Οι Άθλιοι
Εμπνευσμένη από την εξέγερση στο Παρίσι το 2005, η ταινία του Λατζ Λι είναι μια σοκαριστική ματιά πάνω στις έντονες σχέσεις μεταξύ των κατοίκων στη Μονφερμέιγ και της αστυνομίας, που κέρδισε το βραβείο της Κριτικής επιτροπής στο φεστιβάλ Κανών.
Υπόθεση
Η ταινία ξεκινάει με τις πανηγυρικές εκδηλώσεις σε όλο το Παρίσι που ακολούθησαν την νίκη της εθνικής Γαλλίας επί της Κροατίας στον τελικό του Μουντιάλ της Ρωσίας το 2018.
Όλοι οι Γάλλοι είναι ενωμένοι – κάτι που συνέβη και την πρώτη φορά που η εθνική ομάδας τους στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια το 1998- αλλά την επόμενη μέρη η ζωή ξαναβρίσκει τους συνηθισμένους ρυθμούς της.
Η άφιξη του νέου αστυνομικού στην κακόφημη γειτονιά της Μονφερμέιγ όπου κατοικούν κυρίως μειονότητες (αφρικανοί μετανάστες κυρίως) θα συμπέσει με ένα παράξενο συμβάν: από το τοπικό τσίρκο κάποιος κλέβει ένα μικρό λιονταράκι και ο εξαγριωμένος τσιγγάνος ιδιοκτήτης του κατηγορεί του «νέγρους» κατοίκους της περιοχής για την κλοπή.
Οι σύγχρονοι Άθλιοι των Παρισίων
Στη Μονφερμέιγ, στα προάστια του Παρισιού, εκεί που ο Βίκτωρ Ουγκώ έστησε το σκηνικό για τους «Άθλιους», δρα μια ομάδα της αστυνομίας κατά του εγκλήματος.
Σε μια κατά τ’ άλλα συνηθισμένη περίπολο μιας τριμελούς ομάδας αστυνομικών, ένα drone καταγράφει ένα σκηνικό που θα μπορούσε να εκθέσει την ομάδα και τις καταχρηστικές μεθόδους που ακολουθεί.
Ένα απρόσμενο γεγονός θα πυροδοτήσει μια σειρά από εκρηκτικές αντιδράσεις. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λατζ Λι είναι μια δυνατή ταινία καταγγελίας που βάζει φωτιά στα εργατικά προάστια του Παρισιού με ένα στόρι βγαλμένο από την καθημερινότητα. Ο σκηνοθέτης μιλά με πολιτικούς όρους για τη ζωή και τις εμπειρίες του βασιζόμενος σε πραγματικά γεγονότα (ναι, το περιστατικό με το κλεμμένο λιοντάρι είναι αληθινό).
Η εκρηκτική ατμόσφαιρα στο παρισινό γκέτο μεταφέρεται αυτούσια και με δυνατό ρεαλισμό από την οργισμένη κάμερα του, θυμίζοντας έντονα δύο ταινίες εξέγερσης που έγραψαν ιστορία στο σινεμά: το «Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς και το «Κάνε το σωστό» του Σπάικ Λι.
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να είναι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται καταγράφοντας μια καθημερινότητα που υπογραμμίζει πως λειτουργεί το σύστημα στην συγκεκριμένη περιοχή, την οποία γνωρίζει καλά αφού εκεί μεγάλωσε.
Βαποράκια, κομπιναδόροι, αδελφοί μουσουλμάνοι, μικροπωλητές υπαίθριων αγορών, oriental φαγάδικα, εργατικές πολυκατοικίες όπου τα ασανσέρ δεν λειτουργούν, μαφιόζοι που τρομοκρατούν τους κατοίκους, ένας «Δήμαρχος» που κινεί τα νήματα στη γειτονιά, πιτσιρίκια που απολαμβάνουν τα αθώα -στο όριο της νομιμότητας πάντα- παιχνίδια τους. Σε αυτό το καυτό πάζλ η αστυνομική παρουσία δεν είναι διακριτική αλλά ακραία και προκλητική.
Το ποιος είναι αθώος ή ένοχος δεν ενδιαφέρει και τόσο τον σκηνοθέτη. Εκείνο που τον κινητοποιεί είναι η ευθύνη απέναντι στη νέα γενιά. Όταν μεγαλώνει κάποιος γνωρίζοντας μόνο τη βία ή την αδικία, το μέλλον του είναι προδιαγεγραμμένο. Και το χειρότερο; Αυτό το αίσθημα θα μεταφερθεί και στις επόμενες γενιές. ‘Ή όπως λέει κι ο Βίκτος Ουγκό και με αυτή τη ρήση κλείνει η ταινία: «Φίλοι μου θυμηθείτε αυτό. Δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι ή κακά φυτά. Υπάρχουν μόνο κακοί καλλιεργητές».