Ο Ιρλανδός
Η πιο αναμενόμενη ταινία της χρονιάς σε παραγωγή Netflix και σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε είναι ένα αξεπέραστο γκανγκστερικό έπος.
Υπόθεση
Η στενή σχέση οργανωμένου εγκλήματος και πολιτικής στη μεταπολεμική Αμερική, μέσα από τα μάτια του βετεράνου του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου Φρανκ Σίραν που αναδείχτηκε σε αρχιεκτελεστή της Μαφίας και δεξί χέρι του Τζίμι Χόφα, θρυλικού ηγέτη του συνδικάτου των φορτηγατζήδων.
I Heard You Paint Houses
Αρχικά η ταινία ήταν να κυκλοφορήσει με τίτλο την φράση «I Heard You Paint Houses» που ακούγεται πιο συχνά από κάθε άλλη. Ο κωδικός επικοινωνίας μεταξύ των μαφιόζων και του Σίραν που αφορούσε σε κάποιο επικείμενο δολοφονικό χτύπημα είναι κι ο τίτλος του βιβλίου του Τσαρλς Μπραντ που προήλθε από τις αυθεντικές εξομολογήσεις του γερασμένου Σίραν. Οι μαρτυρίες αυτές πάντως έχουν αμφισβητηθεί αρκετά για την εγκυρότητα τους. Τούτο πάντως δεν εμπόδισε τον σεναριογράφο Στιβ Ζέλιαν να διασκευάσει μια πυκνογραμμένη, φιλόδοξη και συμβολική ιστορία που εμπεριέχει όλη τα προσφιλή θέματα του Σκορσέζε, από την καθολική ενοχή μέχρι το γκανγκστερικό δράμα. Ο 77χρονος αμερικανός σκηνοθέτης υπογράφει με τον «Ιρλανδό» το πιο απαιτητικό φιλμ της καριέρας του.
Ένα έπος τρεισήμισι ωρών απλωμένο σε μια διάρκεια σχεδόν μισού αιώνα, χτισμένο σε αυθεντικά ιστορικά γεγονότα και με αφηγητή ένα τυπικό σκορσεζικό αντιήρωα, αντίστοιχο με εκείνο του Ρέι Λιότα στα «Καλά Παιδιά». Ο εγκληματικά απαθής και πειθήνιο όργανο των αφεντικών του, ο Φρανκ Σίραν (ο Ντε Νίρο σε όλες τις χρονικές στιγμές χάρη στη χρήση των ειδικών ψηφιακών εφέ που του προσάρμοζαν κατά περίσταση την ηλικία) είναι ο άνθρωπος που δεν λείπει σχεδόν από καμιά κομβική στιγμή του φιλμ. Ο Σκορσέζε τον χρησιμοποιεί για να κλείσει τις εκκρεμότητες του με το genre του γκανγκστερικού θρίλερ. Παράλληλα θέλει να δείξει τη στενή σχέση οργανωμένου εγκλήματος και πολιτικής στην αμερικανική ιστορία κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.
Τα καταφέρνει απόλυτα χάρη σε μια ανεπανάληπτα δυναμική γραφή που εντυπωσιάζει με το οίστρο, τη φρεσκάδα και κυρίως την ωριμότητα – ένα απόσταγμα πείρας και σοφίας- με την οποία επιλέγει να χτίσει την ταινία του. Μερικά από τα άλυτα μυστήρια της νεότερης Αμερικανικής Ιστορίας (από τη δολοφονία του Κένεντι ως την εξαφάνιση του Χόφα τον οποίο υποδύεται με τον πληθωρικό τρόπο του ο Πατσίνο αν και εκείνος που κλέβει την παράσταση από όλους είναι ο ανατριχιαστικά σιωπηλός Τζο Πέσι που υποδύεται το αφεντικό της Πενσιλβάνια Ρας Μπαφαλίνο) λύνονται με παροιμιώδη απλότητα και «ειλικρίνεια» – χαράς ευαγγέλιο για τους συνομωσιολόγους- ενώ χρησιμεύουν στον Σκορσέζε ως μέσο για να μας ταξιδέψει στις πιο μύχιες σκέψεις του που εδώ λαμβάνουν τη μορφή βαθιάς εξομολόγησης και ανάγκης για συγχώρεση. Ναι, το μεγαλείο του «Ιρλανδού» είναι αναμφισβήτητο.
Κι όχι επειδή μιλάει για την άλλη, πιο σκοτεινή και αντιηρωική πλευρά του γκανγκστερικού σύμπαντος αλλά επειδή φτάνει στην ουσία μιας απόλυτα χαμένης και βασανισμένης ζωής που κλείνει με τον πιο βίαιο τρόπο που μπορείς να φανταστείς. Όχι ο θάνατος και η απέραντη μοναξιά δεν είναι ότι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί στο τέλος του ταξιδιού. Το αληθινό ζόρι είναι η δοκιμασία που περνά ο γερασμένος Σίραν όταν εκλιπαρεί κυριολεκτικά να μιλήσει για μια τελευταία φορά με την κόρη του (τι εξαίρετη η λιτή παράσταση της Άννα Πάκουιν). Εδώ χτυπά η πραγματική καρδιά του φιλμ κι εδώ είναι όλο το νόημα της ύπαρξης του αριστουργηματικού «Ιρλανδού».