Είναι πρωί της 19ης Σεπτεμβρίου του 2019. Στην σκηνή του θεάτρου Ιλίσια η ζωή του αρχιμάστορα Χάλβαρντ Σόλνες παίρνει απρόσμενη τροπή μέσα σε, μόλις, μιάμιση μέρα. Η μέρα αυτή είναι – τι σύμπτωση – η 19η Σεπτεμβρίου, κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα, στην παγωμένη Νορβηγία. Ξαφνικά, η παρακολούθηση της πρόβας με επικεφαλής τον Γρηγόρη Βαλτινό και τη σκηνοθέτη Αθανασία Καραγιαννοπούλου παίρνει… μεταφυσικές διαστάσεις.
Πολύ νωρίς το πρωί και η ομάδα συντελεστών του «Αρχιμάστορα Σόλνες», σε πλήρη απαρτία, παίρνει θέσεις για ένα άτυπο ‘πέρασμα’. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, η Κατερίνα Λέχου, ο Αντίνοος Αλμπάνης, η Ιώβη Φραγκάτου, ο Μιχάλης Αεράκης, ο Κώστας Καστανάς και η Κατερίνα Κρέπη, δανείζονται ενδυματολογικά στοιχεία των ρόλων τους και ανεβαίνουν στη σκηνή, υπακούοντας στο κάλεσμα της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου.
Ο Γρηγόρης Βαλτινός θεωρεί (επίσης) ‘καρμική’ την ενασχόληση του με το ιψενικό αριστούργημα αφού η σκέψη του τον απασχολούσε εδώ και πολλά χρόνια. Επρεπε, ωστόσο, να φτάσει στη σημερινή συγκυρία για να ταυτιστεί ευνοϊκά με την επιθυμία του. Είναι, πλέον, έτοιμος ν’ απογειωθεί – ή να καταποντιστεί – όπως και ο ήρωας του.
«Τα νιάτα χτυπούν την πόρτα μου. Κι εγώ φοβάμαι τα νιάτα, τη νέα γενιά». Οι μύχιες σκέψεις του Γρηγόρη Βαλτινού ως Σόλνες καθώς συνομιλεί με τον Κώστα Καστανά συμπυκνώνει, λες, τον πυρήνα του έργου του Ιψεν. Όσο κι αν ο Κώστας Καστανάς (από το ρόλο του γιατρού Χέρνταλ) προσπαθεί να τον συνετίσει πως «ο ευφυής άνθρωπος συμμαχεί με το μέλλον», ο Σόλνες επιμένει «πως δεν αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος. Αυτός είμαι εγώ κι έτσι λειτουργώ».
Στην άδεια, υποφωτισμένη πλατεία, η σκηνοθέτις Αθανασία Καραγιανοπούλου, συγκεντρώνει με τη συνεργασία της βοηθού της, Εφης Λιάλιου) τους ηθοποιούς της επόμενης σκηνής, ενώ ο Λευτέρης Παυλόπουλος ρυθμίζει τις ακριβείς αποχρώσεις των φωτισμών του. Μια βαριά κούνια εποχής, ορίζει το σκηνικό της επόμενης εικόνας – μιας εξομολόγησης του Σόλνες στην γυναίκα του Αλίνε – μετατρέποντας το αρχιτεκτονικό στούντιο σε υπαίθριο χώρο.
Δέκα ημέρες απομένουν μέχρι τη στιγμή, που ο αρχιμάστορας θα παρουσιαστεί ολοκληρωμένος στη σκηνή του «Ιλίσια», σ’ ένα από τα σπάνια ανεβάσματα του από κεντρική αθηναϊκή σκηνή.
Μ’ ένα από τα τελευταία έργα του Χένρικ Ιψεν και μια βαθιά κατάθεση ψυχής, γεγονότων και προσωπικών αγωνιών του συγγραφέα, αποφάσισε να έρθει αντιμέτωπος, αυτόν τον χειμώνα, ο Γρηγόρης Βαλτινός. Και, παρότι φλέρταρε με την ιδέα του ανεβάσματος εδώ και πολλά χρόνια, εκτίμησε πως τώρα ωρίμασε η συνθήκη, για να πετύχει να βρει τον εαυτό του στο ιψενικό αριστούργημα – ένα κείμενο ωριμότητας και για τον δημιουργό του.
Γραμμένο στα 1892, ο «Αρχιμάστορας Σόλνες» καταγράφει την υπαρξιακή καμπή στη ζωή ενός εμπειρικού αλλά καταξιωμένου αρχιτέκτονα, που βλέπει το χρόνο να περνάει απειλητικά και τρέμει για τον επαγγελματικό και προσωπικό αφανισμό του από την νέα γενιά· από την επόμενη κατάσταση. Αυτός ο φόβος κλονίζει τη σχέση του με τους ανθρώπους γύρω του, μέχρι που ένα 23χρονο κορίσι, η Χίλντε, μπαίνει αναπάντεχα στη ζωή του και διεκδικεί επιτακτικά, όσα εκείνος αρνείται να παραχωρήσει. «Το πρόσωπο του Σόλνες είναι η προσωποποίηση της μη αποδοχής του τέλους, του θανάτου. Και δεν μιλάμε, απαραίτητα για το βιολογικό θάνατο, αλλά για τον, εν ζωή θανάτο, που είναι και πιο σκληρός και μας αναγκάζει να συμβιβαστούμε με αυτόν», παρατηρεί ο κ. Βαλτινός, ο οποίος θα ερμηνεύσει τον επώνυμο ρόλο.
Παίρνοντας το υλικό του «Σόλνες» στα χέρια της, η Αθανασία Καραγιαννοπούλου – που συνάμα υπογράφει τη μετάφραση όσο και τη διασκευή του – διακρίνει ένα κείμενο που εντρυφεί στην αλαζονεία. «Ο Σόλνες είναι ένα έργο για την έπαρση και το τίμημα που αναγκάζεται κανείς να πληρώσει όταν αρνείται την φυσική τάξη των πραγμάτων, την ροή της ζωής από τους παλαιότερους στους νεότερους. Το μέλλον χτίζει πάνω στο παρελθόν και ο Σόλνες αυτό το αγνοεί. ‘Ομως, η στασιμότητα ισούται με τον θάνατο» σημειώνει.
Ο Γρηγόρης Βαλτινός ανέτρεξε στο κλασικό αυτό κείμενο «αφού ό,τι κλασικό και διαχρονικό σημαίνει απολύτως μοντέρνο». Η συμπρωταγωνίστρια του Κατερίνα Λέχου συνηγορεί. «Είναι ένα κείμενο πολυπαραγοντικό και τα θέματα του τρομακτικά σημερινά. Ο Σόλνες διαπράττει ύβρη. Αλλά το ίδιο κάνουμε και όλοι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι: Διαπράττουμε ύβρη προς τη φύση, το σύμπαν, προς τη νομοτέλεια, προς τους διπλανούς. Ο Σόλνες μας αναγκάζει να δούμε την θέση μας απέναντι στα πράγματα σε όλο τους το μεγαλείο».
Ωστόσο, όπως υπενθυμίζουν οι συντελεστές καθώς εμβαθύνουν στο κείμενο, ο ‘Ιψεν μιλάει παράλληλα και για τον έρωτα – συγκεκριμένα τον τελευταίο έρωτα στη ζωή ενός ανθρώπου. «Ο έρωτας είναι το σπουδαιότερο στοιχείο αναγέννησης για τον καθέναν από εμάς. Είναι συνώνυμο της ψυχικής μας Ανοιξης, της ευτυχίας. Δυστυχώς, βεβαίως, είναι ταυτισμένος με τα νιάτα. Κι αυτό δεν θέλει να το χάσει ο Σόλνες», συνεχίζει ο Γρηγόρης Βαλτινός.
Ο «Σόλνες», ως κατ’ εξοχήν υπαρξιακό κείμενο και έργο ωριμότητας, σηματοδοτεί το συγγραφικό πέρασμα του Ιψεν από τον ρεαλισμό στον συμβολισμό. Ο μεγάλος Νορβηγός, βρίσκεται σε μια βαθιά διαδικασία εξομολόγησης για την επαγγελματική του εξέλιξη όσο και για τα τεκταινόμενα στην προσωπική του ζωή. Πολλοί μελετητές έχουν παραλληλίσει τα στάδια της καριέρας του Σόλνες ως αρχιτέκτονα με την εξέλιξη των έργων του Ίψεν ως συγγραφέα. Την ίδια ώρα, το ειδύλλιο του Σόλνες με την Χίλντε αναφέρεται στην σύντομη περιπέτεια που έζησε με μια 18χρονη Βιεννέζα φοιτήτρια, με την οποία διατηρούσε ερωτική αλληλογραφία για ένα χρόνο, όταν εκείνος ήταν 61 ετών.
Η σχέση έλξης – απώθησης του Χάλβαρντ Σόλνες με την επόμενη γενιά βάζει a priori σε συνθήκη συνύπαρξης έναν θίασο με μικτό ηλικιακό σχηματισμό. Ο Γρηγόρης Βαλτινός, ο Μιχάλης Αεράκης (στην πρώτη του παράσταση μετά τα καθήκοντα του ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης για 20 ολόκληρα χρόνια) και ο Κώστας Καστανάς εκπροσωπούν την γενιά των έμπειρων και των, εγνωσμένης αξίας, πρωταγωνιστών ενώ ο Αντίνοος Αλμπάνης, η Ιώβη Φραγκάτου και η Κατερίνα Κρέπη, πάλι, είναι τα πρόσωπα του παρόντος και του μέλλοντος. Η Κατερίνα Λέχου, εδώ υποδυόμενη την Αλίνε, την σύζυγο του αρχιμάστορα, γεφυρώνει – τρόπον τινά – τις δύο γενιές της ομάδας.
Αυτή η ζύμωση που, μόνο δημιουργικά μπορεί να λειτουργήσει, οδηγεί την ομάδα πιο μέσα στα ίδια τα θέματα του έργου. Ο Αντίνοος Αλμπάνης, που υποδύεται τον φέρελπι αρχιτέκτονα Ράγκναρ Μπρόβικ – έναν ανταγωνιστή στα μάτια του Σόλνες – ομολογεί πως το έργο τον έχει βάλει σε μια αναρώτηση βαθιά υπαρξιακή: «Αναρωτιέμαι πότε, πραγματικά, γερνάμε. Οταν πλησιάζουμε στο τέλος της βιολογικής μας ζωή ή όταν χάσουμε την λάμψη και την όρεξη να τη ζήσουμε και αν κοιταχτούμε στον καθρέφτη; Καταλήγω, πως οι άνθρωποι τοποθετούν ευατούς στην περιοχή του γήρατος όταν οι άλλοι παύουν να τους αντιμετωπίζουν ως παραγωγικά όντα, που σημαίνει ότι δεν έχουν πλέον και ισότιμη σχέση σ’ ένα κοινωνικό σύνολο. Κι αυτή είναι μια στρεβλή άποψη, αφού υπάρχουν άπειρες δυναμικές που μπορούν να ορίσουν τη θέση ενός ατόμου στην κοινωνία». Ο ρόλος του Ράγκναρ τον κάνει να συνειδητοποιήσει πως ο νέος μπορεί να υπάρξει «μόνο αν πάρει την γνώση και την εμπειρία από το μεγαλύτερο και την μετουσιώσει σε δημιουργία. Αυτό εξασφαλίζει την ανθρώπινη συνέχεια και, μ’ έναν τρόπο, μας καθιστά αγέραστους».
Ο Μιχάλης Αεράκης δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει. Από το ρόλο του Κνουτ Μπρόβικ, βιώνει την υγιή σχέση του παλιού με το νέο. «Στην εποχή μας, πάψαμε να είμαστε γενναιόδωροι. Ίσως γιατί μας δόθηκαν όλα, χωρίς πολύ κόπο, και ξεχάσαμε πως τα αγαθά είναι δανεικά της ζωής που πρέπει να επιστρέψουμε στους επόμενους. Τα πρόσωπα του Σόλνες, λοιπόν, έρχονται να μας υπενθυμίσουν πως, όσο ο άνθρωπος δεν σκαύει μέσα του σκεπτόμενος γιατί ζει και υπάρχει, τόσο απομακρύνεται από την αξία της γενναιοδωρίας και της συνύπαρξης».
Ετσι, παρότι, κατανοεί τις υπαρξιακές προκλήσεις του Σόλνες, ο Γρηγόρης Βαλτινός παίρνει από τον ήρωα του τις αποστάσεις του. «Ενσαρκώνει τον υπέμετρο ναρκισσιμό κι αυτό τον εμποδίζει να κατανοήσει το όλον της ύπαρξης. Πως θα παραμείνει αιώνιος αν επιτρέψει τη συνέχεια του. Όμως, ο Σόλνες επιλέγει τον πιο επώδυνο δρόμο. Δεν θέλει να είναι παρών στην ήττα του».
Όλες τις, παραπάνω, θεμελιώδεις αναρωτήσεις ενεργοποιεί η εμφάνιση της Χίλντε Βάνγκελ, αυτής της αιθέριας παρουσίας, στα όρια της ψευδαίσθησης, που ερεθίζει καταλυτικά τον Σόλνες. «Η Χίλντε είναι, σχεδόν, ένας μη ρόλος. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να την υποδυθώ. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κατασκευή της φαντασίας του Σόλνες. Η ομορφιά, τα νιάτα και η φρεσκάδα της ενεργοποιούν, τους φόβους, τις τύψεις, τη συνείδηση του Σόλνες απέναντι στη ζωή και στους άλλους».
Εμβαθύνοντας στα πρόσωπα, στα ερωτήματα που διατυπώνουν, στα θέματα που θίγουν, η Κατερίνα Λέχου συναντά την ηρωίδα της, την Αλίνε (σύζυγο του Σόλνες) «γυμνή». «Τα μεγάλα κείμενα συμβάλλουν στην εξέλιξη του ηθοποιού. Κι εγώ, όσα ρούχα κι αν φοράω, όπως κι αν λέγεται η ηρωίδα μου, προσπαθώ ν’ αφήνω το παρελθόν και το παρόν μου εκτεθειμένο. Να μην κρύβομαι, ν’ απελευθερώνομαι σκηνικά. Κι αυτό το έργο, που δεν είναι παρά ένας ύμνος στην ελευθερία του Σόλνες, ευνοεί κάθε τέτοια προσπάθεια».
Η σχέση που ανέπτυξε με το ιψενικό υλικό μεταφράζοντας και διασκευάζοντας το, έφεραν πολύ κοντά την Αθανασία Καραγιαννοπούλου στο πληθωρικό θεωρητικό κομμάτι που συνοδεύει εδώ και 130 χρόνια τον «Αρχιμάστορα Σόλνες». Στο τέλος, όμως, η σκηνοθέτις της παράστασης αποφάσισε να αφεθεί στο ανθρώπινο υλικό και «τα πρόσωπα ν’ αποτελέσουν την έμπνευση μου. Πόσω μάλλον που, στη δική μας περίπτωση, έχω βρει τους ιδανικούς ηθοποιούς».
Για την ίδια, όσο πολυεπίπεδη κι αν είναι μια δραματουργία, έχει μεγάλη αξία «ο θεατής να νιώσει». «Αυτό σημαίνει να μπει μέσα στην ιστορία, να τον παρασύρει η αφήγηση. Να παραλουθήσει τον Σόλνες που μέσα σε 1.5 μέρα, σαν μεθυσμένος, ανατρέπει ολόκληρη τη ζωή του επειδή ερωτεύεται ένα κορίτσι».
Η… ηλικία του έργου τροφοδοτεί σημαντικά την όψη της παράστασης. Το λιτό, ψυχρό αλλά στιβαρό σκηνικό του Γιάννη Μουρίκη, που περιγράφει το στούντιο του αρχιμάστορα, ανεβάζει θερμοκρασία χάρη στα σκηνικά αντικείμενα εποχής με το οποίο το έχει επενδύσει. Αυτή η αίσθηση θα ενισχυθεί από τα κοστούμια εποχής του Γιώργου Σεγρεδάκη που καθοδηγούν, μ’ έναν τρόπο, τους ηθοποιούς να ενδυθούν τα ήθη και την κινησιολογία του 19ου αιώνα.
Την ίδια ώρα, ο, διαρκώς, εναλλασσόμενος φωτιστικός σχεδιασμός του Λευτέρη Παυλόπουλου θα επιδιώξει να δημιουργήσει ατμόσφαιρες και να υπογραμμίσει το συναίσθημα. «Συνολικά, θα έλεγα ότι η παράσταση φέρει μια κλασικότροπη αισθητική με την έννοια της κλασικής ομορφιάς», τονίζει η σκηνοθέτις Αθανασία Καραγιαννοπούλου. «Γιατί, τόσο ο ιψενικός λόγος όσο και οι ήρωες του έχουν σύγχρονη ψυχή. Αγγίζουν την κάθε εποχή αφού Ίψεν είναι πιο μετά κι από το μετά».
Η παράσταση “Ο Αρχιμάστορας Σόλνες” παρουσιάζεται στο Θέατρο Ιλίσια, Παπαδιαμαντοπούλου 4 & Βασιλίσσης Σοφίας
Τηλέφωνο κρατήσεων: 210 7210045