Ο Γιάννης Λιγνάδης κάνει τους μαθητές να λατρέψουν το μάθημα της ιστορίας
Ο άνθρωπος πίσω από το φαινόμενο “Μαθήματα πολέμου” εξηγεί γιατί το θέατρο είναι το καλύτερο εργαλείο στην υπηρεσία της γνώσης.
Αν πριν από τρία χρόνια, κάποιος προέβλεπε ότι εκατοντάδες μαθητές θα συνέρρεαν για εβδομάδες στο θέατρο προκειμένου να παρακολουθήσουν ένα δραματοποιημένο μάθημα στην αρχαία ελληνική πολεμική ιστορία, πιθανότατα να τον θεωρούσαν αθεράπευτα ρομαντικό. Ή ακόμα και ουτοπιστή. Ο εκπαιδευτικός και μεταφραστής Γιάννης Λιγνάδης ήταν ο άνθρωπος πίσω από αυτή τη σκέψη. Γιατί εξακολουθεί να θεωρεί – μετά από δύο επιτυχημένους κύκλους των «Μαθημάτων πολέμου» (και εν όψει τρίτου) – πως το θέατρο είναι από τα καλύτερα (αν όχι το καλύτερο) εργαλεία στην υπηρεσία της γνώσης. «Η επικοινωνία που προσφέρει είναι ζωντανή, άμεση και, ως εκ τούτου, μπορεί να καταστεί, υπό συνθήκες, ουσιώδης και συναρπαστική. Στην περίπτωση των Μαθημάτων Πολέμου, το θεατρικό μέσο προσφέρει μια βιωματική παίδευση, συνδυάζοντας την διανοητική με την συναισθηματική διέγερση· την διδαχή με την ψυχαγωγία», εξηγεί.
Σε σκηνοθεσία του αδελφού του και νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη, σε μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και με την συμμετοχή μιας ομάδας νέων ηθοποιών – που χρονικά λίγο απέχουν από τα χρόνια της μαθητικής γνώσης – τα «Μαθήματα πολέμου» υπέδειξαν μια νέα δυνατότητα στο χώρο της διδασκαλίας, τη δύναμη της οποίας αγνοούσαν ακόμα και οι εκπαιδευτικοί.
Τρόπος διδασκαλίαςΠολλοί ήταν οι συνάδελφοι του Λιγνάδη που σχολίασαν πως «“έτσι πρέπει να διδάσκεται το μάθημα της Ιστορίας”. Υποθέτω, λοιπόν, ότι μέσα τους πιστεύουν πως με τον συμβατικό τρόπο διδασκαλίας το “στοίχημα” έχει χαθεί. Εγώ, όμως, πιστεύω ότι αυτό λέγεται κάτω από την παρόρμηση της στιγμής. Δεν συμφωνώ απόλυτα με αυτήν την άποψη ούτε και την θεωρώ εφικτή. Η θεατρική παράσταση -και ειδικότερα η δραματοποίηση- είναι ένας ενισχυτικός, παράπλευρος τρόπος διδασκαλίας και δεν μπορεί (ούτε πρέπει) να εκτοπίσει όλους τους άλλους, παραδοσιακούς ή μη».
Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια καρποφορεί και μάλιστα σ’ ένα γνωστικό αντικείμενο εξαιρετικά παρεξηγημένο και εξαιρετικά τραυματισμένο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Ο Γιάννης Λιγνάδης αποδίδει την επιτυχία του εγχειρήματος αφενός στη δύναμη του ίδιου του θουκυδίδειου λόγου και, ειδικότερα, στην ενδιάθετη “δραματικότητά” του· «μ’ άλλα λόγια, την λανθάνουσα θεατρικότητα και συναισθηματικότητα». Κι αφετέρου στην σκηνοθετική σύλληψη-εκτέλεση, που πέτυχε να αναδείξει τα στοιχεία αυτά με σεβασμό στον λόγο του ιστορικού, «χωρίς παραναγνώσεις και επιδειξιομανίες».
Ο λόγος του ΘουκυδίδηΟ ίδιος, πάντως, δεν επηρεάστηκε από τη μεγάλη συζήτηση για το αν οι σύγχρονοι Έλληνες είναι ή όχι ανιστόρητοι. «Και να είναι πάντως, κάποιος άλλος φταίει για αυτό. Κάποιος κακός (ανεπαρκής ή πονηρός) “μεσίτης”, που κάποτε τους έκανε να πιστέψουν ότι η Ιστορία είναι μια άσχημη γριά κι όχι μια πανέμορφη κοπέλα. Υπάρχει αρκετή πικρία για λάθη σαν κι αυτό. Από την άλλη, υπάρχει και κάποια αισιοδοξία, όταν βλέπει κανείς πλήθη ανθρώπων, κάθε ηλικίας, να προσέρχονται, σαν σε εκκλησία, για ν’ “ακούσουν” τον λόγο του Θουκυδίδη. Κάποιοι από αυτούς φαίνεται να αναζητούν μια δεύτερη ευκαιρία ή να αποζητούν να μάθουν αυτό που κάποτε στέρησαν οι ίδιοι από τον εαυτό τους ή τους το στέρησαν άλλοι».
Προς γνώση και συμμόρφωσηΣτον πρώτο κύκλο των «Μαθημάτων πολέμου», η αφήγηση εστίασε στα δραματικά τεκταινόμενα του Πελοποννησιακού πολέμου ενώ στον δεύτερο (που επαναλαμβάνεται αυτές τις μέρες) παρουσιάζουν επεισόδια από την εκστρατεία της Σικελίας. Και στις δύο περιπτώσεις, μέσα από την δυναμική της θουκυδίδειας συγγραφής, φωτίζονται εκφάνσεις της τραγωδίας που επισύρει η πολεμική συνθήκη – και οι οποίες επαναλήφθηκαν πλείστες φορές στους αιώνες που ακολούθησαν.
Γιατί, αλήθεια, οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους; «Αν κατείχαμε την ιστορική γνώση μπορεί να ήμασταν περισσότερο προϊδεασμένοι, όθεν και πιο έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε ορισμένες επικίνδυνες καταστάσεις. Σίγουρα, η γνώση μας κάνει πιο κριτικούς και σώφρονες απέναντι στα πράγματα. Όμως, δυστυχώς, δεν γίνεται πάντα – ούτε από όλους- πιστευτή· ούτε χρησιμοποιείται απαραίτητα προς υπηρεσίαν του “αγαθού”. Συνεπώς, δεν μπορεί να εξαλείψει ούτε να αποτρέψει την ανθρώπινη “αμαρτία” και τα ολέθρια λάθη. Αυτά πάντα γίνονται και θα γίνονται. Μάλιστα, τρέχουν πιο γρήγορα από την γνώση· κατά κανόνα, προηγείται το πάθημα και έπεται το μάθημα» παρατηρεί ο Γιάννης Λιγνάδης.
Τα «Μαθήματα πολέμου» ανθούν και σε μια εποχή που η ελληνική ιστορία και η διαστρέβλωση της λειτουργεί, συχνά, σαν άλλοθι στη φαρέτρα επικίνδυνων εθνικοφρόνων. Ο δημιουργός τους ωστόσο ξεκαθαρίζει πως «δεν μου αρέσει ούτε με εκφράζει αυτή η μορφή καπηλείας, αλλά ούτε και η αντίθετή της (δηλαδή, του εθνομηδενισμού). Θεωρώ ότι σε αυτούς τους δύο ακραίους πόλους (με σαφή πολιτικά πρόσημα) συγκεντρώνονται μεγάλα φορτία παθογενούς εμπάθειας και τοξικότητας».
Κι αν με κάτι το βαθιά εθνικό θέλει να ταυτιστεί η δουλειά του, είναι με το Εθνικό Θέατρο – αφού τα «Μαθήματα πολέμου» θα ενταχθούν στο άμεσο διάστημα στον προγραμματισμό του Μικρού Εθνικού και συγκεκριμένα της εφηβικής σκηνής που εποπτεύει η Σοφία Βγενοπούλου. «Νομίζω ότι ήταν καιρός να γίνει κάτι τέτοιο» σχολιάζει ο κ. Λιγνάδης. «Το Εθνικό Θέατρο είναι ίσως ο καταλληλότερος φορέας για την προώθηση και προαγωγή της (εκ)παίδευσης μέσα από το θέατρο. Η εκπαιδευτική διάσταση-αποστολή του Εθνικού είναι κάτι που έλειπε μέχρι σήμερα· ή τουλάχιστον δεν γινόταν συστηματικά και στοχευμένα. Το Εθνικό Θέατρο πρέπει να συνεργάζεται στενά με το Υπουργείο Παιδείας, όπως και το τελευταίο πρέπει να αξιοποιεί τις σοβαρές εκπαιδευτικές θεατρικές παραγωγές. Ο πολιτισμός χωρίς παιδεία δεν μπορεί να λειτουργήσει· και αντιστρόφως. Κατά την γνώμη μου, απαιτείται η σύζευξη εκπαιδευτικής και πολιτιστικής “πολιτικής”».
Εκτιμώντας πως έχει χτυπήσει πλούσια φλέβα, της οποίας η αξιοποίηση γίνεται «με επιστημοσύνη, επαγγελματισμό, όραμα και αγάπη», ελπίζει πως τα «Μαθήματα πολέμου» θ’ αποκτήσουν πολλά σίκουελ· ώστε το κοινό «να συνεχίσει να χρησιμοποιεί αυτό το καύσιμο».
Τα “Μαθήματα πολέμου ΙΙ: Σικελικά δράματα” σε κείμενο και δραματουργία Γιάννη Λιγνάδη επαναλαμβάνονται για τέσσερις παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής από 10 έως 13 Οκτωβρίου.
Σκηνοθετεί ο Δημήτρης Λιγνάδης. Πρωταγωνιστεί ο ίδιος και μαζί του οι Grace Nwoke, Βασίλης Αθανασόπουλος, Εβίτα Ζημάλη, Ανδρέας Καρτσάτος, Λάμπρος Κωνσταντέας