Ο Τάσος Μαντζαβίνος και ο δράκος στο Μουσείο Μπενάκη
Πίνακες και ζωγραφικά χειροτεχνήματα με πρωταγωνίστρια τη μορφή του δράκου συνομιλούν με τα έργα του ελληνικού μοντερνισμού της Γενιάς του ’30 στην Πινακοθήκη Γκίκα, στην έκθεση «Εγώ και ο Δράκος».
Την αίσθηση ότι εισέρχεται σε ένα κλειστό κουτί παιχνιδιών, μέσα σε ένα πανηγύρι ζωηρών και φωτεινών χρωμάτων, έχει ο επισκέπτης της έκθεσης «Εγώ και ο Δράκος» στην Πινακοθήκη Γκίκα. Στη μικρή αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, δίπλα από τη μόνιμη συλλογή με τις φιγούρες του Σπαθάρη και τους πίνακες του Κόντογλου, ο Τάσος Μαντζαβίνος, προτείνοντας μια δική του ανάγνωση της λαϊκότητας, εντάσσει το έργο του στο αφήγημα του ελληνικού μοντερνισμού έτσι όπως διαμορφώθηκε από τη Γενιά του ’30 και τους επιγόνους της.
Μέσα στο πολύχρωμο κουτί, που το πάτωμά του είναι καλυμμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με το «φιδάκι», το γνωστό επιτραπέζιο όπως το φαντάστηκε και το (ανα)κατασκεύασε ο καλλιτέχνης, ο Μαντζαβίνος απλώνει γενναιόδωρα τις χειροτεχνίες του, τους πίνακές του, αλλά και τα σύνεργα της μαστορικής που κουβάλησε από το εργαστήρι, δημιουργώντας μια παιγνιώδη ατμόσφαιρα καλοοργανωμένης αναρχίας. Μονάχα οι μυρωδιές από τις μπογιές, το νέφτι και τα ξύλα λείπουν για να δώσουν μια ολοκληρωμένη αίσθηση του μόχθου και του πάθους για τα υλικά που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του. «Ο ζωγράφος γίνεται καλός μέσα από τη μαστοράντζα», λέει ο ίδιος παρουσιάζοντας τα έργα του.
Εικαστική σκηνογραφίαΗ σκηνογραφική αντίληψη που χαρακτηρίζει τη διαμόρφωση της έκθεσης, αλλά και τα ίδια τα έργα, επιτρέπει στον θεατή να κινείται γύρω από αυτά, να τα περιεργάζεται και να τα βλέπει από πολλές γωνίες, χάρη στο σχεδιασμό του αρχιτέκτονα Γιώργου Βογιατζόγλου, συλλέκτη και ιδρυτή της ομώνυμης Πινακοθήκης στη Νέα Ιωνία, η οποία συνδιοργανώνει την έκθεση μαζί με το Μουσείο Μπενάκη.
Πίνακες, αλλά και «όρθια ζωγραφική», όπως χαρακτηρίζει ο καλλιτέχνης τα ζωγραφικά χειροτεχνήματα που παρουσιάζει, θέλοντας να αποφύγει τον όρο «κατασκευές», έργα «κεντημένα» συχνά σε τσίγκο, ξύλο και άλλα υλικά που συλλέγει από το Μοναστηράκι, δίνουν την αίσθηση χρηστικών αντικειμένων που ο μορφικός εξπρεσιονισμός του δημιουργού τους τα έχει στερήσει από κάθε χρηστικότητα, μετατρέποντάς τα σε κάτι παιγνιωδώς διαφορετικό: κηροπήγια, επιτραπέζια, ένα κουτί-καρουζέλ, ο μπερντές του Καραγκιόζη που υποδέχεται τον επισκέπτη στην είσοδο…
Ο Μαντζαβίνος αντλεί διαρκώς τύπους και μοτίβα από τη λαϊκή παράδοση και την ορθόδοξη εικονογραφία, με κεντρικό εκείνο του δράκου, στοιχείο σταθερό στη δημιουργία του, καθώς πρωταγωνιστεί σε όλα σχεδόν τα έργα, που σε χρονικό εύρος υπερβαίνουν την εικοσαετία. Μορφή απειλητική, κάτι που υπογραμμίζει και η έντονη χρωματική παλέτα του Μαντζαβίνου, για τον ίδιο συνιστά το διαφορετικό, το «άλλο», το περιθωριακό. Για τον καλλιτέχνη, αυτές οι σημασιοδοτήσεις δεν έχουν αρνητικό πρόσημο, γι’ αυτό άλλωστε αναφέρεται συχνά στον «καλό» δράκο και απορεί που μεταφορικά το όνομα αυτό συνδέεται με τους βιαστές.
Ο δράκος του Μαντζαβίνου είναι μια εικόνα που αναδύεται από το ασυνείδητο και, παρά την απειλητική μορφή του, έχει καλοκάγαθες ιδιότητες, λειτουργώντας παρηγορητικά, ίσως και προστατευτικά για τον ζωγράφο και τις μορφές που απεικονίζονται στους πίνακές του, μορφές που αποδίδονται σε στιγμές έντονης υπαρξιακής αγωνίας και έχουν σαν μοντέλο τους τον ίδιο τον καλλιτέχνη –«είναι το μόνο που ξέρω καλά και δεν θα πω ψέματα», παρατηρεί. Ίσως γι’ αυτό, όπως υπογραμμίζει ο επιμελητής της έκθεσης, ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς, ένας εναλλακτικός τίτλος γι’ αυτόν τον κύκλο δουλειάς του Μαντζαβίνου θα ήταν: «Εγώ ο Δράκος»…
Τάσος Μαντζαβίνος: Εγώ και ο Δράκος
Μουσείο Μπενάκη, Πινακοθήκη Γκίκα, Κριεζώτου 3, 210.36.15.702
Διάρκεια: 7 Νοεμβρίου 2019 – 4 Ιανουαρίου 2020
Ώρες λειτουργίας: Τετάρτη – Σάββατο: 10.00-18.00
Είσοδος: 5€