Ο ήχος μιας νουάρ τζαζ μελωδίας έρχεται από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. Το κινητό του χτυπάει με τη μουσική που ανακάλυψε πιτσιρικάς, όταν τυχαία, τρύπωσε σε ένα κωλόμπαρο της Τρούμπας που είχε ανοίξει ένας ναυτικός, τρελαμένος με τη τζαζ. «Ήμουν 14-15 χρονών τότε κι έπαιζα λίγο πιάνο – όχι σπουδαία πράγματα. Αυτό ήταν· έκτοτε ακούω πολύ μουσική αλλά όπου κι αν πάει το μυαλό μου στη τζαζ θα γυρίσει. Η τζαζ με ενέπνευσε σε πολλά πράγματα στη ζωή και στη δουλειά μου».
Και μπορεί το κινητό να μπαίνει στο αθόρυβο αλλά η μουσική για τον Τάκη Σπυριδάκη συνεχίζει να παίζει μέσα από τις ιστορίες του. Μια μελαγχολική μουσική για τον Πειραιά της νιότης του, για το λιμάνι που δεν σήμανε αναχώρηση και τα σινεμά της δυτικής όχθης που τον ενηλικίωσαν. Ένα μυστήριο soundtrack για τον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο που τον σημάδεψε (κι όχι για τη nouvelle vauge που έκανε σουξέ στην εποχή του). Ένα πανκ ξέσπασμα για τις απογοητεύσεις του. Το σόλο ενός σαξόφωνου για τον εαυτό που δεν πρόδωσε. Μια χαμογελαστή νότα για τα κορίτσια που αγάπησε πολύ.
Μια στιγμή από σιωπή για την ασθένεια που δεν τον λύγισε. Μουσική, μόνο μουσική για μια συνάντηση, που τίποτα δεν προμήνυε το φορτίο της εκείνο το ζεστό μεσημέρι στο φουαγιέ του Επί Κολωνώ και που θα μπορούσε να περιγράφεται από μια φράση του Τάκη Σπυριδάκη: «Όταν πέρασα τα 50 απορούσα με τον εαυτό μου που ζούσα ακόμη».
Πως είστε τώρα που έχετε επιστρέψει στο θέατρο; Είναι παρηγορητική η δουλειά;
Παρότι δεν ανήκω στους ανθρώπους που επικαλούνται ότι ήταν γεννημένοι καλλιτέχνες, είναι μια δουλειά που αγαπώ πάρα πολύ. Επομένως όσο απομακρύνομαι από αυτήν, τόσο πιο πολύ στενοχωριέμαι. Κι επίσης, είναι μια δουλειά που συσσωρεύει πράγματα στην ψυχή. Γι’ αυτό και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που είμαι εδώ· μου δίνει ζωή.
Με τι είδους ερωτήματα ήρθατε αντιμέτωπος αυτόν τον καιρό;
Στη ζωή μου έχω δυσκολευτεί αρκετές, ίσως πολλές, φορές. Σαφώς αυτή ήταν η δυσκολότερη όπου είπα ξεκάθαρα, με απόλυτη εντιμότητα στον εαυτό μου πως «αν ήταν μέχρι εδώ, είναι εντάξει». Βασίστηκα σε αυτή τη σκέψη κι από ότι φαίνεται δεν ήταν «μέχρι εδώ»…
Είστε θαρραλέος;
Μέχρι σήμερα, έχω μια γεμάτη ζωή και δεν πίστεψα στιγμή ότι η ασθένεια ήρθε σαν μια “τιμωρία”, σαν μια “πληρωμή” για κάτι. Το αντιμετώπισα σαν μια ευκαιρία να σκεφτώ τι έχω κάνει λάθος και να πάρω τα πράγματα αλλιώς. Κι αυτή η σκέψη – είτε γιατί ήθελα απλώς να την πιστεύω είτε γιατί ήταν μια πραγματική αίσθηση – με βοήθησε πάρα πολύ.
Ποια είναι η μεγαλύτερη σας αρετή;
Δεν ξέρω αν έχω αρετές. Πάντως, κατά την τελευταία περιπέτεια δεν παραιτήθηκα· κι αυτό έχει σημασία. Αυτό, μάλλον, μου το έμαθε η ζωή. Πάντα ήμουν μέσα στη ζωή και σεβόμουν τις δυσκολίες της. Τελευταία, που ήρθα στα όρια μου και τα ξεπέρασα, βρήκα μια υπομονή. Γιατί ο άνθρωπος ανακαλύπτει ξαφνικά πράγματα στον εαυτό του που δεν είχαν, ποτέ, δοκιμαστεί ή αποκαλυφθεί.
Αισθάνεστε πιο δυνατός τώρα;
Είμαι ακόμα μπερδεμένος. Το αφήνω να φύγει πίσω μου αλλά σίγουρα αισθάνομαι διαφορετικός. Βλέπω πως κάτι έχει αλλάξει και προσπαθώ να το καταλάβω. Μου φαίνεται πως είμαι λιγότερο αυστηρός με τους ανθρώπους και με τον εαυτό μου.
Που σημαίνει ότι ήσασταν αυστηρός με τον εαυτό σας.
Ναι, πάρα πολύ. Ποτέ δεν με επαίνεσα. Αναζητούσα σταθερά την, καλώς ή την κακώς εννοούμενη, τελειότητα.
Είπα ξεκάθαρα, με απόλυτη εντιμότητα στον εαυτό μου πως «αν ήταν μέχρι εδώ, είναι εντάξει»
Τι τύπος είστε; Είστε τόσο αυθεντικός όσο εκπέμπετε παίζοντας;
Ίσως έχετε δίκιο, αν σκεφτώ την πρώτη ατάκα του (Νίκου) Νικολαϊδη όταν με αντίκρισε. Μου είπε, λοιπόν, ότι αναζητά αυθεντικούς ήρωες αλλά με ‘μένα δεν θα κάνει καμία πρόβα γιατί «το έχω πάνω μου γραμμένο». Πιθανόν να είναι έτσι. Όμως, δεν το έχω δουλέψει, δεν είναι μια κατασκευή, κάτι πλαστό· απλώς είμαι έτσι.
Τι θυμάστε από την εποχή των συνεργασιών με το Νίκο Νικολαϊδη;
Ότι όποια ταινία κι αν κάναμε, ότι αντίκτυπο κι αν είχε αυτή, κάτι έμεινε στο «μεταξύ μας». Με το Νίκο μας έδεσε μια μεγάλη φιλία και η απώλεια του ήταν για μένα κάτι το τρομερό. Πέραν από το σινεμά που κάναμε μαζί, συζητούσαμε, ήμασταν φίλοι. Ο Νικολαϊδης ήταν, κάτι παραπάνω από, δικός μου άνθρωπος.
Δεν είστε συμφιλιωμένος με την απώλεια;
Όχι, καθόλου – παρότι μου ξαναδόθηκε η ευκαιρία να τη διαπραγματευτώ τους τελευταίους μήνες… Ωστόσο, στην πιθανότητα του θανάτου μου αισθανόμουν μια γαλήνη. Μάλλον, επειδή έκανα αυτό που μπορούσα στο τέρμα του.
Έχετε αγωνιστεί από παιδί για να τα καταφέρετε. Σας ατσάλωσαν αυτές οι συγκυρίες ή σας κούρασαν;
Με κούρασαν, ναι. Αλλά η ζωή είναι μια σύνθεση· όλα είναι αγώνας. Και ο τρόπος που έζησα, δίκαια ή άδικα, με βοήθησε να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου. Εξάλλου, πάντα αντιμετώπιζα τη ζωή ως ένα μεγάλο δώρο κι έτσι υποδεχόμουν τις δυσκολίες της με κάποιο χαμόγελο. Κουραζόμουν, ναι, αλλά πιο πολύ μου άρεσε που ζούσα – γι’ αυτό και ζούσα έντονα.
Κατάλαβα νωρίς ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω εύκολα χωρίς τέχνη – είτε σαν αποδέκτης είναι σαν φορέας της
Νιώθετε κάπως σαν άγριος σπόρος;
Αρκετές φορές. Κι αυτό το έργο ήρθε και κούμπωσε πάνω σ’ αυτή μου την αίσθηση. Φυσικά, το βίωμα από μόνο του δεν μπορεί να συστήσει τέχνη· μπορεί όμως να πυροδοτήσει πράγματα σε όποιον έχει μια παραπάνω ικανότητα.
Μήπως ήταν και μια στιγμή προσωπικής κατάθεσης ο ρόλος του Τσίρου – εφόσον νεότερος αναγκαστήκατε να βρείτε διάφορες πατέντες επιβίωσης;
Ακριβώς όπως το λες. Αναγκάστηκα να βρω πατέντες, όχι πάντα σύννομες, σ’ ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον για να μπορέσω να διαφυλάξω την αξιοπρέπεια μου σαν άνθρωπος.
Επομένως ο ρόλος του Σταύρου έχει τη σημασία ενός «σταθμού»;
Νομίζω πως είναι ένας από τους καλύτερους ρόλους που έχω παίξει – αν όχι ο καλύτερος. Εκτιμώ το έργο του Γιάννη Τσίρου και τον ίδιο προσωπικά. Είναι ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας. Με συγκίνησε αυτό το έργο και, από την αρχή, ήθελα πολύ να παίξω αυτό το ρόλο.
Βάζετε ορόσημα στη ζωή σας;
Όχι. Δεν κάνω σχέδια, δεν βάζω στόχους, δεν είχα ποτέ βλέψεις και όνειρα να παίξω ρόλους – ούτε καν στη δραματική σχολή όπου όλοι ονειροπολούσαν. Ίσως επειδή από μικρός εργαζόμουν, δεν είχα τα προβλήματα μου λυμένα και είχα υιοθετήσει μιαν άλλη οπτική. Πίστευα κι εξακολουθώ να πιστεύω πως αν κανείς θέλει να κάνει κάτι καλό ας το κάνει με τη δουλειά του κι όχι με τη συμπεριφορά του. Και πως αυτό είναι αρκετό.
Απομυθοποιήσατε το χώρο μεγαλώνοντας;
Εύκολα μπορείς να απομυθοποιήσεις αυτό το χώρο. Πηγαίνοντας στη δραματική σχολή, ο καθένας έχει μια αιθαλομίχλη περί τέχνης στο κεφάλι του, μια γοητευτική, εφηβική άποψη με αποτέλεσμα πολλά πράγματα να στη “σπάσουν” τόσο ώστε να μην αντέξεις και να εγκαταλείψεις. Δεν ασχολήθηκα με όνειρα λοιπόν, αλλά με την ουσία του πράγματος. Κατάλαβα νωρίς ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω εύκολα χωρίς τέχνη – είτε σαν αποδέκτης είναι σαν φορέας της. Δεν ήταν ανάγκη να παράγω εγώ τέχνη, απλώς δεν μπορούσα να μην έχω τέχνη να με περιβάλλει. Θυμάμαι, πιτσιρικάς “έτρωγα” όλα μου τα λεφτά σε κάτι πανάκριβα περιοδικά για την αρχιτεκτονική – τότε κυκλοφορούσε ο «Ζυγός».
Πίστευα κι εξακολουθώ να πιστεύω πως αν κανείς θέλει να κάνει κάτι καλό ας το κάνει με τη δουλειά του. Και πως αυτό είναι αρκετό
Η σκηνοθεσία στον κινηματογράφο δεν ήταν ένας στόχος;
Η σκηνοθεσία εξελίχθηκε κάπως απογοητευτικά. Όχι σχετικά με το αποτέλεσμα των ταινιών αλλά μάλλον επειδή δεν το πάλεψα όσο θα έπρεπε. Δέχθηκα μια συστημική αντίδραση βαρέων βαρών όταν αποφάσισα να σκηνοθετήσω· έπεσαν όλοι πάνω μου με το ερώτημα «γιατί από ηθοποιός σκηνοθέτης;» – λες και ήταν αμάρτημα – κι αυτό δεν μπόρεσα να το διαχειριστώ καλά, με γονάτισε για ένα διάστημα. Ήμουν πολύ πιο έντονος άνθρωπος τότε… Σκεφτόμουν να εγκαταλείψω το χώρο και για ένα μεγάλο διάστημα δεν ασχολούμουν καθόλου. Νόμιζα πως ήμουν ο Μαρσέλ Ντυσάν. Ο Ντυσάν, βεβαίως, είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τα εικαστικά και να ασχοληθεί με το σκάκι για το υπόλοιπο της ζωής του· εγώ πάλι περιορίστηκα να παίζω ρακέτες για μερικά χρόνια αλλά μετά έπρεπε να βρω τρόπο να ζήσω.
Και έτσι «Ο κήπος του Θεού» δεν είχε την τύχη που του άξιζε;
Ήταν μια ταινία που προσπάθησε να μιλήσει με διαφορετικό τρόπο και φάνηκε δύσκολο να αφομοιωθεί από την εποχή της. Εκείνο που με ενόχλησε περισσότερο όμως είναι πως ο ελληνικός κινηματογράφος – κάτι που συνέβαινε και εξακολουθεί να συμβαίνει – ήταν χωρισμένος σε ομάδες: Η μία ομάδα ήταν αντίπαλη μιας άλλης και η πιο ισχυρή επικρατούσε. Έτσι την “πλήρωνε” μια ταινία, μόνο και μόνο επειδή υπήρχε αντιπαλότητα ως προς την ομάδα κι όχι ως προς την καθαυτή ταινία. Με αυτόν τον τρόπο “χάθηκαν” πολλές αξιόλογες δουλειές στο νεοελληνικό σινεμά.
Προφανώς, το σινεμά ήταν καθοριστικός χώρος για τη, μέχρι τώρα, πορεία σας.
Την εποχή που πρωτο-εμφανίστηκα στο σινεμά, ο χώρος θεωρούσε τέχνη μόνο το θέατρο κι όχι τον κινηματογράφο. Θυμάμαι συνομήλικα μου παιδιά, φοιτητές στο Τέχνης που δεν δίσταζαν να πουν πόσο μισούσαν τον κινηματογράφο. Εμένα, πάλι, το σινεμά ήταν η ζωή μου, η διασκέδαση μου από παιδί. Μεγαλώνοντας στον Πειραιά, είχα μια λόξα να βλέπω κάθε μέρα ταινίες στη σειρά. Το ‘σκαγα από το σχολείο – πήγαινα σε νυχτερινό γυμνάσιο γιατί το πρωί έκανα διάφορες δουλειές για να τα βγάλω πέρα – για να πάω στο σινεμά. Στην πραγματικότητα στο σχολείο εμφανιζόμουν όποτε δεν είχα λεφτά ή όποτε έβρεχε. Το σινεμά ήταν το αληθινό σχολείο μου, από εκεί ξεκίνησα, όταν ένιωσα έτοιμος έκανα τη δική μου ταινία και δεν θα το βάλω κάτω.
Τι ετοιμάζετε;
Πέρυσι, έψαχνα να βρω χρήματα στο εξωτερικό για ένα ωραίο σενάριο, και μόλις τα κατάφερα “έσκασε” το κακό νέο για την υγεία μου. Τώρα, δουλεύω πάνω σε μια άλλη θεματολογία, ένα πιο βατό σενάριο και μάλλον θα βρω χρήματα εδώ. Δεν ξεχνάω το σινεμά, όσο θέατρο κι αν κάνω.
Εκπτώσεις κάνατε;
Παρότι αγάπησα πάρα πολύ το σινεμά και δεν ήθελα να το ξεφτιλίσω έπαιξα σε ταινίες που δεν πίστευα. Το ίδιο έκανα και στο θέατρο· και ομολογώ πως είναι τραγικό να παίζεις κάθε βράδυ σε μια παράσταση που δεν γουστάρεις. Το δοκίμασα μια-δυο φορές και το πλήρωσα πολύ άσχημα, με πολύ αλκοόλ για να μη σκέφτομαι.
Στο σχολείο εμφανιζόμουν όποτε δεν είχα λεφτά ή όποτε έβρεχε. Το σινεμά ήταν το αληθινό σχολείο μου
Έχοντας ξεκινήσει με το ρόλο ενός ανήθικου επαναστάτη αναρωτιέμαι αν εσείς προσωπικά κάνατε κάπου την επανάσταση σας.
Μπορώ να πω πως ό,τι σκεφτόμουν στη ζωή μου ταυτιζόταν με πράξεις – τίποτα δεν έμεινε στη θεωρία. Κι αυτό ήταν ένα προτέρημα – πες το πολιτική θέση – κάποιες φορές οδυνηρό. Οι ιδέες μου μπορεί κάποιες φορές να ήταν θολές αλλά ήταν πραγματικές. Δεν μπήκα στο τριπ να κάνω καριέρα ή να βγάλω πολλά λεφτά. Άκουγα τη λέξη «καριέρα» κι έλεγα «τι είναι αυτό;». Ήθελα, πάντα, να κάνω αυτό που γουστάρω.
Τι εννοείτε όταν λέτε «ιδέες»;
Έναν τρόπο ζωής, σύμφωνο με αυτά που πίστευα. Αν, δηλαδή, το αντικείμενο της ζωής μου ήταν η τέχνη άρα και η ομορφιά, δεν μπορούσα να την κάνω άσχημα. Έπρεπε και η ζωή μου να είναι όμορφη.
Είναι τραγικό να παίζεις κάθε βράδυ σε μια παράσταση που δεν γουστάρεις. Το δοκίμασα μια-δυο φορές και το πλήρωσα με πολύ αλκοόλ για να μη σκέφτομαι
Πως αντιλαμβάνεστε την έννοια της επανάστασης;
Επ’ αυτού είχα, για χρόνια, μια διαφωνία, με το Νικολαϊδη. Στο ερώτημα «αν η επανάσταση γαμιέται» εγώ απαντούσα ότι «την επανάσταση την κάνεις για την καύλα σου». Αποτελεσματική δεν θα είναι έτσι κι αλλιώς.
Η «Γλυκιά συμμορία» ήταν ένα σημείο αναφοράς για την ελληνική τέχνη να διαπραγματευτεί αλλιώς παρόμοιες έννοιες;
Η «Γλυκιά συμμορία», σε μια φάση αυστηρής πολιτικοποίησης, αμέσως μετά τη Χούντα, έβαλε και μια άλλου είδους θεματολογία στο τραπέζι, φώτισε κι άλλους ήρωες. Ξαφνικά δεν είχαμε μόνο Αριστερούς που ζούσαν μέσα από το παρελθόν τους.
Η δική μας εποχή τί ήρωες θα δημιουργήσει;
Κάθε εποχή έχει τους ήρωες της. Και δεν ανήκω σε αυτούς που λένε ότι «η δική μας εποχή ήταν καλύτερη». Συνεπώς, κι αυτή η εποχή έχει πρόσωπα να αναδείξει, νέους που αντιστέκονται. Μην ξεχνάμε πως ό,τι καλό συνέβη σ’ αυτόν τον πλανήτη ήρθε από τις μειοψηφίες. Εμείς, πάλι, ζητάμε μια συλλογική συμπεριφορά για να ανατραπεί κάτι.
Διακρίνετε δηλαδή πυρήνες που μπορούν να κινήσουν κάτι προς τα μπροστά;
Δεν τους βλέπω όχι, αλλά θα ήθελα να πιστεύω ότι υπάρχουν. Το γεγονός, ότι εγώ είμαι κάπως αποστασιοποιημένος δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Το γεγονός ότι δεν ξέρω κινέζικα δεν σημαίνει πως δεν έχουν γραφτεί υπέροχα κινέζικα βιβλία. Δεν θα αρνηθώ, πάντως, ότι ζούμε μια εποχή οριζοντίωσης. Στην αρχή της κρίσης πίστευα ότι θα αναθεωρήσουμε τις θέσεις μας γιατί περάσαμε μια αισθητική λαίλαπα. Δεν το πιστεύω πια. Καλλιτεχνικά, τουλάχιστον, μόνο στο θέατρο έχει εκφραστεί αυτό, μόνο εδώ βλέπω διαφορετικές προτάσεις να βρίσκουν το δρόμο και το κοινό τους.
Στο σινεμά δεν βλέπετε κάτι αντίστοιχο; Γιατί έχουμε νέους κινηματογραφιστές που διαπρέπουν στο εξωτερικό.
Οχι, δεν παρατηρώ κάτι ιδιαίτερο. Οι πιο πρόσφατες ταινίες που κάνουν επιτυχία με προβληματίζουν. Γιατί αν έχεις δει πάρα πολύ σινεμά δεν μπορείς να γουστάρεις ταινίες σαν αυτές.
Παρότι αγαπάω πάρα πολύ τη δουλειά, ήμουν και αρκετά τεμπέλης. Δεν έτρεχα από το πρωί μέχρι το βράδυ
Γι’ αυτό και στραφήκατε το τελευταίο διάστημα στο θέατρο;
Για να είμαι ειλικρινής έτσι έτυχε.
Οι στόχοι που όπως είπατε, έλειπαν.
Πρέπει να πούμε ότι, παρότι αγαπάω πάρα πολύ τη δουλειά, ήμουν και αρκετά τεμπέλης. Δεν έτρεχα διαρκώς να βρω το επόμενο μου βήμα, δεν έτρεχα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν μπορώ να δουλεύω τόσο πολύ, ακόμα κι αν δεν έχω λεφτά. Θα το έκανα μόνο αν πεινούσαν τα παιδιά μου. Κι επειδή κανείς δεν δεινοπάθησε από μένα δεν έκανα υπερπροσπάθεια. Ακόμα κι όταν δεν κέρδιζα πολλά είχα τον καφέ και τα τσιγάρα μου, κουτσά στραβά την “έβγαζα”.
Δεν σας συγκίνησαν τα λεφτά;
Κάποιες φορές έβγαλα χρήματα αλλά γενικά δεν το επιδίωξα. Τα χρήματα δεν έπαιζαν μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Κι ήταν στιγμές που αν με γύριζες ανάποδα θα έπεφταν μόνο τα κλειδιά μου. Αυτό, ασφαλώς, ήταν επικίνδυνο γιατί κινδύνευα να χάσω την αξιοπρέπεια μου για λίγα λεφτά. Πέρασα περιόδους με κάποιο ταμείο· δεν έχω παράπονο. Δεν έζησα κι άσχημα.
Σαν ηθοποιός πήρατε την αναγνώριση που θέλατε;
Όχι. Πιστεύω πως, για ένα μεγάλο διάστημα, ο χώρος μου φέρθηκε άδικα. Ξεκίνησα από το πουθενά, χωρίς καμία άκρη για να κάνω τη δουλειά μου. Δεν “έπαιξα” ποτέ με δημόσιες σχέσεις που σημαίνει πως όποια δουλειά κι αν έκανα ήταν γιατί κάποιοι με είχαν δει είδαν σε μια προηγούμενη. Κι έτσι, όταν πριν από λίγο καιρό μου απένειμαν το βραβείο ερμηνείας από το «Αθηνόραμα» και αρκετός κόσμος της δουλειάς με πλησίαζε λέγοντας μου «πόσο εξαιρετικός» είμαι ή «πόσο μεγάλος ηθοποιός», μου ερχόταν να τους ρωτήσω «γιατί όλα αυτά τα χρόνια, έστω ένας από εσάς δεν με φώναξε για δουλειά;». Ωστόσο, δεν είπα τίποτα ή γιατί εγώ δεν είμαι τόσο καλός ή γιατί όλοι αυτοί μου λένε ψέματα.
Έχετε πίστη στον εαυτό σας ότι είστε εξαιρετικός ηθοποιός;
Όχι, με τίποτα. Βεβαίως, προσπαθούσα να κάνω το καλύτερο που μπορούσα αλλά δεν το πετύχαινα πάντα – κι ας μην εξαρτιόταν από μένα.
Πιστεύω πως, για ένα μεγάλο διάστημα, ο χώρος μου φέρθηκε άδικα
Πειράζει που πολλοί σας έμαθαν από μια διαφήμιση κι όχι μετά από 40 χρόνια δουλειάς;
Όχι, δεν πειράζει – παρότι δεν τα πήγαινα καλά με τη δημοσιότητα, είχα μια αγοραφοβία. Μετά τη διαφήμιση πάντως υπέστην διάφορες βαρβαρότητες. Θυμάμαι ταξίδευα για Σίφνο, είχα βγει για να καπνίσω στο κατάστρωμα και μια γυναίκα – όμορφη ήταν – που με αναγνώρισε, με πλησίασε και μου είπε: «Μήπως μπορείτε να παίξετε τον Πίου – Πίου στα παιδιά μου για να περάσει η ώρα τους;». Έμεινα κάγκελο.
Τουλάχιστον ήταν όμορφη… Οι γυναίκες τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή σας;
Το σημαντικότερο μάλλον. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς γυναίκες. Τις έχω αγαπήσει πολύ και πιστεύω πως έχω αγαπηθεί εξίσου. Έχω και δυο κόρες – με τιμώρησε η ζωή! Θυμάμαι στο Νυχτερινό όπου οι συμμαθήτριες μου ήταν κάπως μεγαλύτερες ήμουν φοβερά ενθουσιασμένος με την καλή μου τύχη. Πάντα ένιωθα κι ακόμα το νιώθω πως όταν υπάρχει μια γυναίκα στην παρέα αλλάζει το κλίμα, γίνονται πιο όμορφα τα πράγματα. Και χωρίς να ακουστεί υπερφίαλο νομίζω πως είμαι ένας άνθρωπος που αξίζει τον κόπο να αρέσει σε μια γυναίκα.
Ο ηθοποιός πρέπει να είναι και λίγο ερωτικό αντικείμενο για το κοινό του;
Δεν το έχω σκεφτεί αλλά, για να μην είμαι ψεύτης, όταν συμβαίνει το διαισθάνομαι. Υπάρχουν ηθοποιοί που, ανεξαρτήτως του ταλέντου τους, εκμηδενίζουν την απόσταση της πλατείας με τη σκηνή, οι θεατές τους νιώθουν σαν δικό τους άνθρωπο. Αν το καταφέρνω αυτό, μου είναι αρκετό.
Αν η ζωή σας ήταν ένα πλάνο από ταινία ποιο θα ήταν αυτό;
Ενα πλάνο από το «Sunset Boulevard» του Μπίλι Γουάϊλντερ. Και πιθανόν κάποια άλλα από τις ταινίες που βασίστηκαν στα μυθιστορήματα του Ρέιμον Τσάντλερ.
Κι αν ήταν τραγούδι;
Πάντα κάτι από τζαζ· ειδικά από ένα σαξοφωνίστα, τον Μπεν Γουέμπστερ ή από ένα πιανίστα, τον Μπιλ Εβανς.