Μέσα από μια σειρά έργων από λάδι σε καμβά στα οποία απεικονίζονται πορτραίτα σε εσωτερικούς χώρους ο καλλιτέχνης καταθέτει μια ενότητα έργων παλλόμενη από φωτεινή σιωπή και λιτή, ειλικρινή ωραιότητα.
Μετακινούμενος εξακολουθητικά ανάμεσα σε ελάσσονα σκοτεινά ημιτόνια και ψιθυριστικές εστίες φωτός, ενεργοποιώντας τη σχεδιαστική ευφράδεια και την αριστοτεχνική χρήση του χρώματος, ο Πετρουλάκης αφουγκράζεται και επανασυγκροτεί τα ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της παρούσας μορφής και ανιχνέυει με τρυφερή τόλμη τον ψυχισμό των βιωμένων προσώπων του στενού οικογενειακού κύκλου του που χρησιμοποιεί ως μοντέλα.
Ο ίδιος ο καλλιτέχνης επιχειρώντας να καταγράψει την προσωπική του αίσθηση για την υφή και την ατμόσφαιρα των κόσμων ετούτων και αποφεύγοντας κάθε περιττή επικουρική περιγραφικότητα, δημιουργεί εντέλει μια σύγχρονη συναισθητική πλαστική γλώσσα, επικαλούμενος τον διηνεκή παλμό της καταλυτικής και εν θερμώ διεξαγόμενης ζωγραφικής πράξης.
Η ζωγραφική αυτή, που επιζητεί και κατακτά τη ρεαλιστική αναπαράσταση «φύσει» και όχι «θέσει», επιστρατεύοντας την ειλικρινή λιτότητα του σχεδίου και τον αριστοτεχνικό χειρισμό του φωτός και του χρώματος, παραμένοντας σε ανοιχτή συνομιλία με λιγοστά ορατά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου του καλλιτέχνη, πραγματώνεται εκ του φυσικού, άλλοτε προτάσσοντας ατελή περιγράμματα και προτείνοντας ένα εξαιρετικά εύγλωττο non finito κι άλλοτε ενορχηστρώνοντας ιδανικά την ποιητική διαμόρφωση των κενών, τις διαφάνειες και την εξπρεσιονιστική διάθεση του χρώματος, τις ηθελημένες ημιτέλειες που βουτούν ευφραντικά στη σιωπηλή ιεροτελεστία της ζωγραφικής.
Στη ζωγραφική αυτή με τις φωτεινές και τις σκοτεινές ποιότητες, τους πράσινους προπλασμούς, τις φαιές σιωπές και τις απαλές τονικότητες του ρόδινου, όπου τίποτε δεν σκηνοθετείται, όπου κάθε έργο επιζητεί τον προσωπικό του παραλλασσόμενο σε διάρκεια χρόνο και όπου η απαράμιλλη κάθαρση των σχημάτων δεν αποτελεί εσκεμμένη απόφαση αλλά ενδοσκοπική επιλογή καθημερινού τρυφερού άχθους που θυμίζει επίπονη άσκηση πιάνου, η συναρμογή της ρουτίνας της κάθε ημέρας αρθρώνεται από τον δημιουργό της και εντυπώνεται ως ποιητικό απεικονιστικό αφήγημα.
Βυθιζόμενο μέσα του, το εσωτερικό βλέμμα του πεπαιδευμένου θεατή ανατρέχει σε πολλές εξέχουσες στιγμές της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, επιτρέποντας, ενδεχομένως, στη μνήμη του Chardin να κυριαρχήσει.
Η ποιητική των μικρών καθημερινών επεισοδίων και η αγάπη για την επαναλαμβανόμενη τρυφερή ρουτίνα του βίου και τις ανεπίσημες οικογενειακές σχέσεις που συνδέει τον τελευταίο με τον Vermeer και τους άλλους λαμπρούς φλαμανδούς ζωγράφους του 17ου αιώνα που αποτύπωσαν την ψιθυριστική ελεγεία της καθημερινότητας, τα λαλούντα πορτραίτα των αγαπημένων οικείων που διαβάζουν ή αναπαύονται, τα ενσταντανέ των μικρών παιδιών και τα απαλά αυτοπορτραίτα που βυθίζονται σταδιακά στο σκοτάδι, η ντελικάτη γκάμα του χρωστήρα και η διασπορά του θερμού φωτός, και κυρίως, η μαγική αρμονία της σιωπής που με σάρκα και οστά ζωγραφίζεται, αναδεύοντας εξαρχής όλα τα συναισθήματα, όλα βρίσκονται εδώ, στη σπάνια ζωγραφική του Πετρουλάκη που επιθυμεί να μας κάνει εξαρχής να βλέπουμε, να αφουγκραζόμαστε, να αισθανόμαστε.