Για τους θαμώνες των καφενείων της Καρδαμύλης ήταν «ο Εγγλέζος», για τους γνωστούς του στο χωριό κι όσους είχε στη δούλεψή του, ο «κυρ-Μιχάλης». Έτσι τον φώναζαν κι όσοι περπάτησαν μαζί του στα δύσκολα χρόνια του πολέμου: «ο Μιχάλης» –εξόν από τους Κρητικούς, που γι’ αυτούς ο βρετανός που σκαρφάλωνε δίπλα τους στα κακοτράχαλα βουνά του νησιού, κουβαλώντας μαζί του αιχμάλωτο τον γερμανό διοικητή του «Φρουρίου Κρήτη», στρατηγό Κράιπε, ήταν ο «Φιλεντέμ».
Ο Σερ Πάτρικ, «PLF» για τους αναγνώστες και «Πάντυ» για τους φίλους του, άκουγε σε πολλά ονόματα, όπως πολλοί ήταν κι οι τόποι με τους οποίους συνδέθηκε, ταξίδεψε, έζησε, πριν αποφασίσει ότι το τέλος του ταξιδιού του βρισκόταν εκεί, στο μυχό ενός μικρού κόλπου της Μάνης, στα ριζά ενός απόκρημνου βράχου, με τα δέντρα να απλώνουν τα φυλλώματά τους πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Με μια βαλίτσα κι ένα αντίσκηνοΟ Πάτρικ Λη Φέρμορ, μαζί με τη σύντροφό του Τζόαν, έφτασε στο κτήμα αυτό των εννέα στρεμμάτων τη δεκαετία του ’60, φέρνοντας μαζί του μια βαλίτσα γεμάτη από τις ψηφίδες των ταξιδιών του, ένα στρατιωτικό αντίσκηνο κι έναν μοντερνιστή αρχιτέκτονα, τον φίλο του Νίκο Χατζημιχάλη. Καταμεσής σ’ αυτό το αρχέγονο τοπίο, πέρναγε τα βράδια του διαβάζοντας Βιτρούβιο και Παλλάντιο, προκειμένου να καταλάβει πώς να χτίσει το σπίτι που έμελλε να γίνει πρότυπο της «μανιάτικης αρχιτεκτονικής».
Σχεδόν τα πάντα πέρασαν απ’ τα χέρια του, και τα χέρια δεκάδων ντόπιων που εργάστηκαν στην κατασκευή του σπιτιού. Ο Χατζημιχάλης έβαλε στην άκρη τη μοντερνιστική του σκευή, υπηρετώντας το όραμα του Φέρμορ για μια κατοικία απόλυτα προσαρμοσμένη στο τοπίο· πολλοί θυμούνται τους δύο φίλους να διαλέγουν προσεκτικά τη θέση των ανοιγμάτων, μεταφέροντας τις κάσες των παραθύρων από δω κι από κει, προκειμένου να επιλέξουν την κατάλληλη θέα και με βάση αυτή να χτίσουν τους τοίχους.
Την πρώτη ύλη για το χτίσιμο την πρόσφερε άφθονη η γύρω φύση: πέτρες από τον Ταΰγετο, κεραμίδια από πεσμένα σπίτια, βότσαλα από τις γύρω παραλίες, που επέτρεψαν στον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, φίλο του ζεύγους Φέρμορ, να σχεδιάσει την αυλή με τα βοτσαλωτά.
Χτίζοντας, ο Φέρμορ «ακολούθησε τη λογική της ύφανσης», παρατηρεί ο αρχιτέκτονας Αντρέας Κούρκουλας, που εργάστηκε για την αναπαλαίωσή του. «Έτσι ενσωματώνει ομαλά ξένα στοιχεία στο κτίσμα, εντάσσοντας θραύσματα μνήμης» από τους τόπους που πέρασε και αγάπησε: ένα βενετσιάνικο μαρμάρινο τραπέζι, ένα ρουμάνικο τζάκι, ένας καναπές σκεπασμένος με λινό ύφασμα από την Αράχωβα…
Έτσι φτιάχτηκε ένας μικρός παράδεισος, ένας τόπος που σε κάνει να θέλεις να μείνεις εκεί για πάντα. Πέρα από το κυρίως σπίτι, κεντρικός χώρος του οποίου είναι το τεράστιο σαλόνι, με θέα στη θάλασσα, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έχτισε ένα υποστατικό, όπου τοποθέτησε το γραφείο του. Σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού υπάρχουν βιβλιοθήκες χωμένες στα ανοίγματα των τοίχων· ειδικά όμως η βιβλιοθήκη που βρίσκεται πίσω από το γραφείο όπου καθόταν είναι γεμάτη από βιβλία, αγγλικά και ελληνικά, σχετικά με την απαγωγή του Κράιπε και την Αντίσταση στην Κρήτη, ένα κομμάτι της ζωής του που θεωρούσε πολύτιμο, γι’ αυτό και το θέλησε τόσο κοντά στον χώρο που δημιουργούσε.
Διεθνές Κέντρο φιλοξενίαςΟ «κυρ-Μιχάλης» έζησε σε αυτό το χειροποίητο σπίτι μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2011. Όπως προέβλεπε η διαθήκη του, το σπίτι, που έμοιαζε με μοναστήρι που ερειπωνόταν σιγά-σιγά στο πέρασμα του χρόνου, κληροδοτήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη, προκειμένου να φιλοξενεί μια σειρά εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων: φιλοξενίες εργασίας (fellowships), φιλοξενίες προσωπικοτήτων από τον χώρο των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, διοργάνωση ακαδημαϊκών συμποσίων, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, ξεναγήσεων κ.λπ. –αλλά και να είναι εκμεταλλεύσιμο τουριστικά τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες, προκειμένου να υποστηρίζονται οικονομικά οι υπόλοιπες δραστηριότητες.
Από το άνοιγμα της διαθήκης μέχρι τα εγκαίνια της ανακαινισμένης Οικίας Φέρμορ από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το Σάββατο 19 Οκτωβρίου, ο δρόμος ήταν μακρύς και πάρα πολλοί αυτοί που χρειάστηκε να τον διανύσουν. Όπως είπε η Ειρήνη Γερουλάνου, εκ μέρους του Μουσείου Μπενάκη, «είναι πολλών ανθρώπων το έργο που βλέπετε γύρω σας».
Ανθρώπων που εργάστηκαν αθόρυβα για να παραδώσουν το σπίτι όπως ακριβώς ήταν, εφοδιάζοντάς το διακριτικά με σύγχρονο μηχανολογικό, ηλεκτρολογικό, υδραυλικό κ.ά. εξοπλισμό (Ανδρέας Κούρκουλας, Παύλος Μπαλιάν, Έλλη Παγκάλου κ.ά.) Αλλά και ανθρώπων που σχεδίασαν την όλη επιχείρηση, και εκείνων που την χρηματοδότησαν, κατά βάση το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που προικοδότησε το όλο εγχείρημα με ένα εξαιρετικά σημαντικό χρηματικό ποσό –το ύψος του οποίου, αντίθετα με τα ήθη του Ιδρύματος, δεν δίνεται στη δημοσιότητα.
Patrick Leigh Fermor (1915-2011)Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ γεννήθηκε το 1915 στο Λονδίνο και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ταξιδιωτικούς συγγραφείς της εποχής μας. Σε ηλικία 18 ετών, το 1933, αντί να ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία για την οποία τον προόριζαν, περνάει τη Μάγχη και ξεκινάει να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, όπου θα φτάσει την Πρωτοχρονιά του 1935. Από εκεί θα περάσει στην Ελλάδα, θα μείνει στον Άθω και θα ταξιδέψει στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Στερεά, μαθαίνοντας τα ήθη και τη γλώσσα της χώρας που έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα του. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος επέστρεψε στην Αγγλία, κατατάχθηκε και λόγω της γνώσης των ελληνικών τοποθετήθηκε ως αξιωματικός σύνδεσμος στον Ελληνικό Στρατό. Με την κατάρρευση του μετώπου θα βρεθεί στην Κρήτη. Εκεί, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, θα ζήσει δύο χρόνια στα βουνά, οργανώνοντας τον αγώνα των ανταρτών. Θα ηγηθεί της ομάδας που απήγαγε τον γερμανό διοικητή, στρατηγό Κράιπε. Για τη δράση του αυτή παρασημοφορήθηκε και ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Ηρακλείου Κρήτης. Ως αναγνώριση της προσφοράς του στο χώρο των γραμμάτων του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη από τη βασίλισσα της Αγγλίας. Πέθανε σε ηλικία 96 ετών, σε νοσοκομείο της Αγγλίας, όπου είχε μεταφερθεί εσπευσμένα από την Καρδαμύλη και την Αθήνα.