Με το βιβλίο αυτό -το οποίο έχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες και είναι παγκόσμιο μπεστ σέλερ- ο 26χρονος συγγραφέας, μαχητικός υπέρμαχος της εργατικής τάξης, προκαλεί το κατεστημένο με την αιχμηρή και πολιτική γραφή του. Καταγγέλλει τη βία εναντίον των «διαφορετικών» μιλώντας για λογαριασμό όλων εκείνων που έχει εκμεταλλευτεί και έχει εγκαταλείψει το σύστημα. Στόχος του το πολιτικό κατεστημένο από το οποίο πηγάζουν τακτικές εκφοβισμού και αποκλεισμού.
Ο Ηλίας Αδάμ με την προσέγγισή του επιχειρεί να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στο προσωπικό και στο πολιτικό, άλλοτε χρησιμοποιώντας ως αφηγηματικό τρόπο την ωμή και ντοκουμενταρίστικη απεικόνιση της βάρβαρης κουλτούρας του χωριού και άλλοτε καταφεύγοντας στη σουρεαλιστική παραδοξότητα.
Η παράσταση, που ανέβηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Νέων Δημιουργών και έκανε αίσθηση, επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο στη Σκηνή «Κατίνα Παξινού» από τις 6 έως τις 17 Νοεμβρίου. Με αυτή την αφορμή ο σκηνοθέτης μάς μιλά για το έργο και τις προεκτάσεις που λαμβάνει στην Αθήνα του 2019.
Εντύ Μπελγκέλ είναι το όνομα με το οποίο μεγάλωσε ο Εντουάρ Λουί, ο συγγραφέας του έργου. Ο Εντύ μεγάλωσε σε ένα χωριό στη Γαλλία σε μία οικογένεια που- αναγκαστικά – ζούσε από τα κρατικά επιδόματα, τα οποία οι πολιτικές των Γάλλων προέδρων όλο και συρρίκνωναν. Η φτώχεια, ο αλκοολισμός, η τηλεόραση και ο ρατσισμός ήταν η καθημερινότητα της πλειοψηφίας των ανθρώπων του χωριού. Ο Εντύ ήταν ο πρώτος απ’ την οικογένειά του που πήγε στο Πανεπιστήμιο. Ήταν αυτός που, αλλάζοντας το όνομά του – το όνομα που του έδωσε ο πατέρας του από τις αμερικάνικες ταινίες που έβλεπε στην τηλεόραση – σε Εντουάρ Λουί, τελείωσε μια και καλή με το παρελθόν του.
Το έργο είναι αυτοβιογραφικό, επομένως είναι ωμό, βάρβαρο και αληθινό. Ο Λουί, σπουδάζοντας κοινωνιολογία και εμβαθύνοντας στην λογική του Μπουρντιέ, περιγράφει και ταυτόχρονα προσπαθεί να ερμηνεύσει την κουλτούρα της ακραίας βίας μέσα στην οποία μεγάλωσε. Ο Λουί μιλάει για ανθρώπους για τους οποίους η κυρίαρχη λογοτεχνία αποφεύγει να μιλήσει: για ανθρώπους που μεγαλώνουν παγιδευμένοι σε ένα κοινωνικό σύστημα που τους κρατάει μόνιμα στον πάτο. Γι’ αυτό επέλεξα αυτό το έργο.
Πώς το προσέγγισες σκηνοθετικά;Με πολύ σεβασμό, αφού βλέπω τον εαυτό μου σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το έργο. Πέρασα την παιδική μου ηλικία σε ένα χωριό και από τη στιγμή που μπήκα στη θεατρική σκηνή της Αθήνας άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο οι άνθρωποι με τους οποίους μεγάλωσα δεν εκπροσωπούνταν καθόλου στο θέατρο και γενικότερα στην κυρίαρχη τέχνη. Σκηνοθετικά, αποφύγαμε την ιδέα “της αναπαράστασης” και εμμείναμε στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, φλερτάροντας με τον σουρεαλισμό, την παραδοξότητα και την για πάντα αγαπημένη ποπ κουλτούρα.
Πού πιστεύεις πως ακουμπά στο σήμερα το έργο;Το έργο μιλάει για ανθρώπους που μεγαλώνουν παγιδευμένοι σε ένα κοινωνικό σύστημα που τους κρατάει μόνιμα στον πάτο. Γι’ αυτό το επέλεξα.
Στην καθημερινή καταπίεση ανθρώπων, όπως γυναίκες, γκέι και τρανς άτομα και μετανάστες. Στην άρνησή μας να δούμε το πρόβλημα. Στην τάση μας να περιορίζουμε τον σεξισμό, την ομοφοβία και τον ρατσισμό σε “γνώμες ενός κακού ανθρώπου” και να μην αντιλαμβανόμαστε τη συστημική τους διάσταση. Το έργο είναι σημερινό, γράφτηκε το 2012, και μιλάει ευθέως για το σήμερα, αναφέρει ακόμη και συγκεκριμένα πρόσωπα της πολιτικής που με τις αποφάσεις τους επηρέασαν την εργατική τάξη, τις γυναίκες, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα.
Πώς μετέφερες το έργο του Έντουαρ Λουί στην Αθήνα;Δε χρειάζεται κάποια θεατρική συνθήκη για να μεταφερθεί το έργο στην Αθήνα. Η ομοφοβία, ο ρατσισμός και η ταξική καταπίεση είναι παρόντες στην Αθήνα και σκοτώνουν. Κυριολεκτικά.
Οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες δεν είναι ίδιον της Ελλάδας, αλλά του παγκόσμιου συστήματος στο οποίο μεγαλώνουμε και λέγεται (SPOILER ALERT!) καπιταλισμός και πατριαρχία. Κοινωνικοποιούμαστε σε περιβάλλοντα που ενθαρρύνουν μόνο το πρότυπο του πλούσιου, λευκού (Έλληνα), στρέητ άντρα, επομένως η συντήρηση είναι η το πρώτο που μαθαίνουμε. Χρειάζεται να το αποδομήσουμε και δεν έχουμε πάντα το προνόμιο (εκπαίδευση, ταξίδια, τέχνες) να το κάνουμε. Θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι το Εθνικό Θέατρο ενέταξε στο ρεπερτόριό του ένα έργο που θίγει τόσο άμεσα την κυρίαρχη τάξη και τις δομές που έχει στήσει για να διατηρεί τη δύναμή της.
Πόσο δύσκολη είναι η ζωή του ήρωα του έργου και συνεκδοχικά των γκέι ανθρώπων που δεν μπορούν να ζήσουν ανοιχτά και να κάνουν οικογένεια με τον άνθρωπό τους;Εξαρτάται από τη συνδρομή άλλων πραγμάτων. Ο Εντουάρ Λουί είναι ένας ανοιχτά γκέι άντρας που ζει στο Παρίσι και κάνει τεράστιες επιτυχίες με τα βιβλία του. Ίσως αυτό να κάνει πιο εύκολο το “άνοιγμά” του. Αν είχε παραμείνει στο χωριό, πιθανόν και να ζούσε για πάντα στην άρνηση. Δεν ξέρω. Είναι σίγουρα πολύ δύσκολο και πρέπει να είναι σαφές ότι δεν μιλάμε για μία προσωπική δυσκολία αλλά για μία συνθήκη που επιβάλλεται αναγκαστικά. Θέλει τεράστια γενναιότητα, την οποία πάντως πρέπει να περιμένουμε μόνο από όσους και όσες έχουν το προνόμιο να το κάνουν αυτό. Κυρίως χρειάζονται αντίστοιχες πολιτικές (το τελευταίο φαίνεται ιδιαίτερα δυσοίωνο με τη νέα τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα).
Πώς μπορούν να αλλάξουν τα μυαλά μας; Υπάρχει ελπίδα;Είναι πολύ σημαντικό το ότι το Εθνικό Θέατρο ενέταξε στο ρεπερτόριό του ένα έργο που θίγει τόσο άμεσα την κυρίαρχη τάξη και τις δομές που έχει στήσει για να διατηρεί τη δύναμή της.
Σε προσωπικό επιπεδο, χρειάζεται – όταν και όσο μπορούμε – να μιλαμε, να προκαλούμε, να αμφισβητούμε, να μην σπρώχνουμε τα πράγματα κάτω απ’ το χαλί. Εκτός όμως απ’ αυτό, χρειάζονται άνθρωποι και θεσμοί που έχουν δύναμη και πρόσβαση στον δημόσιο λόγο να κάνουν το πρώτο βήμα. Θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι το Εθνικό Θέατρο ενέταξε στο ρεπερτόριό του ένα έργο που θίγει τόσο άμεσα την κυρίαρχη τάξη και τις δομές που έχει στήσει για να διατηρεί τη δύναμή της.
Η μόνη λύση του ήρωα είναι η φυγή. Όμως δεν νομίζω ότι μιλάμε για ελεύθερη επιλογή. Δεν έφυγε επειδή βρισκόταν μπροστά σε ένα δίλημμα. Έφυγε επειδή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσει από τη βία που του ασκούσε το περιβάλλον του.