του Μεσοκαλόκαιρου.
Από εκείνη τη στιγμή, ενεργοποιούνται μια σειρά από ερωτικές παρεξηγήσεις, μεταμορφώσεις, ερήμην προδοσίες κάτω από το πέπλο του σκοτεινού δάσους, τόπο φαντασιακό, οργιώδη, ερωτικό. Μαζί με τους θνητούς, στην ερωτική μέθη εμπλέκονται σκανδαλιάρικα ξωτικά μα και αφελείς θεατρίνοι από την πόλη της Αθήνας.
Όχι άδικα, το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» έχει χαρακτηριστεί το έργο του Σαίξπηρ με το πιο έντονο ερωτικό περιεχόμενο. Εντός του συναντώνται τέσσερις διαφορετικοί κόσμοι που περιγράφονται από ένα κοινό αίτημα: Τον έρωτα. Ο κόσμος της αρχαίας μυθολογίας, των νεαρών εραστών, των ξωτικών και ο κόσμος των μαστόρων, των ερασιτεχνών θεατρίνων, συλλειτουργούν σ’ αυτήν την «χαρμόσυνη κωμωδία», όπως έχει χαρακτηριστεί, – που ωστόσο κάτω από το μανδύα του παιγνίου και της αθωότητας – αποκαλύπτει το βίαιο πρόσωπο του έρωτα. Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, φαντασίωσης και εφιάλτη, βακχείας και ηθικών κανόνων, αλήθειας και ψέματος, ζωής και θανάτου, απελευθερώνονται όλα τα πρόσωπα του ερωτικού πόθου.
Ο Σαίξπηρ γράφει το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» περί το 1595, ένα κείμενο εντυπωσιακής πλοκής και δομής. Δεξιοτεχνικά αντλεί από την ελληνική μυθολογία, τις λαϊκές μεσαιωνικές παραδόσεις της αγγλικής υπαίθρου, την καλλιτεχνική ηθογραφία της εποχής του και καταθέτει έναν αναγεννησιακό ερωτικό ύμνο, ένα τολμηρό βακχικό δράμα που απορρίπτει τους κανόνες του εκπολιτισμένου ανθρώπου κι εμπιστεύεται ξανά το ένστικτο και τη φύση – έστω και για μια νύχτα∙ νύχτα καλοκαιρινή όπου όλα μπορούν να συμβούν.
Για τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ το όνειρο δεν είναι μια φευγαλέα απίθανη κατάσταση του νου, αλλά μια διαρκής δυνατότητα στον ανθρώπινο βίο.
Η συνεργασία του Αιμίλιου Χειλάκη και του Μανώλη Δούνια αλλάζει ξανά πεδίο και από το αρχαίο δράμα, επιστρέφει στο, επίσης κλασικό, υλικό του Σαίξπηρ. Μετά το πρώτο τους κοινό εγχείρημα στον «Αμλετ», το 2014, σε μορφή μονολόγου, επιχειρούν να διαβάσουν το πολυσύνθετο «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας».
Η ανάγνωση τους ισορροπεί προσεκτικά και μελετημένα μεταξύ της κωμικής και της παραμυθιακής φύσης του έργου. ‘Έμπειροι στο να διαχειρίζονται το ποιητικό μεταφραστικό υλικό του Γιώργου Μπλάνα, παραδίδουν μια παράσταση ψυχαγωγική αλλά και με βάθος. Επιτυγχάνουν μια καθαρή και με καλό ρυθμό προσέγγιση – κι αυτό είναι καταρχήν σημαντικό, αφού πολλά ανεβάσματα του έργου έχουν πέσει στην παγίδα των πολλαπλών δράσεων και στη σύγχυση, που αυτές προκαλούν. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην παράσταση τους έχει η μελετημένη ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα ∙ η αίσθηση ότι το όνειρο είναι ένα κρυφό παράθυρο εξόδου από την κανονικότητα που μπορεί να ανοίξει ανά πάσα στιγμή.
Ο βασικός πυρήνας των ερμηνευτών – Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου και Μιχάλης Σαράντης – ανανεώνουν το σκηνικό σχήμα της περσινής συνεργασίας τους στην «Αντιγόνη» και, όπως αποδεικνύεται από τη χημεία τους, έχουν λόγο. Η δυσκολία απόδοσης του έργου χρειαζόταν την ευεργετική οικονομία στην επικοινωνία που φαίνεται πως έχουν ήδη κατακτήσει.
Έτσι, ανταποκρίνονται στους, διπλά απαιτητικούς, ρόλους που ερμηνεύουν. Ομολογουμένως, η επίδοση τους πάνω στους ήρωες του δάσους – ο Αιμίλιος Χειλάκης ως ΄Ομπερον, η Αθηνά Μαξίμου ως Τιτάνια και ο Μιχάλης Σαράντης ως Πουκ – υπερβαίνει τους έτερους ρόλους του Θησέα, της Ιππολύτης και του Φιλόστρατου και μοιάζουν να τους δίνουν περισσότερα κίνητρα για να δράσουν σκηνικά. Ιδιαιτέρως, ο Μιχάλης Σαράντης στον εμβληματικό ρόλο του Πουκ μεταμορφώνεται σε πανούργο ξωτικό, με άρτια σωματική λειτουργία, αιθέρια αντανακλαστικά, και, χωρίς αμφιβολία κλέβει την παράσταση. Ο Αιμίλιος Χειλάκης αγαπάει τους ‘δαιμόνιους’ ρόλους γι’ αυτό και αισθάνεται φανερά φίλιος με τον Ομπερον ενώ η Αθηνά Μαξίμου έχει δουλέψει ενταντικά την κίνηση της (επιμέλεια κίνησης Αντωνίου Οικονόμου) και την καθιστά ατού της παρουσίας της ως Τιτάνιας.
Το φρέσκο κουαρτέτο των εραστών – Λένα Δροσάκη, Αλέξανδρος Βάρθης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς και Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη – είναι ταιριαστοί με τους ρόλους τους και σε καλή, μεταξύ τους διάδραση. Πραγματική αποκάλυψη το κωμικό ταπεραμέντο του Κωνσταντίνου Γαβαλά.
Ο θίασος των μαστόρων – Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Κρις Ραντάνοφ, Παναγιώτης Κλίνης, Τίτος Λίτινας, Μιχάλης Πανάδης, Κωνσταντίνος Μουταφτσής – σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος της εύθυμης πλευράς της παράστασης. Κατά σημεία είναι διασκεδαστικοί, αλλά στο άθροισμα τους υπερβολικοί.
Σεβαστικοί προς το κείμενο, ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας αξιοποιούν ικανοποιητικά την μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα. Μεγάλο κέρδος για τη σκηνοθεσία τους είναι ο γρήγορος ρυθμός που ευεργετεί την κωμωδία και τις διαρκείς εναλλαγές που επιβάλλει η πλοκή. Καλός και ο συντονισμός του 13μελούς θιάσου αλλά και η, επί μέρους, καθοδήγηση πάνω στις ερμηνείες.
Η μουσικήΟ Κωνσταντίνος Βήτα δεν γράφει συχνά μουσική για το θέατρο και είναι μια ευχάριστη έκπληξη που το μελαγχολικό του beat επενδύει μουσικά το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας». Τα προβλήματα στον ήχο αδικούν τη σύνθεση του, που σίγουρα θα λάμψει σε κλειστό χώρο.
Η μετάφρασηΜολονότι οι, μέχρι τώρα, διαθέσιμες μεταφράσεις του «Ονείρου» είχαν δώσει εξαιρετικά δείγματα (λόγου χάρη εργασία του Διονύση Καψάλη πάνω στο Σαίξπηρ), οι μεταφράσεις του Γιώργου Μπλάνα παρουσιάζουν σταθερά ενδιαφέρον. Χυμώδης, ποιητική, η μετάφραση του, αφουγκράζεται την αγωνία του Σαίξπηρ να απογειώσει την περιοχή του φανταστικού ως απόδραση από την αληθινή ζωή.
Τα χειλόφωνα τείνουν να γίνουν μάστιγα για τα ανοιχτά θέατρα. Όχι μόνο αλλοιώνουν τις φωνές των ερμηνευτών και δίνουν ένα ψευδές χρώμα της, αλλά συνήθως συνοδεύονται και από κακό ήχο. Και τα δύο, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν στο ανέβασμα του «Ονείρου».
Το κωμικό ξεχείλωμαΟι καθαρόαιμες κωμικές στιγμές του έργου – που υπηρετούνται από την ομάδα των θεατρίνων – απολαμβάνουν ένα, έντονα, γκροτέσκο στοιχείο που συχνά ξενίζει. Ιδίως, ο επικεφαλής της ομάδας, Βλαδίμηρος Κυριακής – εγνωσμένης αξίας ηθοποιός και στην κωμωδία – αφήνεται σε επιθεωρησιακού τύπου ευκολίες, που δεν αφορούν παρά μόνο το μεγάλο κοινό της περιοδείας.
Παρότι, εκτυλίσσεται μια νύχτα του Μεσοκαλόκαιρου – και το καλοκαίρι είναι συνυφασμένο με τους ανοιχτούς χώρους για το ελληνικό θέατρο – η παράσταση των Χειλάκη και Δούνια ζημιώνεται από τα ερεθίσματα των υπαίθριων θεάτρων. Υποβαθμίζεται η κλίμακα ωραίων ατμοσφαιρών που έχουν δημιουργήσει (φωτισμοί Νίκος Βλασόπουλος) και δεν αναδεικνύεται, όσο θα μπορούσε, η ερεβώδης φύση του κειμένου. Ο προγραμματισμός κι ενός χειμερινού ανεβάσματος για την παράσταση, σε κεντρικό θέατρο της Αθήνας, δημιουργεί προσδοκίες πως όλα τα παραπάνω θα αποκατασταθούν.
Το άθροισμαΑπολαυστικό – παρά τις όποιες ερμηνευτικές παραφωνίες – ανέβασμα του σαιξπηρικού κλασικού. Λειτουργική ροή, ωραίες ατμόσφαιρες και ένα καλά συγκροτημένο σύνολο ηθοποιών.