Γιάννη Παρασκευόπουλε, γιατί παραμένεις στη Θεσσαλονίκη;
Με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη, ο σκηνοθέτης και ιδρυτής των, πάλαι ποτέ, «Νέων Μορφών», Γιάννης Παρασκευόπουλος εξηγεί γιατί επιστρέφει στην Αθήνα σαν επισκέπτης. Και μόνο.
‘Οταν τον Ιούλιο του 2017, το Φεστιβάλ Αθηνών συμπεριελάμβανε στον προγραμματισμό του, το «Festen» – την μεγάλη επιτυχία του ΚΘΒΕ, η φήμη της οποίας είχε ήδη ταξιδέψει στην Αθήνα – το όνομα του Γιάννη Παρασκευόπουλου κυκλοφορούσε έντονα στην αθηναϊκή πιάτσα. Παρόλα αυτά, πέρασαν δύο χρόνια, ώστε ο, εκ Θεσσαλονίκης, σκηνοθέτης να επιστρέψει στην πόλη με νέο εγχείρημα. Κι αυτό γιατί, όπως λέει, «είναι επιλογή μου η Θεσσαλονίκη. Εκεί ζω. Εκεί έχω την οικογένειά μου. Δεν σκέφτηκα ποτέ να φύγω. Συνεργάζομαι με θέατρα σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, στο εξωτερικό. Πρόσφατα ανέλαβα την ευθύνη του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Φυσικά τα πράγματα αλλάζουν, όμως, για να είμαι ήσυχος, θέλω να ξέρω που είναι η φωλιά μου. Στη Θεσσαλονίκη νιώθω αυτό ακριβώς, την ασφάλεια της φωλιάς» διευκρινίζει.
Με δύναμη από τη ΘεσσαλονίκηΟ Γιάννης Παρασκευόπουλος ανήκει σ’ εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις δημιουργών που δεν επιδιώκουν μια καριέρα στην πρωτεύουσα, αλλά η πρωτεύουσα τους καλεί για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. ‘Ετσι μετά το «Festen», ο Παρασκευόπουλος (επαν)έρχεται με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη με τον τσεχωφικό «Γλάρο», μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και του Θεσσαλικού Θεάτρου. Πάντως, ο ίδιος δεν αξιολογεί κολακευμένος αυτή τη συγκυρία. Απεναντίας, «η πρόταση – πρόσκληση να παιχτεί ο ‘Γλάρος‘ στην Αθήνα μου δημιουργεί περισσότερο από όλα μια ευθύνη» λέει. «Φυσικά και είναι πολύ μεγάλη τιμή, μια δουλειά που φτιάχτηκε στη Θεσσαλονίκη με ανθρώπους από τα Γιάννενα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα να παίζεται φέτος στην Αθήνα. Όμως, έχουμε κυρίως μια ευθύνη απέναντι στη δουλειά μας και στη χαρά που νιώσαμε δουλεύοντας το έργο. Αυτή τη χαρά της δημιουργικής έρευνας θέλω να μοιραστούμε με το κοινό της Αθήνας».
Προς το παρόν, δεν μοιάζει να επεξεργάζεται την ιδέα μιας περαιτέρω συνεργασίας με τα αθηναϊκά πράγματα. Η παλαιότερη εμπειρία του, η συνεργασία με την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, όπου σκηνοθετούσε τον «Μπάαλ» του Μπρέχτ το 2002, τον δίδαξε πως «είναι όμως πολύ δύσκολο να ζεις σε μια πόλη και να εργάζεσαι σε μια άλλη. Όταν κάποιος σου κάνει την πρόταση, δεν μπορεί να αγνοεί αυτή τη συνθήκη. Οι οικονομικές απαιτήσεις μιας τέτοιας συνεργασίας είναι τέτοιες που δυσκολεύουν αυτές τις προτάσεις».
Τόλμησε, παρόλα αυτά, συνεργασίες με θέατρα των Βαλκανίων (το Εθνικό Θέατρο Κραιόβας στη Ρουμανία και το Θέατρο ARCUB στο Βουκουρέστι). Ισως γιατί τις αντιμετώπισε σαν υλικό και διαδικασία σπουδής. «Πέρα από το ότι συνάντησα πολύ καλούς ηθοποιούς, υπάρχουν δύο πράγματα που κρατάω από την έμπειρα μου εκεί: Το πρώτο, προκύπτει από την δυσκολία της επικοινωνίας, λόγω της διαφορετικής γλώσσας. Η κοινή μας γλώσσα είναι τα αγγλικά. Αναγκάζεσαι όταν είσαι σε μια τέτοια συνθήκη να είσαι απόλυταακριβής και συγκεκριμένος σε αυτό που ζητάς, ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες. Δεν μπορείς να είσαι φλύαρος και να συζητάς ώρες για ένα θέμα. Αυτό κάνει την επικοινωνία πιο άμεση. Το εφαρμόζω πλέον και στις συνεργασίες μου στην Ελλάδα. Τα πράγματα είναι απλά και οφείλουμε να βρούμε τον πιο απλό και συγκεκριμένο τρόπο για να το επικοινωνήσουμε. Αυτό κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη. Το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο που κρατάω, είναι η παραγωγικότητα της πρόβας. Επειδή εκεί υπάρχει το εναλασσόμενο ρεπερτόριο και οι ηθοποιοί παίζουν σε τουλάχιστον πέντε παραστάσεις και κάνουν πρόβες για το καινούργιο έργο, αποφασίζουν τα βασικά στοιχεία που έχουν να κάνουν με τον ρόλο τους, πολύ νωρίς. Εξασφαλίζουν τη σχέση που διαπραγματεύονται σκηνικά από τις πρώτες πρόβες και εμβαθύνουν σε αυτήν».
‘Ερευνα και τόλμηΠάντως, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος επέστρεφε πάντα στη Θεσσαλονίκη. ‘Αλλωστε, υπήρξε ο ιθύνων νους για έναν από τους σημαντικότερους θεατρικούς πυρήνες της, τις «Νέες μορφές» που επί οκτώ χρόνια (από το 1996 έως το 2004) λειτούργησαν αφυπνιστικά για την πιο ερευνητική σκηνή της πόλης.
Ο ίδιος επισημαίνει πως οι «Νέες μορφές» δεν ήταν παρά η συνέχεια άλλων σημαντικών χειρονομιών στη θεατρική Θεσσαλονίκης, όπως η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, η Παράθλαση και η Λύκη Βυθού. «Ίσως είχαμε άγνοια κινδύνου και κάναμε κάποιες τολμηρές επιλογές, όμως εκείνη η περίοδος είναι η βάση της καλλιτεχνικής μου ύπαρξης. Ήμασταν μια ομάδα ανθρώπων που θέλαμε να βρούμε έναν χώρο έκφρασης. Ήταν πολύ σημαντικό να βρούμε έναν χώρο στον οποίο θα δουλεύαμε, με τους δικούς μας όρους και θα παρουσιάζαμε τη δουλειά μας. Όχι το αποτέλεσμα, αλλά τη διαδικασία της έρευνας μας. Ο κόσμος μας δέχτηκε, γιατί δεν προσποιηθήκαμε κάτι που δεν ήμασταν. Ερχόταν κάθε φορά και μοιράζονταν μαζί μας τον προβληματισμό μας για την τέχνη του θεάτρου» θυμάται.
Το θέατρο του τότε εντοπιζόταν περισσότερο στον παράγοντα του, επί σκηνής, σώματος «σε τέτοιο βαθμό που ο λόγος περνούσε σε δεύτερη μοίρα». Τα τελευταία χρόνια, όμως, ο Παρασκευόπουλος έχει μετακινηθεί προς τη μελέτη του ανθρώπου. «Δουλεύω τα έργα, συνεργάζομαι με τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες μου προσπαθώντας να βρω τον άνθρωπο και τι είναι αυτό που μας κρατάει ανθρώπους. Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που μας απομακρύνει από την ανθρωπιά; Τι μας ωθεί στο να κρυβόμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό; Πώς μπορούμε να κοιτάμε και να ακούμε ο ένας τον άλλον μέσα από αυτό που είμαστε και όχι μέσα από αυτό που θέλουμε να δείχνουμε;» παρατηρεί. Όλο αυτό είναι είναι ένα ανεξάντλητο υλικό και η επαφή μου με τον Τσέχωφ δεν μου δίνει καμία απάντηση, αλλά ακόμα περισσότερες ερωτήσεις».
Επιστροφή στον ΤσέχωφΔεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που σε αυτή τη φάση της διαδρομής του καταπιάνεται με τον κορυφαίο Ρώσο, αφού, όπως λέει «o Τσέχωφ βάζει νυστέρι στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς βλέποντας ένα έργο του. Βλέπεις τους έρωτες, τις ματαιώσεις, τα όνειρα των ηρώων, την υπαρξιακή τους αγωνία. Αυτό, όμως που μας αποκαλύφθηκε μέσα από τις πρόβες είναι η ντροπή που, πολλές φορές, νιώθουμε οι άνθρωποι για τους συγγενείς μας. Η ντροπή που νιώθουμε για τις επιλογές μας. Αυτό για μένα είναι κάτι που κάνει τον ‘Γλάρο’ ένα έργο σπαρακτικό».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης επιχειρεί να διαβάσει το «Γλάρο», καθώς έχουν προηγηθεί δύο ακόμα αναγνώσεις του – η πρώτη με το Εθνικό Θέατρο της ρουμανικής Κραϊόβα, το 2015 και η δεύτερη πέρυσι σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και το Θεσσαλικό Θέατρο. Και σε αυτήν την περίπτωση, δηλαδή επέμεινε… αποκεντρωτικά, απευθυνόμενος – ως επί το πλείστον – στο κοινό της περιφέρειας. Αυτό, ωστόσο, δεν αλλοίωσε τη ματιά του. «Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι κάνω μια παράσταση για ένα άλλο κοινό. Φυσικά και ήθελα να ξέρω πού απευθύνομαι και για τον λόγο αυτό έζησα στις δύο αυτές πόλεις, συναναστράφηκα με τους ανθρώπους τους. Αυτό με βοήθησε να συνδεθώ και να μοιραστώ μαζί τους περισσότερα πράγματα. Ας μην ξεχνάμε, ότι στον ‘Γλάρο’ οι ήρωες του έργου ζουν στην επαρχία και, δημιουργούν εκεί. Ασφυκτιούν με τη ζωή τους και θέλουν να αποδράσουν. Η ίδια η τέχνη του θεάτρου, λοιπόν, ήταν η απόδραση τους. Ο κόσμος δεν είναι, ίσως, τόσο εξοικιωμένος με το θέατρο, όμως το αγνό βλέμμα τους σε αναγκάζει να πετάξεις ότι περιττό υπάρχει και να επικοινωνήσεις την αλήθεια σου».
Σε αυτή την τρίτη εκδοχή του Γλάρου, που κάνει πρεμιέρα στη σκηνή της Φρυνίχου στις 16 Οκτωβρίου (σε συμπαραγωγή του Θεάτρου Νέου Κόσμου με το Θέατρο Τέχνης) τον οδηγεί «η ίδια η ζωή και οι εμπειρίες που καταγράφηκαν μέσα μου. Επιπλέον, δεν με ενδιαφέρει η αναπαραγωγή μιας παράστασης που έχω ξανά δουλέψει αλλά η εξέλιξη της. Ο κεντρικός άξονας είναι, ασφαλώς, ο ίδιος. Αυτό που αλλάζει, όμως, είναι η εμβάθυνση στους ρόλους, στις σχέσεις και φυσικά η σκηνική ισορροπία».
Στην παράσταση το ρόλο της Αρκάντινα ερμηνεύει η Γιώτα Φέστα και ως η Νίνα εμφανίζεται η Χρυσή Μπαχτσεβάνη. Μαζί τους οι Εφη Γούση, Θανάσης Μιχαηλίδης, Γιώργος Βεργούλης, Γκαλ Α. Ρομπίσα, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Στέλιος Νίνης, Ζωή Ιωαννίδη, Αρτέμης Χαραλαμπίδης, Γιάννης Κοντός και Λάμπρος Γραμματικός.