Η βουή της λεωφόρου Συγγρού μας χωρίζει από την γειτονιά που γεννήθηκε, την Αγία Παρασκευή της Νέας Σμύρνης. Κάθε φορά που επιστρέφει στην Αθήνα, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη φροντίζει να περάσει από εκεί για… προσκήνυμα. Θα ακολουθήσει τους δρόμους που έπαιρνε πάντα, «εκεί που ζούσαν οι φίλοι και οι δάσκαλοι μου. Τα ονόματα των δρόμων είναι ίδια αλλά μπροστά μου δεν αντικρίζω τίποτα γνωστό» λέει. Άλλωστε, η βάση της επαγγελματικής και οικογενειακής της εδώ και πενήντα χρόνια είναι η Κύπρος.
Στην πόλη της επιστρέφει σαν επισκέπτρια. Χωρίς στιγμή να σκεφτεί τι τροπή θα είχε πάρει η καριέρα της αν παρέμενε στο Θέατρο Τέχνης ή αν εξέθετε όλα αυτά τα χρόνια το σπουδαίο ταλέντο της στην αθηναϊκή σκηνή.
Της αρκεί που έζησε αδιάκοπα για πάνω από μισόν αιώνα μέσα στο θέατρο και που ακόμα οι δυνάμεις της, της επιφυλλάσουν δυνατές συγκινήσεις. Ένα χρόνο μετά την μνημειώδη ερμηνεία της ως Εκάβη στις «Τρωάδες» του Θόδωρου Τερζόπουλου στους Δελφούς, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη επανεμφανίζεται με τον μονόλογο της «Ρόουζ» του Μάρτιν Σέρμαν. Και καθώς η ηρωίδα της ξεφυλλίζει το ημερολόγιο της πολυτάραχης ζωής της, το ίδιο κάνει κι εκείνη. Από τα χρόνια του Εμφυλίου στη Νέα Σμύρνη και το Θέατρο Τέχνης του Κουν ως τις «Τρωάδες» του Τερζόπουλου.
Οξυδερκής, με ετοιμότητα, σπινθηροβόλο γαλανό βλέμμα, χιούμορ και τ’ αντανακλαστικά μιας μεγάλης θεατρίνας για να κερδίσει τον συνομιλητή της. Χωρίς χρονολογική ή άλλη συνέπεια, αλλά κυρίως για να δηλώσει ευγνώμων στη ζωή που την φτάνει κοντά στα 80. Κι εκείνη θέλει να ζήσει όσο περισσότερο γίνεται προκειμένου να χαρεί τα επιτεύγματα των εγγονών της και να τους μαγειρεύει τ’ αγαπημένα τους φαγητά τις Κυριακές.
Με την Αθήνα, παρότι Νεοσμυρνοώτισσα, έχετε εκλεκτική συγγένεια…Είμαι γέννημα θρέμα της Νέας Σμύρνης, όμως από το 1969 είμαι εγκατεστημένη στην Κύπρο. Κι έκτοτε ζω εκεί. Για να έρθω, λοιπόν, στην Αθήνα η πρόταση πρέπει να είναι δελεαστική. ‘Οπως η «Φιλιώ» ή το «Μάνα κουράγιο» με τον αείμνηστο Μιχαηλίδη. Ξέρετε, η μετάβαση στην Αθήνα δεν είναι εύκολη για μένα, γιατί σημαίνει εννέα μήνες απουσίας από την Κύπρο. Πόσω μάλλον όταν, πλέον, οι αντοχές μου δεν είναι εκείνες που ήταν και η υπομονή μου να είμαι μόνη και να έχω την αίσθηση ότι πίσω αφήνω τον άνδρα μου, τα παιδιά και τα εγγόνια μου, έχει μικρύνει.
‘Ηταν ένας ωραίος και με στόχο συνδυασμός. Γνωρίστηκα με τον άνδρα μου, Στέλιο Καυκαρίδη, το 1962 στο Θέατρο Τέχνης. Ανήκε στην ομάδα των Κυπρίων ηθοποιών που ονειρεύονταν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα. Τους ακολούθησα, λοιπόν, λόγω έρωτος. ‘Ομως, όταν φύγαμε για την Κύπρο είχαμε συγκεκριμένη θεατρική εστία, το θεατράκι του ΡΙΚ και μπήκαμε κατευθείαν στη δουλειά. Στη συνέχεια ιδρύθηκε ο ΘΟΚ, όπου έμεινα 25 χρόνια ενώ μετά άρχισαν οι επισκέψεις στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια, στην Κύπρο, έχουμε ένα δικό μας θέατρο, το Σατιρικό Θέατρο όπου παίζω, σκηνοθετώ και διδάσκω στην ανωτάτη δραματική σχολή.
Ονειρευτήκατε ένα θέατρο δικό σας;Είχα έναν σπουδαίο κουνιάδο, τον αδελφό του συζύγου μου, τον Βλαδίμηρο Καυκαρίδη, που μόλις το ίδρυσε πέθανε. Οπότε αναλάβαμε να το συνεχίσουμε εμείς. Συνέπιπταν τα οράματα μας γιατί ο Βλαδίμηρος δεν στόχευε σ’ ένα θέατρο για την ελίτ, ήθελε ένα λαϊκό θέατρο. ‘Ομως, τώρα, έχουμε τρεις σκηνές, εκ των οποίων η μία είναι πειραματική· που σημαίνει ότι έχουμε απλώσει το ρεπερτόριο προς όλες τις κατευθύνσεις.
Θα παίζατε σε πειραματική παράσταση του θεάτρου σας;Ο Κάρολος Κουν ήταν μια μορφή που εξέπεμπε φως. ‘Εμπαινε μέσα, με τα ακατάστατα μαλλιά του, με το ξεχειλωμένο πουλόβερ αλλά η αύρα του επιδρούσε πάνω μας
Οι πειραματισμοί είναι για τους νέους, για να πλάθουν και να εξασκούν την φαντασία τους. Πιστεύω, επίσης, αυτό που έλεγαν οι δάσκαλοι μου: Πως η υποκριτική είναι μια τέχνη του να μπορείς να ζωντανεύεις πάνω στη σκηνή έναν θεατρικό ήρωα που είναι γραμμένος σε ένα χαρτί.
Μιλώντας για τους δασκάλους σας, αισθάνομαι πως σταθήκατε τυχερή.Ναι, Ζυλ Ντασέν, Κάρολος Κουν, Πέλος Κατσέλης, Γιώργος Σεβαστίκογλου. Επίσης, είχα την τύχη να δουλέψω στον ΘΟΚ κοντά σε ξένους σκηνοθέτες από την Ευρώπη και την Αμερική, τους οποίους μετακαλούσε ο οργανισμός. Γνώρισα, ας πούμε, τον Μπρεχτ από πρώτο χέρι, δουλεύοντας με τον, τότε, ανατολικογερμανό Χανς Ούβε Χάουζ. Κι αυτό πλούτισε όλη μου την εμπειρία.
Θεωρώ ότι ο Πέλος Κατσέλης υπήρξε ένας σπουδαίος παιδαγωγός και σκηνοθέτης που μου έδωσε την γνώση και την κατοχή του ελληνικού προφορικού λόγου. Μου δίδαξε τον ελληνικό ρυθμό· την ελληνική ποίηση, το δεκαπεντασύλλαβο, το αρχαίο ελληνικό δράμα, το δημοτικό τραγούδι. Βεβαίως, μετά τον Κατσέλη πέρασα στον Κάρολο Κουν. Εκεί άνοιξε μιαν άλλη ιστορία κι ένας άλλος κόσμος για μένα. ‘Ηταν ο Κουν που τηλεφώνησε στον Κατσέλη και του ζήτησε να του στείλει «μια καινούργια», γιατί είχε ανάγκη από μια νέα ηθοποιό. Στο Τέχνης πέρασα δύσκολα, σκληρά, επίμονα, δεν υπήρχε ρολόϊ, ούτε διάλειμμα κι όλες οι μέρες ήταν ίδιες. Αλλά ήταν και σπουδαία. Ο Κάρολος Κουν ήταν μια μορφή που εξέπεμπε φως. ‘Εμπαινε μέσα, με την καθημερινότητα του, με τα ακατάστατα μαλλιά του, με το ξεχειλωμένο πουλόβερ αλλά η αύρα του επιδρούσε πάνω μας.
Αν κοιτάζατε τον εαυτό σας εκείνη την εποχή, ποια εικόνα θα σας ερχόταν στο μυαλό;Θα σας αφηγηθώ ένα στιγμιότυπο. ‘Οταν πήγα στο Θέατρο Τέχνης ένα πρωϊνό – κι έντρομη κατέβηκα εκείνες τις σκάλες του Υπογείου και κάθισα στο σκοτεινό φουαγιέ – με πήρε από το χέρι ο Χατζημάρκος και με έβαλε μέσα στην πρόβα. ‘Ηταν όλοι μαζεμένοι εκεί κι ο Κουν, με το που εμφανίστηκα, ζήτησε διάλειμμα για να με δοκιμάσει. Θα παίζαμε μια σκηνή στο «Βασιλιά πεθαίνει» του Ιονέσκο με τον βασιλιά και τη νοσοκόμα του. Με έβαλε, λοιπόν, πρίμα βίστα για να διαβάσω ένα κείμενο. Εγώ από μέσα μου σκεφτόμουν «τώρα, πάει, έφυγες». ‘Ομως, ο Κουν έριξε ένα βλέμμα στον Χατζημάρκο και τον Λαζάνη (που είχαν μείνει μέσα) και μου είπε: «Αύριο το πρωί να έρθεις στην πρόβα στις 10.00» (αναπαριστά τη φωνή του Κουν). ‘Εβαλα τα κλάματα επί τόπου. Γύρισα στο σπίτι κι έμαθα όλο μου το ρόλο. Το άλλο πρωϊνό, στην πρόβα όλοι καθισμένοι σε σκαμνάκια πλιάν, είχαμε τα κείμενα μπροστά μας. Ο Κουν με παρακολουθούσε, καθώς έλεγα τα λόγια μου απ’ έξω· αλλά κάποια στιγμή μπλόκαρα. Σηκώνω, τότε, το χέρι μου – όπως στο σχολείο – και του λέω «Κύριε Κουν, μπορώ να κοιτάξω λίγο μέσα;». Και βάζει κάτι γέλια! Κι εκείνος, κι ο Λαζάνης και ο Χατζημάρκος.
Αφήνετε το Τέχνης παρόλα αυτά…Ναι, μα βγαίνοντας όλοι μας από την ίδια μήτρα δημιουργήσαμε ένα κυπριακό Θέατρο Τέχνης.
Μια κολλεκτίβα. Αναρωτιέμαι αν στην πορεία σας αυτή σας απασχόλησαν οι ρόλοι;Αν είσαι κακός, γιατί να είσαι ηθοποιός; Να φύγεις! ‘Οπως αν είσαι κακός γιατρός και κινδυνεύεις να στείλεις στον θάνατο έναν συνάνθρωπο σου
‘Οσο ήμασταν στο θεατράκι του ΡΙΚ και στον ΘΟΚ λειτουργούσαμε ως ομάδα. Δεν υπήρχαν πρωταγωνιστές που θα έπαιζαν και θα γύριζαν στο σπίτι τους περιμένοντας τον επόμενο πρώτο ρόλο. ‘Επαιζες Μπερνάντα Αλμπα και στην επόμενη παραγωγή έκανες κάτι μικρό. ‘Ολοι μπορούσαμε να κάνουμε μεγάλα πράγματα και όλοι μπορούσαμε να κάνουμε και τα μικρά. Συνεπώς, δεν με απασχόλησε ποτέ τι θα παίξω, αλλά κανείς δεν μας ρώτησε κιόλας. Στο ΘΟΚ μαθαίναμε το ρόλο που θα παίξουμε την ημέρα που ανακοινωνόταν το ordino.
Καταρχήν, θέλω να μιλήσω για μιαν άλλη παρεξήγηση: Του καλού και του κακού ηθοποιού. Αν είσαι κακός γιατί να είσαι ηθοποιός; Να φύγεις! ‘Οπως αν είσαι κακός γιατρός και κινδυνεύεις να στείλεις στον θάνατο έναν συνάνθρωπο σου. Επομένως, όταν διαλέγεις ένα επάγγελμα πρέπει να είσαι καλός a priori. Από εκεί και πέρα και το μικρό και το μεγάλο έχει την αξία του. Πολλές φορές, άλλωστε, ένα μικρό κλέβει την παράσταση.
Τι ανανεώνει κάθε φορά το ενδιαφέρον σας ν’ ανεβείτε ξανά στην σκηνή;Να γίνω μια άλλη, κάθε φορά.
Μεγαλώνοντας, έχετε την ίδια αγωνία για το θέατρο;Αγωνίες μπόλικες. Εδώ τώρα, με τον ρόλο της Ρόουζ, τρώγομαι. Γιατί, είναι ένας μονόλογος. Είναι σαν να βρίσκομαι πάνω σε ένα μοτοσακό και δίπλα μου, ένθεν κι ένθεν, να περνούν φορτηγά. Είμαι απολύτως εκτεθειμένη στον κίνδυνο.
‘Εχετε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σας;Στην ηλικία μου θέλω να παίζω ρόλους της ηλικίας μου – μην τρελαθούμε
Ακόμα, ναι. Αλλά, πλέον, όχι για όλα τα πράγματα. Σ’ αυτή την φάση δεν θέλω να υποδυθώ νεαρές κυρίες, όπως έκανα πριν από 30 χρόνια. Στην ηλικία μου θέλω να παίζω ρόλους της ηλικίας μου – μην τρελαθούμε. Οπως βλέπεις δεν έχω κάνει τίποτα. Ακολουθώ το χρόνο μου.
Αγαπάτε τις ρυτίδες σας;Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Κοντεύω τα 80. Θα ήταν ανόητο να είμαι «έτσι» (κάνει γκριμάτσα duck face) στα 80. Στα 50 μου ναι, ζούσα μια ακμή.
‘Επεσα πάνω σε μια φωτογραφία του γάμου σας και είδα ότι υπήρξατε πολύ ωραία γυναίκα. Είχατε την αυτοπεποίθηση της ομορφιάς;‘Οχι. Πρώτα απ’ όλα ήμουν πάντα μύωπς. Δεν ήξερα που βρισκόμουν κι αν έχανα τα γυαλιά μου, σκοτωνόμουν, σκουντούφλαγα, έπεφτα κάτω, κουτούλαγα σε τοίχους. Προϊόντος του χρόνου χειροτέρεψε η όραση μου.
Πάντως, ήθελε τεράστια δύναμη, η ερμηνεία σας ως Εκάβη στις «Τρωάδες» με τη μέθοδο του Θόδωρου Τερζόπουλου. Γηράσκω αεί διδασκόμενος;Οι συνθήκες στους Δελφούς ήταν φοβερά απαιτητικές. Ανά πάσα στιγμή κινδύνευες να παραπατήσεις και να πέσεις κάτω. Αλλά είμαι ευγνώμων στην τύχη μου, στην μοίρα και το Θεό μου που με αξίωσε να παίξω εκεί. ΄Ηταν μια μοναδική εμπειρία. ΄Ημουν μια γηραιά κυρία ανάμεσα σε νιάτα αλλά δεν τους άφησα στιγμή να καταλάβουν αν πονούσα, αν κουράστηκα· τίποτα. Κάθε μέρα, έκανα γυμναστική επί 70 λεπτά πριν την πρόβα – εξ ου και ανταποκρίθησα σε όλα αυτά που ζητούσε ο κ. Τερζόπουλος και “βγήκε” μια Εκάβη τόσο διαφορετική από όλες τις άλλες που είχα κάνει. Είναι κάτι που καταγράφεται στο βιογραφικό μου με πολύ ικανοποίηση. Πιστεύω, πάντως, ότι δεν θα μπορούσα να το ξανακάνω, γι’ αυτό και δεν ακολούθησα την παράσταση στην Ιαπωνία. ‘Ηξερα ότι δεν θα άντεχα. Βλέπετε, όταν είσαι μεγάλος τα χρόνια περνούν πιο γρήγορα κι αφήνουν πάνω σου σημάδια.
Αληθεύει πως παίζετε αδιάλλειπτα εδώ και 57 χρόνια;Ναι, δεν έχω σταματήσει καθόλου. Τις προάλλες σκεφτόμουν πως, από τότε που βγήκα στο θέατρο, δεν έχω υπάρξει ποτέ άνεργη. Θα μου πείτε, τότε ήσασταν πολύ λίγοι μαντάμ, ενώ τώρα είναι χιλιάδες οι ηθοποιοί. Πάντως, έκανα πολύ σπουδαία πράγματα, είμαι πολύ ευχαριστημένη και με τον εαυτό μου, την ανταπόκριση και με την επαφή μου με τον κόσμο – που είναι πια μια άλλη σχέση, οικεία και τρυφερή.
Κι όταν σας συναντούν στο δρόμο πως αντιδράτε;Κοκκινίζω ακόμα. Χαίρομαι πάρα πολύ και αισθάνομαι πως όποιο κόπο καταβάλλω έχει αντίκρυσμα. Κι αυτό με συγκινεί πάρα πολύ. Αλλά άλλο από το «ευχαριστώ πολύ» δεν ξέρω τι άλλο να πω. Δεν ξέρω τι πάει να πει πρωταγωνίστρια. Μη μου λέτε πρωταγωνίστρια γιατί ντρέπομαι.
Μέχρι στιγμής, έχετε σκεφτεί ν’ αφήσετε το θέατρο;‘Εκανα πολύ σπουδαία πράγματα, είμαι πολύ ευχαριστημένη και με τον εαυτό μου και με την επαφή μου με τον κόσμο
‘Ο,τι κάνω ως τώρα συμβαδίζει με τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις. Αν καταλάβω ότι το μυαλό μου έχει κουραστεί, δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσω. Είναι καλό να αποσύρεσαι χωρίς να προκαλείς τη λύπη στον θεατή. Αλλιώς τι να κάνω, αναλόγιο; Τι να το κάνω το αναλόγιο; Διαβάζω και σπίτι μου.
Δεν θα σας κακοφανεί να πείτε «όχι άλλο θέατρο» μετά από 57 ολόκληρα χρόνια;Αισθάνομαι πως δεν θα μου λείψει γιατί έχω επαφή με τα παιδιά στα οποία διδάσκω. Φυσικά, η σκηνή είναι άλλο πράγμα, αλλά και η διδασκαλία με καλύπτει και με γοητεύει. Μου αρέσει να μεταδίδω στα παιδιά όποια εμπειρία έχω. Κάποιαν ώρα θα σταματήσω βέβαια…
Προς το παρόν, έχετε τη «Ρόουζ».Κι αμέσως μετά έναν ακόμα μονόλογο στην Κύπρο.
Δυο μονόλογοι στη σειρά;Ο μονόλογος της Κύπρου προηγήθηκε της Ρόουζ. Αφορά σε μια Ναζί Γερμανίδα, την ιδιαιτέρα γραμματέα του Γκέμπελς, την Μπρουχίλντε Πόμσελ. Μια ομάδα Αυστριακών δημοσιογράφων την κατάφεραν να μιλήσει και να αφηγηθεί τι απεκόμισε από όλη αυτή την τερατωδία· κι από αυτή την αφήγηση ο Κρίστοφερ Χάμπτον έκανε ένα μονόλογο. Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον να περάσω από την Εβραία στη Γερμανίδα; Στη Ρόουζ μιλώ για μια γυναίκα που άντεξε κάτω από απίστευτες περιπέτειες, τον ξεριζωμό, τα βασανιστήρια, την προσφυγιά, τα δεινά από το γκέτο της Βαρσοβίας μέχρι την Αμερική που έφτασε· ενώ στην Κύπρο θα περάσω σ’ ένα υπαρκτό πρόσωπο, ένα τέρας 103 ετών.
Είστε κι εσείς παιδί του πολέμου. Αισθάνεστε μια κάποια συγγένεια ερμηνεύοντας τη Ρόουζ;Είναι καλό να αποσύρεσαι χωρίς να προκαλείς τη λύπη στον θεατή. Αλλιώς τι να κάνω, αναλόγιο;
Γεννήθηκα μέσα στον πόλεμο, το 1941 και ξαναβίωσα πόλεμο στην Κύπρο. Αλλά έχω και πολύ ζωντανές μνήμες από τον Εμφύλιο.
Παρότι ήσασταν παιδί…Ναι, γιατί ήταν πολύ σκληρά τα βιώματα. Θυμάμαι τη φίλη μου, τη Φανούλα που πέθανε από φυματίωση. Δεν ξεχάσω ποτέ την κηδεία της Φανούλας, όταν την είδα ντυμμένη νύφη. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης κι ήξερα όλα τα τυπικά της εκκλησίας – βαφτίσια, γάμους. ‘Ημουν, εννοείται, εξοικειωμένη με το θάνατο γιατί άκουγα όλα αυτά τα λυπητερά που έψαλλε ο μπαμπάς μου και οι παππάδες, κι έβλεπα τους νεκρούς στο φέρετρο. Αλλά την εικόνα της Φανής δεν θα την ξεχάσω ποτέ. ‘Οπως και τον Βαγγέλη, ένα κουκλάκι στην γειτονιά που του άρεσε να παίζει μπάλα. Αυτό το παιδί πάτησε νάρκη, τρέχοντας στο χωράφι. ‘Εγινε ρόδι και χάθηκε… ‘Αγρια εποχή. Αρρώστια, ασιτία, φτώχεια. Η μάνα μου πούλησε όλη της την περιουσία για να αγοράζει λίγο λάδι και πατάτες από τους μαυραγορίτες και να μας ταϊσει. Χρόνια μετά, ζήσαμε και την εισβολή στην Κύπρο, όπου ο άνδρας μου έφυγε έφεδρος και με άφησε με δυο μωρά στο σπίτι. Δοξάζω την Παναγία που η οικογένεια μου βγήκε αλώβητη από αυτή την αιματοχυσία. Δεν κλάψαμε νεκρούς και αγνοούμενους. Αλλά όπου πόλεμος, άστα να πάνε.
Αυτά τα βιώματα καθόρισαν την πολιτική σας συνείδηση;Από τους γονείς και τους παππούδες μου ανατράφηκα με την μεγάλη ιδέα της κοινωνικής ισότητας, της αλληλεγγύης. Της αποδοχής, της συμπόρευσης σ’ έναν κοινό στόχο: Την ελευθερία. Την ατομική και συλλογική ελευθερία, την ελευθερία της σκέψης και της πίστης. ‘Ολα αυτά τα δέχθηκα από μικρή και τα έκανα δικά μου.
Αναφερθήκατε στα θεία αρκετές φορές. Πιστεύετε;‘Οταν ήμουν μικρή ήμουν ξεφτέρι στα εκκλησιατικά. Μετά πέρασα σε μιαν άλλη σφαίρα, απομακρύνθηκα. Πλέον, δεν ξέρω. Συνέχεια στο στόμα μου είναι η Παναγία, σαν να είναι φίλη μου. Της μιλάω, την σκέφτομαι. Τι ονομάζουμε Θεό; ‘Ολο αυτό το σύμπαν που μας περιβάλλει, όλο αυτόν τον θαυματουργό αιθέρα. Κάνεις έτσι στον ουρανό και διαλογίζεσαι ή προσεύχεσαι. Τι σημαίνει προσεύχομαι; Εγώ, πολλές φορές μπαίνω μέσα στην εκκλησία και αυτοσυγκεντρώνομαι.
Τι σκέψεις σας προκαλεί η έννοια του τέλους;Ξέρω ότι θα έρθει, μπορεί αύριο, μπορεί του χρόνου, μπορεί σε πέντε χρόνια. Μπορεί να ζήσω ως τα 100. ‘Ομως, σκέφτομαι το τέλος. Και να σας πω γιατί. Σκέφτομαι, «να πάρει η ευχή δεν θα δω νύφη την εγγονή μου». Η’ δεν θα προλάβω να την δω να παίρνει το πτυχίο της στο Πανεπιστήμιο. Αλλά δεν με τρομάζει το χώμα, όχι. Πάντα, όμως, θα ζηλεύω τις γιαγιάδες με τα δισέγγονα.
Μιλάτε συχνά για την οικογένεια σας και αμφιβάλλω για το αν θα σας άκουγα να λέτε πως η τέχνη είναι η ζωή σας…Σκέφτομαι το τέλος. Και να σας πω γιατί; Σκέφτομαι «να πάρει η ευχή δεν θα δω νύφη την εγγονή μου»
‘Εκανα οικογένεια παιδί μου, αστειεύεσαι; ‘Εχω έναν υπέροχο σύζυγο, δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη, επίσης δυο υπέροχες εγγονές. Οικογένεια· χαρά, χαρά! Η ζωή μου τα είχε όλα. Αλλά πάντα θα αγαπώ να επιστρέφω στα απλά πράγματα: Να μαγειρεύω στην κουζίνα μου, να καλώ τα παιδιά μου στο σπίτι όπου θα έχω φτιάξει όποιο φαγητό αγαπούν πιο πολύ. Τέτοια πράγματα.
Είστε ικανοποιημένη από τον κύκλο που έχει διαγράψει;Δεν ονειρεύτηκα να πάω στο Χόλυγουντ, μη χειρότερα! Αλλά έκανα ένα ωραίο γάμο, ερωτεύτηκα το νέο και με ερωτεύτηκε κι αυτός, κλείσαμε 53 γάμου και 55 μαζί. Μαζί και στο θέατρο. Η κόρη μας, είναι, επίσης μια πολύ καλή ηθοποιός και έχει την ευθύνη του Σατιρικού Θεάτρου, ο γιος μου είναι δημοσιογράφος επιτυχημένος, οι εγγόνες μου είναι εξαιρετικές μαθήτριες. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη ερμηνεύει την «Ρόουζ» του Μάρτιν Σέρμαν. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 8 Νοεμβρίου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο.
Σκηνοθετεί ο Νίκος Καραγεώργος.