Τρία πρόσωπα. Τρείς ηθοποιοί. Ένα αιμομικτικό τρίο σε γεύμα. Μία κωμικοτραγική ιεροτελεστία. Σαν χορωδία από παράφρονες, τρία αδέλφια αποπειρώνται ενάντια στην αφασία, στην παράλυσή τους, στο μηδενισμό, με όπλο τον μηδενισμό.
Ο Τόμας Μπέρνχαρτ (1931-1989) ήταν Αυστριακός συγγραφέας και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφείς της μεταπολεμικής εποχής. Δανείζεται στοιχεία από την οικογενειακή ιστορία του συμπατριώτη του φιλόσοφου της Λογικής, Λούντβιχ Βίτγκενστάιν (1889-1951), του ανηψιού του Πολ Βίτγκενστάιν αλλά και από τις προσωπικότητες αγαπημένων του ηθοποιών της σύγχρονής του γερμανικής σκηνής, την Ίλζε Ρίττερ, την Κρίστεν Ντένε και τον Γκέρτ Φός, σχηματίζοντας τον τίτλο με τα επίθετά τους. Το έργο γράφτηκε το 1984.
«Όλοι οι χαρακτήρες του Τόμας Μπέρνχαρντ παίζουν με τη ζωή το ίδιο παιχνίδι: Επιστρατεύουν την τέχνη για να πολεμήσουν την αρρώστια, πασχίζουν με τα χάχανά τους να τρομάξουν το θάνατο, η λεκτική τελειότητα είναι το δικό τους όπλο κατά της σωματικής αποσύνθεσης. Μία πολυκέφαλη, μυριόστομη χορωδία ταραχοποιών, παράφρονων, αναμορφωτών του κόσμου υψώνει τη φωνή της ως αντίδραση κατά της οριστικής αφασίας».
(μετάφραση Θ. Λουπασάκη, από το βιβλίο Ο άγνωστος Τ. Μπέρνχαρντ, εκδ. ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ 2005).
Με τον εμπρηστικό τρόπο αφήγησης του και με υπερβολή που αγγίζει το γκροτέσκ, ο Τ.Μπέρνχαρντ χρησιμοποιεί ένα από τα σκληρότερα εφέ: το διφορούμενο της αθωότητας. Τα δικά του γερασμένα ‘παιδιά’, με τέλεια υποκρισία, κρύβουν το Καθαρό Κακό που έχουν μέσα τους, ενώ, ταυτόχρονα, αντιπαραθέτουν την πραγματική, αδιάφθορη παιδική τους αθωότητα στο Αυθεντικό Κακό των “Μεγάλων”, των προπατόρων τους. Με έναν αμφίσημο τρόπο καταγελάει την ανθρώπινη ανικανότητα να κατευθυνθεί προς την πραγματική ελευθερία της βούλησης, την ελευθερία που ανοίγει δρόμους για τη συμβιωτική συνύπαρξη. Στο βάθος, πρόκειται για μια αλληγορία που θίγει την υποκρισία των Αυστριακών, σχετικά με την συμβολή τους στα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ κατά της ανθρωπότητας, ξεσκεπάζοντας αυτήν ακριβώς την αυταπάτη της αθωότητας, καθώς και τη βλακεία που διακρίνει το ανθρώπινο είδος εν γένει, το οποίο παραβλέποντας τα αίτια του φαινομένου της βίας, εξακολουθεί να διατηρεί την ψευδαίσθηση μιας υπαρξιακής ανωτερότητας.
Τους πίνακες στην παράσταση φιλοτέχνησε η εικαστικός Νατάσα Πουλαντζά.