MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
05
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Δημήτρη Σωτάκη, γιατί είσαι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας;

Το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη «Ο Μεγάλος Υπηρέτης» μιλά για τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του και την ψευδαίσθηση της δύναμης της εξουσίας.

Γεωργία Οικονόμου | 05.11.2019

Τα βιβλία του είναι δυστοπικά, τα σύμπαντά που δημιουργεί σχεδόν καφκικά. Οι ήρωές του ετεροκαθορίζονται από τις εμμονές τους και πασχίζουν να ζήσουν σ΄έναν κόσμο που ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στον σουρεαλισμό και τον σκληρό ρεαλισμό.

Εστιάζει αποκλειστικά πάνω στον άνθρωπο και όχι σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που είναι ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας της γενιάς του με τα βιβλία του να κυκλοφορούν από τη Γαλλία, την Ιταλία, τα Βαλκάνια και την Τουρκία έως την Κορέα και την Κίνα και γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία.

Ο λόγος για τον Δημήτρη Σωτάκη, το νέο μυθιστόρημα του οποίου «Ο μεγάλος υπηρέτης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος και πραγματεύεται τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του και την ψευδαίσθηση της δύναμης της εξουσίας.

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από έναν επιχειρηματία που προσλαμβάνει στο σπίτι του έναν βοηθό, προκειμένου να βάλει την χαοτική καθημερινότητά του σε μια τάξη. Από τη στιγμή όμως που θα ξεκινήσει αυτή η συγκατοίκηση, μια σειρά από παράξενα γεγονότα οδηγεί αυτή την ιστορία σε απρόβλεπτα και σκοτεινά μονοπάτια.

Με αφορμή τον «Μεγάλο Υπηρέτη» είχαμε μία εφ όλης συζήτηση μαζί του.

Πού μεγάλωσες; 

Μεγάλωσα στα Άνω Ιλίσια, σε μια γειτονιά σχετικά κοντά στο κέντρο της Αθήνας και παρ’ όλο που έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ήμουν παιδί, ακόμη και τότε-στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 που κόντευα τα δέκα- δεν υπήρχε και πολύς χώρος στην περιοχή για παιχνίδι, χιλιάδες τα αυτοκίνητα, ανάμεσα σε πολυκατοικίες που ξεφύτρωναν η μία δίπλα στην άλλη. Ωστόσο τα καλοκαίρια στις διακοπές, έπαιζα ποδόσφαιρο φορώντας περήφανα την φανέλα του Παναθηναϊκού, ποδήλατο δεν έμαθα ποτέ, ήμουν πολύ κακός σε αυτό, κόντεψα να σκοτωθώ αρκετές φορές. 

Στην έκθεση και στη λογοτεχνία στο σχολείο έβγαινες συχνά εκτός θέματος;

Ήμουν καλός μαθητής. Όχι άριστος, αλλά καλός. Σε αυτά τα μαθήματα πράγματι ξεχώριζα, όμως το σχολείο δε μου άρεσε ποτέ, ήταν μια φοβερή αγγαρεία, κάτι που απλώς έπρεπε να διεκπεραιώσω. Ακόμα και σήμερα, το σχολείο μου μοιάζει με μια τρομακτική διαδικασία, χωρίς κανένα απολύτως νόημα. 

Ήσουν ανέκαθεν καλλιτεχνικός τύπος; Πότε ξεκίνησες να γράφεις;

Νομίζω πως ναι. Έγραφα από νωρίς, στο γυμνάσιο αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα και στ’ αλήθεια το κατάφερα, ακολούθησε δεύτερο, μου άρεσε το συναίσθημα από τότε, να δημιουργήσω την ιστορία, να βρω τίτλο, μου προξενούσε χαρά όλο αυτό. Το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα πριν πολλά πλέον χρόνια, αλλά θα έλεγα ότι η «Πράσινη Πόρτα», ένα μυθιστόρημα που βγήκε απ’ το Μεταίχμιο το 2002 είναι στην ουσία το πρώτο μου βιβλίο. 

Λογοτεχνικές επιρροές;

Κορτάσαρ, Κάφκα, Μπέρνχαρντ, Ροΐδης, οι Ρώσοι κλασικοί, η λίστα συνεχίζεται. 

Τι είναι αυτό που σε ενέπνευσε στον “Μεγάλο Υπηρέτη”;

Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τις ζωές τους. Η μοναχικότητα και ο αυτισμός της σύγχρονης ζωής, σε συνδυασμό με μια ανεξήγητη αδράνεια που χαρακτηρίζει τις κινήσεις μας. Και η εξωφρενική εμμονή για την επιτυχία, η ψευδαίσθηση της εξουσίας που προσφέρει η επιτυχία. 

Ποιος είναι αυτός ο “Μεγάλος Υπηρέτης” συμβολικά; Στο σήμερα;

Θεωρώ ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει  ο Μεγάλος Υπηρέτης. Προσαρμόζουμε τις ζωές σε ό, τι θεωρούμε πως έχουμε ανάγκη, εξυπηρετούμε την ανάγκη μας για ευτυχία, πολλές φορές ως μία παραίσθηση, μία παραφορά της ευδαιμονίας που ονειρευόμαστε. Και μπροστά σε αυτή την υπόσχεση, σε αυτή την προοπτική, γινόμαστε ο Μεγάλος Υπηρέτης. 

Το βιβλίο πραγματεύεται το γεγονός πως ζούμε επίπλαστες ζωές. Πόσο σε απασχολεί αυτό και πόσο το βλέπεις γύρω σου;

Θεωρώ πια αυτονόητο ότι ζούμε επίπλαστες ζωές. Το βλέπω συνέχεια. Είμαστε ηθοποιοί σε έναν γιγαντιαίο θίασο, οι ρόλοι έχουν μοιραστεί και η παράσταση έχει ξεκινήσει. Ζούμε τις ζωές των ανθρώπων που έχουμε πιστέψει ότι είμαστε, γραπωμένοι από την ελπίδα ότι θα αγαπηθούμε και θα αγαπήσουμε, θα δοκιμάσουμε ηδονές και θα νιώσουμε ζωντανές τις αισθήσεις μας. Δεν είναι κακό αυτό που συμβαίνει, είναι ανθρώπινο, αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, τουλάχιστον όπως έχει διαμορφωθεί στη σύγχρονη κοινωνία. 

Οι ήρωές σου είναι εμμονικοί… είναι κάτι που αντικατοπτρίζει εσένα αυτό; Πόσο σε καθορίζουν οι εμμονές σου και ποιες είναι αυτές;

Θα έλεγα ότι το στοιχείο των εμμονών ήταν έντονο στα πρώτα μου βιβλία. Οι ήρωες διακατέχονταν σχεδόν από ψυχοπάθειες, ήταν εγκλωβισμένοι σε έναν δικό τους ιδιότυπο μικρόκοσμο. Στα τελευταία βιβλία, έχω την εντύπωση, έχουν περισσότερο την ανάγκη να ευτυχήσουν, να αισθανθούν ζωντανοί. Σαφώς και έχω εμμονές, τις έχω περιορίσει, δε δαμάζονται εύκολα, αλλά δεν καθορίζουν πια τη ζωή μου. 

Βάζεις πρόγραμμα γενικώς στη ζωή σου ή είσαι γενικώς απροσάρμοστος;

Κάνω συνεχώς επανεκκινήσεις σε προγράμματα που δεν τηρώ ποτέ. Προσπαθώ, δηλαδή, να βάλω μια τάξη σε αυτός το εσωτερικό μου χάος με πενιχρά ωστόσο αποτελέσματα. Πάντως, όσο κι αν συχνά απολαμβάνω αυτή την αναρχία, όσο περνάνε τα χρόνια έχω ανάγκη από μια κανονικότητα. 

Τι θα έλεγες πως σε εμπνέει; Πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες για να κάτσεις να γράψεις;

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη έμπνευση, δεν μπορώ να πω ότι εμπνέομαι τα βιβλία, όσο ότι υπάρχει μια περιοδικότητα που επιλέγω να δώσω ένα προσωπικό στίγμα για τη ζωή μου, για τη ζωή μας και αυτό το κάνω γράφοντας ένα ακόμα μυθιστόρημα, είναι ο τρόπος μου για να είμαι παρών. Οι συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερες, θέλω ησυχία και μοναξιά. 

Πώς έχει προκύψει και είσαι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας;

«Το θαύμα της αναπνοής» (μυθιστόρημα του 2009) ήταν το όχημα για να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι των μεταφράσεων, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έχει εκδοθεί σε δέκα περίπου γλώσσες και ακολούθησαν πολλά ακόμα βιβλία. Το γεγονός ότι δεν εστιάζω τις ιστορίες μου σε συγκεκριμένο γεωγραφικό προσδιορισμό, εν ολίγοις δε γράφω για την Ελλάδα, αλλά για τον άνθρωπο γενικά, ήταν προφανώς ο κύριος λόγος που τα βιβλία μου μπόρεσαν να γίνουν αντιληπτά σε διαφορετικά μήκη και πλάτη του πλανήτη. 

Ξέρω πως είσαι υπέρμαχος του κινεζικού πολιτισμού. Τι είναι αυτό που σε γοητεύει σ’ αυτόν;

Η Κίνα μου προκαλεί δέος. Φτάνει να είμαι εκεί, μου είναι αρκετό για να αισθανθώ αυτό το απερίγραπτο συναίσθημα. Αισθάνομαι μια διαρκή ευφορία βρισκόμενος εκεί, έχω μια μεταφυσική σχεδόν σχέση μαζί της. Το κυριότερο είναι βέβαια η ίδια η γλώσσα, αλλά και τόσα άλλα, θα αναφέρω ενδεικτικά το φαγητό. 

Αγαπημένη εικόνα από τα ταξίδια σου στην Κίνα;

Είναι πολλές. Η πρώτη φορά που έφτασα στο Πεκίνο μία απ’ αυτές, νόμιζα πως είχα προσγειωθεί σε άλλον πλανήτη. Παρατηρούσα αχόρταγα τα πάντα, τους ανθρώπους, το τοπίο, είναι απερίγραπτο. Αλλά και πρόσφατα στη Σαγκάη, οι μεσημεριανές βόλτες μου στην πόλη, η Κίνα είναι ένας μαγικός τόπος.

 Σε δέκα χρόνια φαντάζεσαι τον εαυτό σου να…

Αν ζω σε δέκα χρόνια θα ήθελα να είμαι ένας ήρεμος άνθρωπος. Θα ήταν ωραίο να έχω γράψει μερικά βιβλία ακόμη και να ταξιδεύω για τη δουλειά μου σε όλο και περισσότερες χώρες. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ευνοϊκότερο μέλλον. 

Ο μεγαλύτερός σου φόβος- εφιάλτης είναι…

Όσο περνάν τα χρόνια, οι φόβοι και εφιάλτες μου εξαφανίζονται. Είμαι έτοιμος να ξαναγίνω αστρική σκόνη, αποδέχομαι αυτή τη μοίρα σχεδόν με χαρά. 

Μελλοντικά σχέδια;

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετές απόπειρες και συζητήσεις σχετικά με το ανέβασμα ενός έργου μου στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ίσως γίνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση. Έχω επίσης μερικά ταξίδια σε κάποιες από τις νέες χώρες που θα κυκλοφορήσει κάποιο βιβλίο μου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Δημήτρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα “Η πράσινη πόρτα” (2002), “Η παραφωνία” (2005), “Ο Άνθρωπος Καλαμπόκι” (2007), “Το θαύμα της αναπνοής” (2009), “Ο θάνατος των ανθρώπων” (2012), “Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον” (2014), “Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ” (2015), “Ο Κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο” (2017). Το “Θαύμα της αναπνοής” κατέκτησε το βραβείο Athens Prize for Literature και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας, καθώς και για το βραβείο Jean Monnet στη Γαλλία. Βιβλία του έχουν κυκλοφορούν στα γαλλικά, τουρκικά, σερβικά, ολλανδικά, ιταλικά, δανέζικα, αραβικά, κινεζικά κ.ά. 

Περισσότερα από Βιβλία