Συν+Πλην: «Ρινόκερος» στο θέατρο Κιβωτός
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για τον «Ρινόνερο» του Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, που παρουσιάζεται στο θέατρο Κιβωτός.
‘Ισως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του θεάτρου του παραλόγου, παίχτηκε για πρώτη φορά ραδιοφωνικά τον Αύγουστο του 1957 και ανέβηκε στο Ντύσελντορφ το 1959 ως ένα σαφές σχόλιο του Γιουτζίν Ιονέσκο στο αποτύπωμα του ναζιστικού ολοκληρωτισμού στην σύγχρονη μεταπολεμική κοινωνία που οικοδομούνταν τότε στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με πηγές, το έργο άντλησε από την προσωπική εμπειρία του συγγραφέα Ντενίζ ντε Ρουζμόν, όταν ο τελευταίος υπήρξε μάρτυρας μιας ναζιστικής συγκέντρωσης προς τιμήν του Χίτλερ στη Νυρεμβέργη, κατά την οποία το πλήθος καταλήφθηκε από μαζική υστερία.
Κι αν το έργο στη γέννηση του ταυτίστηκε με την υπαρξιακή αγωνία του μεταπολεμικού ανθρώπου, η διαχρονικότητα κρίθηκε τις δεκατίες που θα ακολουθούσαν, όταν έγινε καθαρό πως ο Ιονέσκο καταφερόταν σε κάθε αυταρχικό σύστημα επιβεβλημένων ιδεολογιών.
Ο ίδιος, 30 και πλέον, χρόνια μετά τη συγγραφή του το περιέγραγε ως «ένα έργο που αντιτίθεται σε κάθε μαζική υστερία, σε κάθε επιδημία, που καλύπτεται κάτω από την καλύπτρα της λογικής και των ιδεών, αλλά που δεν παύει να είναι κοινωνική αρρώστια, της οποίας οι ιδεολογίες, στην πραγματικότητα, είναι το «άλλοθι». […] Σκέφτηκα, απλούστατα, πως αυτό που έπρεπε να αποδείξω ήταν η μηδαμινότητα κάθε τρομερού συστήματος. Συστήματα που μας καθοδηγούν, παρασύρουν τους ανθρώπους, τους αποκτηνώνουν και ύστερα τους καταντάνε σκλάβους».
Για τον Ιονέσκο κάθε είδος έκφρασης φανατισμού παραμορφώνει τον άνθρωπο και τον αναγκάζει να ολισθήσει πως την ζωώδη του φύση. Ο φανατισμός είναι, με λίγα λόγια, η πιο απειλητική δύναμη κατάλυσης του πολιτισμού και της προόδου· οδηγεί τους ανθρώπους στην αναβίωση αρχέγονων ενστίκτων.
Στην αφήγηση του ξεφεύγει σθεναρά από τον ρεαλιστικό τύπο των χαρακτήρων και των καταστάσεων ακροβατώντας ανάμεσα στον ονειρικό κόσμο και την εφιαλτική πραγματικότητα.
Ο «Ρινόκερος» είναι, καταφανώς, το λιγότερο κωμικό έργο του Ιονέσκο, αλλά ο μελαγχολικός κυνισμός του εμβαθύνει στην τραγωδία της ύπαρξης, που απασχόλησε σταθερά ολόκληρη την εργογραφία του Ρουμάνου συγγραφέα.
Στην Ελλάδα πρωτοπαρουσιάστηκε την άνοιξη του 1962 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν.
H παράστασηΔεδηλωμένος θαυμαστής του θεάτρου του παραλόγου – με πρόσφατο δείγμα «Το παιχνίδι της σφαγής» στο Εθνικό Θέατρο – ο Γιάννης Κακλέας συνεχίζει με συνέπεια να ερευνά τα δυστοπικά σύμπαντα, ως τις πιο οδυνηρές εκφάνσεις του σύγχρονου κόσμου μας.
Στον «Ρινόκερο» προτάσσει ως κεντρικό θέμα το αδιέξοδο της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και σχολιάζει το φαινόμενο μιας αχαλίνωτης μοναξιάς, μολονότι όλα κραυγάζουν και θορυβούν υπέρ της πληροφορίας και της τεχνολογίας στην υπηρεσία του ανθρώπου. Κι όμως, όπως παρατηρεί και ο Γιάννης Κακλέας, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα είναι εγκλωβισμένος μέσα σε μια ψευδαίσθηση επικοινωνίας, καθηλωμένος μπροστά από οθόνες που του επιβάλλουν έναν τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας.
Η παράσταση του, ελαφρώς μελλοντολογικής αισθητικής, είναι μια προσπάθεια αποτύπωσης αυτής της νέας συνθήκης που κερδίζει – καλπάζωντας – έδαφος στις ζωές μας. Η εφιαλτική ομοιομορφία του Ιονέσκο αποδίδεται εδώ σε καλωδιωμένους συμπολίτες που ελάχιστα αλληλεπιδρούν κι αυτό τους εντάσσει σε μια εφιαλτική ομοιομορφία.
Η γραφή Κακλέα είναι κι εδώ εύκολα αναγνωρίσιμη: Σκοτεινή, καφκική ατμόσφαιρα, νευρώδης, κόμικ ρυθμός, θεαματικά αποσπάσματα για να ικανοποιήσουν το ευρύ κοινό και κάποιες λίγες στιγμές όπου η απελπισία συνομιλεί με την ποίηση.
Ο ‘Αρης Σερβετάλης εντρυφεί πολύ αποτελεσματικά στο αιτούμενο του έργου του Ιονέσκο: Ως Μπερανζέ, βρίσκεται διαρκώς σ’ ένα επίπεδο ερμηνευτικού παροξυσμού, που κάποτε απαλύνει με καθαρόαιμες κωμικές ανάσες ή με μια παραληρηματική υστερία που θυμίζει ήρωα του Γούντι Αλεν· κι άλλοτε με την αξιοθαύμαστη κινησιολογική ενέργεια που είναι ταυτισμένη με το προσωπικό του σκηνικό λεξιλόγιο. Με αποκορύφωμα της ερμηνείας του τον καθηλωτικό μονόλογο του επιλόγου, ο Σερβετάλης μεταμορφώνεται στον «υπαλλοποιούμενο άνθρωπο, βυθισμένο σε μια παγωμένη αδράνεια»· που, παρόλα αυτά, αντιστέκεται.
Πιστός στην προβληματική των τελευταίων ετών, ο Γιάννης Κακλέας ανανεώνει το προσωπικό του ρίσκο να συστήνει δυστοπικά έργα στο μεγάλο κοινό. Και παρότι (είτε με αισθητικές επιλογές είτε με παρεμβάσεις στο κείμενο) λυαίνει στοιχεία του έργου για να επιτύχει το σκοπό του, η ανάγνωση του στον Ιονέσκο είναι καθαρή, εύρυθμη κι εν κατακλείδι έντιμη.
Τα σκηνικάΚαι πάλι σε επιμέλεια Γιάννη Κακλέα (εδώ σε συνεργασία με τον Σάκη Μπιρμπίλη) η σκηνογραφία, πέραν ενός ποπ εντυπωσιασμού αποκτά και μια έντονη σημειολογική αξία. Καθώς εξελλίσεται η πλοκή, δύο τετράγωνες πλατφόρμες που φιλοξενούν τη σκηνική δράση, ανασηκώνονται και γέρνουν, σαν τεκτονικές πλάκες που κλιδωνίζουν τον κόσμο όπου ζουν οι ήρωες. Την ίδια ώρα, τρεις μεγάλες οθόνες εκπέμπουν διαρκώς εικόνες, παρουσιάζοντας στιγμιότυπα ατομικής και συλλογικής υστερίας που υπακούουν προς την ίδια, πάντα, κατεύθυνση: Την δικτατορία της εικόνας.
Μετά το «Παιχνίδι της σφαγής», ο Σταύρος Γασπαράτος ανανεώνει την συνεργασία του με τον Γιάννη Κακλέα, συνθέτοντας μιαν ωραία μελαγχολική μουσική, εφάμμιλη της ψυχικής κατάστασης των ηρώων του Ιονέσκο. Αν υπήρχε και η δυνατότητα της ζωντανής εκτέλεσης της, το σκηνικό αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα πιο δυναμικό.
Τα ΠληνΕίτε γιατί η σκηνοθεσία επέλεξε να μην εμβαθύνει σε κανέναν από τους άλλους ήρωες του έργου, είτε γιατί χρειαζόταν πολύ περισσότερη δουλειά και άσκηση από πλευράς των ηθοποιών, η πλειοψηφία του νεανικού θιάσου θυσιάζεται σε επιφανειακά περάσματα από τη σκηνή, αποδυναμώνοντας το τελικό αποτέλεσμα. Από αυτή την συνθήκη διασώζεται ο Στέλιος Ιακωβίδης, ο Πάνος Παπαδόπουλος και οριακά η ‘Ελλη Τρίγγου.
Το άθροισμαΜια έντιμη μεταφορά της Ιονεσκικής δυστοπίας, φτιαγμένη για το μεγάλο κοινό, που έχει πολλά να υπολογίζει στον ‘Αρη Σερβετάλη.