MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
24
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΑ

«Πόλεμος και Ειρήνη» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Από το σκοτάδι στο φως της ζωής

Μια εβδομάδα πριν την πρεμιέρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το νέο και ίσως μεγαλύτερο σκηνοθετικό εγχείρημα της Ιόλης Ανδρεάδη αποκαλύπτεται. Η ίδια μαζί με τους πρωταγωνιστές της Βασιλική Τρουφάκου και Κωνσταντίνο Μπιμπή μιλούν για την περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής σε συνθήκες κρίσης.

Στέλλα Χαραμή | 13.11.2019 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ

«’Ετσι, υπό την επίδραση των φλογερών αχτίδων της αγάπης, ένιωσε ν’ ανθίζει στην ψυχή και στη μορφή του, το παιδικό του χαμόγελο που ο πόλεμος και ο ξεριζωμός του στέρησαν». Η βαθιά φωνή του Κώστα Καζάκου από την άκρη της σκηνής, όπου κάθεται, απηχεί τον αφηγηματικό οίστρο του Λέοντος Τολστόϊ.

Με επικεφαλής τον ίδιο και τη Ρούλα Πατεράκη, η σκηνοθέτις Ιόλη Ανδρεάδη καθοδηγεί έναν ενδεκαμελή θίασο, κάνοντας το όνειρο της πραγματικότητα: Να θεατροποιήσει το ανεπανάληπτο έπος – εδώ για λογαριασμό του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

Στο κατώφλι της πλατείας του Δημοτικού θεάτρου Πειραιά η Βασιλική Τρουφάκου, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Νεφέλη Κουρή.

Γεύση από πρόβα

Πέντε φιγούρες με μοναστηριακές μαύρες κάπες προσέρχονται στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά με την σκηνοθετική οδηγία να δημιουργήσουν μια βοή. Μονάχα, η χαρακτηριστική φωνή της Ρούλας Πατεράκη που ψάλλει στα λατινικά «sic transit gloria mundi», – δηλαδή «έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου» – διακρίνεται από την μικρή ομάδα που μας εισάγει στην αφήγηση του Τολστόϊ εν έτει 1809· όταν «ο κόσμος προχώρησε».

Ελάχιστες ώρες, μετά την είσοδο των συντελεστών του «Πόλεμος και Ειρήνη» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και η σκηνοθέτις της παράστασης, Ιόλη Ανδρεάδη προσπαθεί να οργανώσει την κινησιολογική παρτιτούρα των πρωταγωνιστών της, στη σκηνή. Οργανώνοντας σύντομες σκηνές, τεμαχισμένες με κινηματογραφικό ρυθμό, καλεί διαδοχικά τους έντεκα ηθοποιούς της (Κώστα Καζάκο, Ρούλα Πατεράκη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδη, Νεφέλη Κουρή, Κωνσταντίνο Μπιμπή, Γεράσιμο Γεννατά, Βασιλική Τρουφάκου, Κώστα Νικούλι, Τζένη Κόλλια, Εστέλλα Κοπάνου και Ανδρέα Κανελλόπουλο) για να μπουν στην πρόβα. Εκείνη στο βάθος της πλατείας, πίσω από ένα μικρόφωνο δίνει οδηγίες, ενώ οι ηθοποιοί της φορούν στοιχεία από τα κοστούμια τους και μοιράζονται την υποφωτισμένη σκηνή με ευμεγέθεις ξύλινες μπάμπουσκες· αναβιώνοντας υφές μιας περασμένης ρωσικής εποχής.

Βασιλική Τρουφάκου και Πυγμαλίων Δαδακαρίδης.

Το έργο

Μέσα σε τέσσερις τόμους και 1600 σελίδες, εντοπίζεται το, για χιλιάδες αναγνώστες ανά τον κόσμο, σπουδαιότερο μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η σκηνοθέτις Ιόλη Ανδρεάδη είναι σίγουρα μια από αυτούς, καθώς χρόνια τώρα ονειρευόταν μια θεατρική μεταφορά του «Πόλεμος και Ειρήνη». «Αποτελεί το πιο αγαπημένο μου και πολυδιαβασμένο μου μυθιστόρημα. Αυτές τις, τόσο μαγικές, του 1.600 σελίδες τις διάβασα και τις ξαναδιάβασα από την εφηβεία μου ως σήμερα τουλάχιστον έξι φορές. Και ευχαριστώ από καρδιάς τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, Νίκο Διαμαντή, που μου εμπιστεύτηκε αυτό το εγχείρημα, να κάνω παράσταση το προσωπικό μου πνευματικό καταφύγιο» λέει τώρα.

Στο ογκωδέστατο έργο, ο Λέων Τολστόϊ εξιστορεί τα γεγονότα της εκστρατείας του Ναπολέοντα εναντίον της Ρωσίας (από το 1805 έως το 1820) και αντιδράσεις του ρωσικού λαού στη διάρκεια τους: Από την μια, τον πατριωτισμό, το υψηλό φρόνημα και την αντίσταση των χαμηλών στρωμάτων κι από την άλλη, την ανακόλουθη ανεμελιά της ρωσικής μπουρζουαζίας.

Ο μεγάλος Ρώσος στρέφει το βλέμμα στον άνθρωπο που ζει την φρίκη και τα δεινά του πολέμου και την μετάβαση του – άλλος πια – στην γαλήνη της ειρήνης. Γοητευμένη από τον πλούτο του η, εκ των πρωταγωνιστών της παράστασης, Βασιλική Τρουφάκου, συμφωνεί πως «πρόκειται για ένα έργο- “κιβωτό” της ανθρώπινης σκέψης και λειτουργίας. Περιλαμβάνει κάθε έκφανση της ψυχής και δραστηριότητας των ανθρώπων. Από το πιο μεγάλο ως το πιο καθημερινό. Ο τίτλος του δε “Πόλεμος και Ειρήνη” εσωκλείει τον ίδιο τον άνθρωπο, από το ένα άκρο του ως το άλλο».

Η σκηνοθέτις της παράστασης, Ιόλη Ανδρεάδη.

Βασισμένος στο ρεαλισμό, δίνοντας έμφαση στην εξέλιξη των χαρακτήρων και επιμένοντας στις αναλυτικές όσο και διεισδυτικές αφηγήσεις, ο Τολστόϊ παρακολουθεί τη ζωή των οικογενειών Μπολκόνσκι και Ροστόβ, όπως αυτές επηρεάζονται από τις επιλογές του νεαρού κόμη Πιερ Μπεζούχοβ.

Ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Μπιμπής (που ερμηνεύει τον ρόλο του Μπεζούχωφ) κρίνει πως το έργο του Τολστόϊ είναι μια κορυφαία παρακαταθήκη για τον άνθρωπο του 21ου αιώνα. Εξηγείται: «Η εποχή εκείνη ήταν εγκυμονούσα. Αν είχες οξύ μάτι θα μπορούσες να δεις πως η επανάσταση ήταν προ των πυλών. Ερχόταν καλπάζουσα από παντού. Στην εποχή μας, εγώ παρατηρώ το αντίθετο. Ο κόσμος δεν αντιδρά. Είναι μουδιασμένος. Έχει, κατά πολλοίς, αφεθεί στη μοίρα του. Μια μοίρα, που αν αφεθεί χωρίς μάχη και χωρίς αντίσταση στα χέρια των μεγάλων συμφερόντων, θα είναι μια μοίρα καταδίκης και σκλαβιάς. Ας διδαχθούμε κάτι, λοιπόν, από τον προεπαναστατικό αναβρασμό στη Ρωσία».

Κωνσταντίνος Μπιμπής.

Πάνω σ’ αυτό το υλικό, που αποτελεί μια τεράστια τοιχογραφία της ρωσικής κοινωνίας σε πολεμική και ηθική κρίση, εντρυφεί η Ιόλη Ανδρεάδη· και σε σταθερή συνεργασία με τον ‘Αρη Ασπρούλη επιχειρούν να το θεατροποιήσουν. Και έρχονται αντιμέτωποι τόσο με τις αρετές όσο και με τις δυσκολίες του εγχειρήματος: Βοηθήθηκαν από τις λεπτομερείς περιγραφές και την θεατρικότητα των περιγραφών αλλά δυσκολεύτηκαν γνωρίζοντας τους πολυάριθμους ήρωες του έργου, συνειδητοποιώντας πως «αποτελεί μεγάλη θυσία η αποσιώπηση έστω και ενός από αυτούς».

«Πρέπει κανείς να πάρει την απόφαση πως είναι ένας μόνο αναγνώστης ανάμεσα σε εκατομμύρια αναγνώστες του Τολστόι, που τα δικά του βιώματα και οι εμπειρίες καθρεφτίστηκαν σε μερικά από αυτά που περνούν οι ήρωες του έργου. Ο,τι γεννήθηκε σ’ αυτή τη συνάντηση καθορίζει το τι μένει, τι φεύγει, ποιοι από τους πολλούς χαρακτήρες του βιβλίου θα μεταφέρουν την ιστορία στην παράσταση, ποιες μάχες θα κρατηθούν, ποιοι έρωτες θα μνημονευτούν» εξηγεί η Ιόλη Ανδρεάδη. «Με αυτή την έννοια, πρόκειται για μια θεατρική μεταφορά με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, το προσωπικό φίλτρο δηλαδή. Αυτό που μου έδωσε μεγάλη ελευθερία και κέφι, ήταν ο απεριόριστος χρόνος της συγγραφής. Έπειτα παρέδωσα το έργο στον Άρη Ασπρούλη, που πήρε και εκείνος ενστικτωδώς αποφάσεις σε σχέση με στοιχεία όπως η φόρμα της γλώσσας, το χιούμορ και η εύρυθμη αφήγηση μιας τρίωρης ιστορίας».

Ο Κώστας Καζάκος σε ρόλο αφηγητή

Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί

Σ’ ένα σκηνικό πολέμου, κατά την εισβολή των ναπολεόντιων δυνάμεων στη Ρωσία στις αρχές του 19ου αινα, όπου οι νίκες εναλλάσσονται με τις ήττες, το φως με το σκοτάδι και ο έρωτας με το θάνατο, ο Τολστόι επιλέγει πρόσωπα δύο οικογενειών της ρωσικής αριστοκρατίας για να καθρεφτίσει έναν κόσμο αλλά και μια ψυχική συνθήκη μεγάλης μετάβασης: Ο αφελής και πλούσιος κόμης Πιερ Μπεζούχοβ ωριμάζει και αντιλαμβάνεται τα ουσιώδη της ζωής, η άβουλη πριγκίπισσα Μαρία Μπολκόνσκαγια παραδίνεται επιτέλους στην αγάπη, η χαριτωμένη κόμισσα Νατάσα Ροστόβα ενηλικιώνεται και αποκαθιστά τα λάθη της.

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής περιγράφει συγκινημένος το σύμπαν των Τολστοϊκών ηρώων «για την βαθιά ψυχή τους, την μόνιμη ανάγκη τους για ζωή, σκέψη, έρωτα. Όπως λέει και ο Τολστόι (στη διασκευή της Ιόλης και του Άρη), δεν είναι ήρωες αλλά άνθρωποι. Εκεί ακριβώς έγκειται, κατά τη γνώμη μου, και το ενδιαφέρον για τον ηθοποιό. Να συναντήσει τον άνθρωπο του τότε. Να μπει στη διαδικασία να εντοπίζει πως περπατά, πως στέκεται, πως γελά, πως κλαίει».

Στην αναμέτρηση με αυτά τα πρόσωπα και τις ψυχοσυνθέσεις, η Βασιλική Τρουφάκου εστιάζει την προσοχή της στην απόσταση που χωρίς τα μυθιστορηματικά πρόσωπα από τους θεατρικούς ήρωες. Γι’ αυτό και σημειώνει πως ο ηθοποιός οφείλει να προσέλθει με καθαρό μυαλό και υπομονή. «Και λέω καθαρό μυαλό γιατί πρέπει πάντα να λαμβάνεις υπόψη το έργο που έχεις στην πρόβα, δηλαδή την διασκευή κι όχι αυτό που διάβασες ή είδες σε τηλεοπτικές και κινηματογραφικές αναφορές· αυτά είναι μόνο πηγή έμπνευσης για όσο χρειάζεται. Πρόκειται, δηλαδή για μια καινούργια δραματουργία, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσεις με σεβασμό και αθωότητα. Επίσης, χρειάζεται υπομονή να “ενώσεις τις τελείες” ως ηθοποιός. Είναι τεράστιο έργο το “Πόλεμος και Ειρήνη”, όποτε κάποιους χαρακτήρες τους συναντάμε σε διάφορα χρονικά σημεία της διαδρομής τους. Εμείς, όμως, πρέπει να παραδώσουμε έναν συμπαγή, ενιαίο χαρακτήρα με λίγες λέξεις και εικόνες».

Τζένη Κόλλια και Ρούλα Πατεράκη.

Η σκηνοθεσία

Παρά την μεγάλη κλίμακα – την μεγαλύτερη που είχε, μέχρι τώρα, κάποια σκηνοθεσία της – η Ιόλη Ανδρεάδη αποφεύγει να χαρακτηρίσει το ανέβασμα του «Πόλεμο και Ειρήνη» ως το πιο απαιτητικό εγχείρημα της πορείας της « Μέχρι σήμερα, βίωσα κάθε σκηνοθεσία μου ως πολύ απαιτητική. Ίσως φταίει και ο τρόπος που έμαθα να δουλεύω στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Βυθίζομαι με τους ηθοποιούς μου και τους συνεργάτες μου μέσα στους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους, και οι ‘βουτιές’ αυτές είναι πάντα πολύ απαιτητικές κατά την αναπαράστασή τους».

Προτεραιότητα της στην σκηνική αποτύπωση του έργου παραμένει το κείμενο – η διασκευή εν προκειμένω. Κι από εκεί και πέρα «η δική μου αναμέτρηση και του κάθε ηθοποιού με αυτήν. Μια προσπάθεια να αφουγκραστώ το έργο σε άμεση συνάφεια με τον καθένα από τους έντεκα πρωταγωνιστές με τρόπο που να οδηγεί σε μια καθαρή ιστορία επί σκηνής μ’ ένα συγκεκριμένο κώδικα που να επικοινωνεί όσο γίνεται, τόσο με τη διαδικασία των προβών όσο και με τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα μιας φανατικής αναγνώστριας του βιβλίου αυτού του Τολστόι. ‘Αλλωστε, η αναγνώστρια αυτή ανήκει σε μια οικογένεια με τέσσερις γενιές φανατικών αναγνωστών του συγκεκριμένου βιβλίου».

Ρούλα Πατεράκη.

Η αισθητική της παράστασης

Μέχρι στο Μουσείο Τολστόϊ της Μόσχας, έφτασε η Ιόλη Ανδρεάδη προκειμένου να τεκμηριώσει μια ιδέα, πάνω στην οποία βασίζεται ο σκηνικός σχεδιασμός της παράστασης. Σε εκτέλεση της σταθερής της συνεργάτιδας και σκηνογράφου, Δήμητρας Λιάκουρα, το σκηνικό αναπαράγει ένα γλυπτό της Νατάσας Ροστώφ, όπως αυτό εκτίθεται στο Μουσείο Τολστόϊ.

«Με βάση το μπρούτζινο αυτό γλυπτό, όπου εικονίζεται η αέρινη φιγούρα της έφηβης Νατάσας μέσα σε ένα περίγραμμα μπαλκονόπορτας πολύ μεγαλύτερο από εκείνη – είναι η στιγμή που έχει μόλις εξομολογηθεί το ενδιαφέρον της για τον Αντρέι στην ξαδέρφη της και εκείνος την έχει κρυφακούσει, δηλαδή στην πιο κρίσιμη και πιο ‘διάφανη’ στιγμή του έρωτά της για αυτόν – δημιουργήσαμε αντίστοιχα υπερμεγέθη σκηνικά περιγράμματα για όλες τις σκηνές του έργου. Και κάτω από αυτά τα διάφανα ‘θηρία’, που στέκονται πάνω από τα κεφάλια μας σαν τα τοτέμ της Ιστορίας ή των κλασικών κείμενων, τοποθέτησα τους ηθοποιούς μου, τους ήρωες του έργου, στο φυσικό τους μέγεθος, να εκδηλώνουν με στανισλαφσκική ειλικρίνεια τα σπουδαία τους πάθη. Και είναι, αυτή η ειλικρίνεια, ο μόνος τρόπος να αναμετρηθεί κανείς με κάθε μεγάλο σχήμα και να το καταστήσει διάφανο, για να μπορέσει να περάσει από μέσα του και να αποκομίσει κάτι από αυτή την αέναη γεωμετρία των παθών» τονίζει η σκηνοθέτις της παράστασης.

Σε ενδελεχή έρευνα βασίστηκε και ο σχεδιασμός των κοστουμιών (και πάλι από τη Δήμητρα Λιάκουρα) που αντλούν αναφορές από τα ρούχα της Ρωσίας κατά τον 19ο αιώνα.

Περισσότερα από Art & Culture