Συν & Πλην: «Ρίττερ, Ντένε, Φος» στο Θέατρο Τέχνης
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» του Τόμας Μπέρνχαρντ σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης.
Πέντε χρόνια πριν από το θάνατο του, το 1984 ο Τόμας Μπέρνχαρντ υπογράφει ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης, γερμανόφωνης δραματουργίας. Αντλώντας στοιχεία από την οικογενειακή ιστορία του συμπατριώτη του και κορυφαίου Αυστριακού φιλόσοφου, Λούντβιχ Βίτγκενστάιν – ο ανηψιός του οποίου, ο Πολ Βίτγκενσταϊν ήταν προσωπικός φίλος του Μπέρνχαρντ – αλλά και από τρεις πρωταγωνιστές του γερμανικού θεάτρου την Ίλζε Ρίττερ, την Κίρστεν Ντένε και τον Γκερτ Φος, (σχηματίζοντας έτσι τον τίτλο με τα επίθετά τους), ο Τόμας Μπέρχαρντ συνθέτει «μια κωμωδία για τη μισανθρωπία».
‘Ηρωες του τρία αδέλφια μεγαλοαστικής καταγωγής που συναντώνται, γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι, όταν ο μεγαλύτερος αδελφός και τρόφιμος της ψυχιατρικής κλινικής Σάινχοφ της Βιέννης επιστρέφει στην οικογενειακή εστία μετά από 20 χρόνια. Εκεί κατοικούν οι δύο αδελφές του και σημαντικές ηθοποιοί που παίζουν στο θέατρο για να μην πλήττουν αλλά και γιατί μπορούν: Ο πατέρας τους είχε αγοράσει το μεγαλύτερο ποσοστό του θεάτρου. Η Ντένε είναι η οργανωτική δύναμη στον επαναπατρισμό του αδελφού, την ώρα που η Ρίττερ αμφισβητεί κάθε προσπάθεια της. ‘Αλλωστε, με την εμφάνιση του ο Λούντβιχ κάνει σαφές ότι δεν σκοπεύει να μείνει για πολύ και πως προτιμά να επιστρέψει στο Σάινχοφ.
Πριν όσο και κατά τη διάρκεια του γεύματος προσπαθούν να επικοινωνήσουν με μια παροιμιώδη αδεξιότητα, παρά την ιδιοφυή τους φύση. «Η ασυνεννοησία είναι το μόνο που με συνδέει με τις αδελφές μου» λέει χαρακτηριστικά ο Λούντβιχ (μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας). ‘Ολοι τους και ο καθένας ξεχωριστά βρίσκονται σε μια διαρκή πολεμική με τον εαυτό και μεταξύ τους, ανταγωνίζομται αλλήλους χωρίς έλεος και μέτρο, φέρονται με άκρατο παιδισμό και στρέφονται ξεκάθαρα κατά των γονιών και των προγόνων τους. Η, δια λόγου, σύγκρουση είναι ο πυρήνας της σχέσης τους, προδίδοντας πως πρόκειται για τρεις ανθρώπους εγκλωβισμένους ψυχαναγκαστικά στην οικογενειακή κληρονομιά και μνήμη, που δεν τους επέτρεψε να χαρούν τη ζωή.
Ως αδέκαστος παρατηρητής, ο Μπέρνχαρντ σαρκάζει την εμμονική αγκύλωση του ανθρώπινου πνεύματος και της ψυχής σε όσα του αποδόθηκαν από τους προγόνους, αντί να επιλέγει τον δρόμο της ατομικής βούλησης και ελευθερίας.
Για τον Μπέρνχαντ βεβαίως, το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» είναι και μια ακόμα δήλωση αποστροφής του προς τους συμπατριώτες του, Αυστριακούς που συνεργάστηκαν ανενδοίστα με τις ναζιστικές δυνάμεις του Χίτλερ, οδηγώντας όχι μόνο την πατρίδα τους αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη στον όλεθρο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Κι όλα τα παραπάνω τα εκθέτει με το γνώριμο ύφος του: Παραλληρηματικός λόγος, πυκνά υπαρξιακά νοήματα, απελπισμένοι και συχνά γελοίοι χαρακτήρες τους οποίους και ψυχογραφεί εξαντλητικά, με φόντο ένα μακιγιαρισμένο και σοβαροφανές περιβάλλον υψηλής τέχνης και διανόησης.
Το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ τον Αύγουστο του 1986.
H παράσταση‘Οταν ένα έργο συσπειρώνει τρεις, εγνωσμένης αξίας, ηθοποιούς (Στεφανία Γουλιώτη, Λουκία Μιχαλοπούλου, Αργύρης Ξάφης) κι έναν τέταρτο (Μαρία Πρωτόπαππα) για να τους σκηνοθετήσει, θα ήταν αστοχία να μην προκύψει μια παράσταση ηθοποιών. Ευτυχώς, η δημιουργική ομάδα αντιλαμβάνεται πλήρως την αξία αυτής της συνάντησης. ‘Ετσι, εστιάζει με αξιώσεις στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου οι ήρωες θα αναδειχθούν, οι ερμηνείες θ’ ανθίσουν, η, μεταξύ τους, χημεία θα καλλιεργηθεί ώστε να μπορούμε ήδη να μιλάμε για μια αξιομνημόνευτη συνάντηση που θα κρατηθεί ψηλά στην ατζέντα του ενδιαφέροντος αυτό τον θεατρικό χειμώνα. Μολονότι, υπάρχουν στιγμές που οι, υψηλού επιπέδου ερμηνείες, επισκιάζουν ακούσια το ίδιο το έργο, αυτό δεν ακυρώνει την εξαιρετική προσπάθεια.
Τα Συν (+) Οι ερμηνείεςΒγαίνοντας από το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης μπορεί κανείς να μιλάει για ώρα για το υψηλό ερμηνευτικό επίπεδο των τριών πρωταγωνιστών. Η αλήθεια είναι πως τα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ δεν συγχωρούν την μετριότητα, αντίθετα την εκθέτουν ανελέητα. Με αυτό κατά νου, η Στεφανία Γουλιώτη στο ρόλο της μεγάλης αδελφής, ο Αργύρης Ξάφης στο ρόλο του Λούντβιχ και η Λουκία Μιχαλοπούλου ως μικρότερη αδελφή συνδράμμουν τα μέγιστα στην προσέγγιση αυτού του δύστροπου και απαιτητικού, προς θέαση, έργου. Τόσο σαν ομάδα όσο και κατά μόνας κρατούν τον θεατή αγκιστρωμένο, βρίσκοντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία εκεί που ο ένας ρόλος κινδυνεύει να καταπιεί τον άλλο σε δυναμική.
Μπορεί κανείς να θαυμάσει την Στεφανία Γουλιώτη ειδικά στην εναρκτήρια σκηνή για την προσήλωση της στην διαχείριση της τελετουργίας και της φορμαλιστικής λεπτομέρειας όπως επίσης και για την ανάδειξη των κωμικών στοιχείων του Μπέρνχαρντ – ένα αληθινό ζητούμενο. Η Λουκία Μιχαλοπούλου επιτρέπει να διατρέξει την ερμηνεία της ένας high class κυνισμός, μια αλαζονική χλεύη που ανταποκρίνεται απόλυτα και με φυσικότητα στην μεγαλοαστική υποκρισία της ηρωίδα της. ‘Οσο για τον Αργύρη Ξάφη βρίσκεται, το δίχως άλλο, σε μια πολύ ώριμη στιγμή του και επιδίδεται σ’ ένα αληθινά, καθηλωτικό ρεσιτάλ παρακολουθώντας τον παραλογισμό του… ευφυούς Λούντβιχ σε όλες τις μεταπτώσεις του.
Ο Γιώργος Δεπάστας, ιδιαιτέρως ασκημένος στο γερμανόφωνο θέατρο – πρόσφατη μετάφραση του στον Μπέρνχαρντ χαρήκαμε κατά τον «Αδαή και Παράφρωνα» σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα – αποδίδει στις λέξεις μια χορταστική λάμψη, που ακόμα κι αν εντυπωθούν ως ατάκες – οδηγοί επιβίωσης θα είναι κέρδος για τον θεατή.
Η σκηνοθεσίαΗ μικρή σκηνοθετική εμπειρία της Μαρίας Πρωτόπαππα – κυρίως σε μια νέα ματιά πάνω στο αρχαίο δράμα – δεν την εμποδίζει να μπει με πολύ καλή ενέργεια στην κατανόηση και παρατήρηση ενός υλικού όπως αυτό του Μπέρνχαρντ. Μολονότι δεν οικειοποιείται τον εξπρεσιονιστικό τόνο που απολαμβάνουν συνήθως τα έργα του κορυφαίου Αυστριακού, αλλά τους γειώνει σχεδόν σ’ ένα ρεαλιστικό περιβάλλον, καταφέρνει να απογειώσει την ακρότητα των σχέσεων και το γκροτέσκο στοιχείο καθώς και να συμπτίξει τη σκηνική δράση. Το σοβαρότερο κατόρθωμα της, βεβαίως, είναι ότι προτάσσει την ιδιότητα της ως ηθοποιού και σαν τέτοια σκηνοθετεί, αποσπώντας αυτές τις εξαιρετικές ερμηνείες από τους τρεις πρωταγωνιστές της που δεν λύγισαν στιγμή μπροστά στη δαιμόνια γλώσσα του Μπέρνχαρντ.
Τα σκηνικά – Οι φωτισμοίΟι, πάντα, προσεγμένες φωτιστικές ερργασίες τουΣάκη Μπιρμπίλη συμπληρώνονται τελευταία και από σκηνικές εγκασταστάσεις. Η δουλειά του στο «Ρίττερ, Ντένε, Φος» αφενός βγάζει το Θέατρο Τέχνης από ένα λήθαργο απουσίας σκηνικών και αφετέρου το πράττει μ’ έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα τρόπο. Βασισμένος στην περιγραφή του Μπέρνχαρντ που ενταφιάζει τους ήρωες του «σ’ ένα εξαίσιο μαυσωλείο» δημιουργεί ένα εντυπωσιακό μεταλλικό μνημείο πεσόντων· και αποτίει φόρο τιμής στα θύματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τους θύτες των οποίων μνημονεύει διαρκώς ο Τόμας Μπέρνχαρντ στα έργα του.
Η οδηγία του Μπέρνχαρντ απαιτεί την εκτέλεση της πρώτης σκηνής του έργου σ’ ένα συγκεκριμένο ρυθμό και τέμπο, την οποία ευλαβικά τηρεί και η εν λόγω παράσταση. Δεν παύει, όμως, να λειτουργεί σαν παγίδα για την παρακολούθηση ενός τόσο δύσκολου έργου. Θα ήταν χρήσιμο αν η σκηνοθεσία έβρισκε μια άλλη τεχνική λύση προκειμένου να μην διακινδυνεύσει να χάσει το θεατή της.
Αργύρης Ξάφης.
Το άθροισμα (=)Με επίκεντρο τις θαυμάσιες ερμηνείες των Γουλιώτη, Μιχαλοπούλου και Ξάφη, ένα εντελές ανέβασμα του δύστροπου υλικού του Μπέρνχαρντ.