MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
25
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: Δεν θα καταστραφώ αν αποτύχω σ’ ένα ρόλο

Σε αυτή την φάση της ζωής του ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι πεπεισμένος πως δεν έχει σημασία να κάνει απλώς κάτι· όσο να κάνει κάτι σημαντικό.

Στέλλα Χαραμή | 22.11.2019 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ

Στη θέση της παλιάς εισόδου του θεάτρου και του φουαγιέ, επί της Ανδριανού, υπάρχει ένα κατάστημα με σουβενίρ. «Αμφιθέατρο» με αρχαιοελληνικά γράμματα, γράφει πάνω σε μια μπλε πινακίδα, για να θυμίζει πως εδώ βρισκόταν μια από τις σημαντικότερες σκηνές της θεατρικής Αθήνας. Η πίσω είσοδος που είναι ανοιχτή σε “καλωσορίζει” στο εσωτερικό της: Σωριασμένα αντικείμενα σε κάθε γωνιά, ένα σκηνικό που στήνεται στα δεξιά του χώρου, χοντρά σελοφάν που σκεπάζουν τα μπλε βελούδα των καθισμάτων και σκόνη, πολλή σκόνη. Στο κέντρο αυτής της φορτισμένης εικόνας, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος παρατηρεί τα σωθικά του «Αμφιθεάτρου» – κυριολεκτικά: Μια συστάδα από αναποδογυρισμένα σανίδια που θα χρησιμοποιηθούν στον «’Αμλετ» τακτοποιούνται και κουμπώνουν στη σκηνή το ένα μετά το άλλο.

Ο Οδυσσέας ανεβαίνει σβέλτα τα σκαλιά προς τα καμαρίνια και μου ανοίγει την πόρτα προς το, πάλαι ποτέ, γραφείο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Αυτό θα είναι το καμαρίνι του για φέτος.

‘Εξω βρέχει καταρρακτωδώς. Μέσα μια αμήχανη σιωπή κυριεύει το χώρο. Με τον ήχο της καταιγίδας στ’ αυτιά, προσπαθεί να συναρμολογήσει – όπως έκανε νωρίτερα με τα σανίδια – τα λόγια και κυρίως τα συναισθήματα του. Ο τελευταίος πρωταγωνιστής του Σπύρου Ευαγγελάτου γίνεται ο ‘Αμλετ στη νέα σκηνοθεσία της κόρης του Κατερίνας Ευαγγελάτου για μια και μοναδική σεζόν αναβίωσης του ιστορικού θεάτρου.

Ο σαιξπηρικός ρόλος, πάντως, μοιάζει να τον απασχολεί λιγότερο σ’ αυτό το ιδιαίτερο σχήμα. Περισσότερο μιλάει για τους ανθρώπους, τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις αποφάσεις του. Γιατί αν ο ‘Αμλετ σηματοδοτεί κάτι στην πορεία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου είναι πως τον συναντά σε μια στιγμή καλής σχέσης με τον εαυτό του, με το θέατρο και με τους άλλους.

Ηγείται του θιάσου που ανεβάζει «Άμλετ» στο Αμφιθέατρο.

Με τα δεδομένα του ελληνικού θεάτρου, θα έπρεπε να πετάς τη σκούφια σου που παίζεις Αμλετ.

Μα είναι πολύ εύκολο να παίξεις Αμλετ.

Γιατί;

Τον παίρνεις και τον παίζεις. Τα έχουμε μπλέξει κάπως. Δεν έχει σημασία να κάνεις κάτι, όσο να κάνεις κάτι σημαντικά. Αυτό είναι το δύσκολο. Και το ότι θα παίξω τον Αμλετ δεν σημαίνει πως είμαι σημαντικός ή καλός ηθοποιός.

Ωστόσο, επιθύμησες έναν ρόλο σαν τον Αμλετ;

Δεν επιθυμώ ρόλους σαν τον ‘Αμλετ γιατί εμπεριέχουν μια σοβαρή παρεξήγηση: Οτι εκεί βρίσκονται τα σημαντικά και πιο εκεί δεν είναι. Υπάρχουν εκπληκτικοί ηθοποιοί που δεν έχουν παίξει ούτε σ’ ένα τέτοιο κλασικό έργο, ενώ κάποιοι ασήμαντοι συνάδελφοι τους έχουν παίξει σε δεκάδες τέτοια έργα. Γύρω από αυτό αναπτύσσονται χιλιάδες παρεξηγήσεις που έχουν να κάνουν με το καλό, το κακό, το έντεχνο, το ποιοτικό, το εμπορικό και άλλα συμπλέγματα σπουδαιοφάνειας και σοβαροφάνειας. Απ’ όλα αυτά απέχω. Είναι τόσο ετερόκλητα και τόσο ακατάκτα όσα έχω κάνει, ώστε αν είμαι για κάτι σίγουρος είναι πως δεν ανήκω κάπου. Γιατί δεν θέλω να ανήκω.

Αν είμαι για κάτι σίγουρος είναι πως δεν ανήκω κάπου. Γιατί δεν θέλω να ανήκω

Το γεγονός ότι έχεις απαγκιστρωθεί από τις δεσμεύσεις ρόλων έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις τον εαυτό σου στο μέλλον, μέσα στο θέατρο πάντα;

Πολύ. Γιατί τον βλέπω και ανεξάρτητα από τη δουλειά. Από την στιγμή που δεν υπάρχει η κούρσα η οποία πρέπει να επαληθεύσω, μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου για δυο χρόνια μέχρι και να μην παίζει τίποτα.

Θα μπορούσες όντως ν’ απέχεις για δύο χρόνια;

Ναι, βέβαια. Εννοείται.

Και τι θα έκανες;

Αν υποθέσουμε ότι είχα εξασφαλίσει το βιοποριστικό μου κομμάτι θα ταξίδευα στο μέγιστο δυνατό. Η δουλειά αυτή είναι υπέροχη αλλά έχει μια δουλεία στον ενεστώτα χρόνο που δεν μπορεί να παραβιαστεί.

«Τα πρώτα χρόνια πληγωνόμουν με την κριτική. ‘Ενιωθα ηττημένος» παραδέχεται.

Για την ώρα, παίζεις τον ‘Αμλετ. Πως το διαχειρίζεσαι;

Χοντρά – χοντρά, έχει κανείς τρεις δρόμους. Αν θέλει να συνομιλήσει με τη ματαιοδοξία του, τότε θα πλυμμηρίσει με αδιανόητο άγχος γιατί θα πρέπει να είναι αυτός που θα τον παίξει καλά. Μακριά από μένα αυτό. Ο άλλος δρόμος τον αναγκάζει να συνομιλήσει με τους ειδήμονες: Με τους ειδικούς, τους κριτικούς, τους μελετητές, τους σκηνοθέτες που θα έρθουν να τον δουν. Εκεί κι αν έχει συμβόλαιο σίγουρης αποτυχίας. Υπό αυτούς τους όρους, εγώ έχω ήδη αποτύχει στον ‘Αμλετ, αφού η ερμηνεία μου αποκλείεται να περιέχει τόσες γνώμες σε συμφωνία. Ο τρίτος δρόμος σχετίζεται με τη συνομιλία με το κείμενο. Και είναι ο μόνος δρόμος που με αφορά και εκ των προτέρων επιτυχημένος. Ο «’Αμλετ» είναι σαν να παίζεις τέσσερις ρόλους μαζί, είναι τόσο συμπυκνωμένο έργο, σου δίνει την ευτυχία να συναντηθείς με ότι θες: Από τα παιδικά σου χρόνια μέχρι τον πιο βαθύ σου φόβο, μέχρι την ιδιότητα σου ως ηθοποιού. Αυτός ο τρόπος, ωστόσο, είναι εντελώς άσχετος με το πόσο καλά θα παίξω τον ‘Αμλετ. Κι όμως είναι πολύ σχετικός με το πόσο χαρά μου δίνει, απαλλαγμένος από το οποιοδήποτε άγχος να είμαι σημαντικός. Δεν μ’ ενδιαφέρει να παίξω καλά τον ‘Αμλετ. Καθόλου.

Μισό λεπτό: Δεν σ’ ενδιαφέρει να είσαι καλός;

Τι θα πει καλός; Μ’ ενδιαφέρει να είμαι προσωπικός, να εκφράζομαι. Μ’ ενδιαφέρει να συναντιέμαι με ανθρώπους. Όσο περισσότερους τόσο καλύτερα – κυρίως για βιοποριστικούς λόγους. Θέλω να νιώθω όμορφα σε αυτό που κάνω· γιατί από εκεί και πέρα όλο και κάποιος θα βρεθεί που θα πει «ο Παπασπηλιόπουλος ήταν αίσχος». Στο μόνο που μπορώ να διαφωνήσω είναι στην προσπάθεια κάποιου ή περισσότερων κριτικών να παρουσιάσουν μια αλήθεια ως αντικειμενική αλήθεια.

Δεν μ’ ενδιαφέρει να παίξω καλά τον ‘Αμλετ. Καθόλου

Είχες πάντα αυτή τη χαλαρότητα απέναντι στο κριτικό μάτι;

‘Οχι. Τα πρώτα χρόνια πληγωνόμουν και πολύ μάλιστα. ‘Ενιωθα ηττημένος. Σκεφτόμουν ότι θα το διαβάσει ο τάδε που με ενδιαφέρει να συνεργαστώ και θα επηρεάσει τη γνώμη του για μένα.

Αυτά συμβαίνουν όντως ή είναι μόνο μέσα στο κεφάλι ενός ηθοποιού που φοβάται και έχει ανασφάλειες;

Δεν έχω ιδέα. Εγώ, πάντως, δεν βίωσα ποτέ κανένα πρόβλημα, δεν γνώρισα κανέναν που προσπαθεί να μ’ εμποδίσει, ή να μου κάνει κάτι κακό. Κανένα κύκλωμα, τίποτα. Απεναντίας, ένιωσα ότι το θέατρο υπήρξε πολύ γενναιόδωρο μαζί μου, οι άνθρωποι του ήταν εξίσου τρομερά γενναιόδωροι· από τα 18 μου χρόνια ήταν σαν να με περίμεναν τα πράγματα. Θα ήμουν γελοίος αν ισχυριζόμουν ότι δυσκολεύτηκα. Δυσκολεύτηκα μόνο με τον εαυτό μου, με το ποιος είμαι και τι θέλω να κάνω.

‘Ολα αυτά μας κάνουν μια καλή στιγμή για να συναντήσεις ένα σημαντικό έργο; ‘Εχεις περάσει σε μια φάση ωριμότητας;

Αν ωριμότητα είναι να μπορέσεις ν’ αντιμετωπίσεις το πρόβλημα της ματαιοδοξίας, να διαθέτεις ένα εφόδιο ζωής ώστε να συνδιαλλαγείς με ζητήματα που θέτουν οι μεγάλοι ρόλοι – πολύ πιο σπουδαία και απαραίτητα από το ταλέντο σου – και έχεις καταφέρει δέκα πράγματα που σε κάνουν να νιώθεις πιο ήρεμος για τη θέση σου στη δουλειά (και σε έχουν απαλλάξει από το γαμημένο πρόβλημα της απόδειξης) τότε ναι, είμαι ώριμος! Πλέον, δεν φοβάμαι ότι θα καταστραφώ· ότι αν αποτύχω παταγωδώς σ’ ένα ρόλο θα σημάνει κάτι φοβερό για το μέλλον μου. Προφανώς και δεν θα είναι μια καλή στιγμή, εννοείται πως θα στενοχωρηθώ. Δεν θα μου αρέσει αν πουν «Είχες δει Αμλετ με Παπασπηλιόπουλο; Καλά, μιλάμε για γέλιο!». Προφανώς και δεν θα περνάω ωραία αλλά από την άλλη, ξέρω πως δεν θα πάθω και τίποτα. Κι αυτό είναι λυτρωτικό.

Πίσω από τις χαρακτηριστικές πινακίδες που δέσποζαν στην είσοδο του ιστορικού «Αμφιθεάτρου».

Είπες πως νιώθεις ήρεμος για όσα έχεις καταφέρει…

Ναι, στα 40 μου έχω κάνει μια διαδρομή, έχω περάσει από μια σειρά δοκιμασιών και με έχουν εξοπλίσει μ’ ένα ψυχικό υπόβαθρο κι έτσι μπορώ ν’ αντιμετωπίσω ένα έργο με βάθος όπως ο «’Αμλετ». ‘Ολα τα έργα (από μια κλάση και πάνω) σου προσφέρουν όσο χώρο έχεις να διαθέσεις. Από εκεί και πέρα, ο ‘Αμλετ είναι ένα πολύ πιο σημαντικό κεφάλαιο από κάθε Παπασπηλιόπουλο που θα κληθεί να τον παίξει στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο ‘Αμλετ δεν με έχει καθόλου ανάγκη.

Γενικά, σε συναντούν ωραία πράγματα;

Ναι, πολύ ωραία πράγματα.

Που σημαίνει ότι είσαι τυχερός;

Σίγουρα σημαίνει ότι είμαι τυχερός αλλά σημαίνει και κάτι ακόμα: Ο,τι επιθύμησα, κάτι καθαρό με πολλή μεγάλη πίστη. Κι αυτό με συνάντησε. Ξέρεις, λείπει η διδαχή της πίστης – εκτός της θρησκευτικής – του να κοιτάζουμε προς τα κάπου για να οδηγηθούμε εκεί.

Σε τι άλλο έχεις πίστη, όπως την περιγράφεις;

Πως θα τα καταφέρω στη ζωή μου. Είχα, πάντοτε, μια πίστη ότι θα ζήσω τη ζωή που ονειρεύομαι. Παρότι πολύ συχνά αυτό έμοιαζε να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ωστόσο, τελικά, ζω μια ζωή πολύ κοντά σ’ αυτήν που ονειρεύομαι. Είμαι, επί της ουσίας, ευτυχισμένος.

Από τα 18 μου χρόνια ήταν σαν να με περίμεναν τα πράγματα. Θα ήμουν γελοίος αν ισχυριζόμουν ότι δυσκολεύτηκα

Σε συνέχεια των ευτυχών συναντήσεων, ήσουν ο τελευταίος πρωταγωνιστής του Σπύρου Ευαγγελάτου και τώρα είσαι πρωταγωνιστής στην προσωρινή επαναλειτουργία του «Αμφιθεάτρου». Πως μετράς αυτή τη συγκυρία;

Δεν είναι ακριβώς ότι πιστεύω στις συμπτώσεις, αλλά δεν μου φαίνεται τυχαίο το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ. Κι αυτό έχει να κάνει με το πόσα πρόλαβε να σημάνει μέσα μου ο Σπύρος Ευαγγελάτος – με τον οποίο με συνέδεσε πολύ γρήγορα πολλή μεγάλη αγάπη. Ο «Αμύντας», η δεύτερη συνεργασία μας, μας έφερε πολύ κοντά ψυχικά και δεν σου κρύβω ότι η ιδέα θα κάνω τον ‘Αμλετ στο Αμφιθέατρο δεν μου ήταν εύκολη. Με ταράζει και με φορτίζει ακόμα. Ξέρεις, ενώ ήταν στο νοσοκομείο, οργανώναμε το επόμενο έργο. Μου είχε στείλει τρία έργα για να διαβάσω και να επιλέξουμε· και παρότι έβλεπα ότι είναι κάπως άσχημα, είχα την ελπίδα ότι αυτό θα περάσει. Είχα τεράστια λαχτάρα να ξανασυναντηθούμε και να, κάπως, ξανασυναντιόμαστε. Αυτό εννοώ ότι δεν είναι σύμπτωση.

Σαν να έμεινε κάτι ανοιχτό.

Ναι. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πρόσωπο μέσα στο μυαλό μου. Ηταν ένας υπέροχος άνθρωπος, γλυκός, με χιούμορ. ‘Εχω γελάσει τόσο πολύ μαζί του, διασκεδάσαμε τρομερά όταν κάναμε τον «Αμύντα». Με το ζόρι μπορούσε να περπατήσει κι όμως είχε μια πνευματική ζωντάνια εφηβική. ‘Ηθελες να είσαι μαζί του.

«Με το Σπύρο Ευαγγελάτο με συνέδεσε πολύ γρήγορα πολλή μεγάλη αγάπη» εξηγεί.

Συνδέεσαι εύκολα με πρόσωπα;

Πέρασα πολλά χρόνια με πολλή μεγάλη δυσκολία σύνδεσης. Μια από τις κατακτήσεις των τελευταίων χρόνων είναι ότι έχω καταφέρει να συνδέομαι και με ανθρώπους που θεωρώ κάπως φίλους μου – μια δύσκολη έννοια για μένα στο παρελθόν.

Μιλάμε για μετάβαση αλλά λάβω υπόψη την εξαετή συνεργασία σου με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη.

Πράγματι, η εξαετία με τον Κωνσταντίνο ήταν πολύ ενδεικτική αυτής της αλλαγής. Αν μου έλεγες στα 25 ή στα 30 μου χρόνια ότι θα μείνω έξι χρόνια στο ίδιο εργασιακό περιβάλλον θα σου έλεγα «ρίξε μου μια πιστολιά τώρα, να τελειώσω τη ζωή μου μια ώρα αρχίτερα». Κι όμως με τον Κωνσταντίνο αποφασίσαμε να μην δουλέψουμε μαζί φέτος, με επαγγελματική ψυχρότητα. Σκεφτήκαμε πως είναι λάθος να πάμε άλλο ένα έργο παρέα παρόλο που και οι δύο το επιθυμούσαμε. Και που είναι βέβαιο ότι θα κάνουμε στο άμεσο μέλλον. Αυτή ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα και αυτά τα έξι χρόνια στο «Αθηνών» θα είναι πολύ βασικά στη διαδρομή μου μέσα στο θέατρο.

Θεωρείς πως είναι τυχαίο που σκηνοθέτησες μέσα σε αυτή την εξαετία;

Καθόλου τυχαίο. Γιατί πέρα από την δική μου θέληση, ένα μεγάλο μερίδιο σχετίζεται με την γενναιόδωρη πλευρά του Κωνσταντίνου. Είναι ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος με τους συνεργάτες του. Η πίστη του στο πως γίνονται τα πράγματα διαμόρφωσε την προσωπική μου πίστη.

Πλέον, δεν φοβάμαι ότι θα καταστραφώ· ότι αν αποτύχω παταγωδώς σ’ ένα ρόλο δεν θα σημάνει κάτι φοβερό για το μέλλον μου

Πιστεύεις στον εαυτό σου ως σκηνοθέτη;

Η σκηνοθεσία έρχεται σαν αποτέλεσμα μιας συνολικής ματιάς στη διαδικασία της πρόβας από το πόστο του ηθοποιού. Ουδέποτε κοίταξα μόνο το πως θα κάνω εγώ τη δουλειά μου. Πάντα με κόστος, με σύγκρουση κι ενίοτε με παρεξηγήσεις η λειτουργία μου είχε να κάνει με το όλον. Με προσοχή και χωρίς να περάσω τα όρια, η γνώμη μου ήταν πάντα εκεί. Με ενδιαφέρουν τα έργα, όχι οι ρόλοι. Βαριέμαι τους ρόλους. Με ενδιαφέρουν οι ρόλοι μέσα στο συνολικό μοττέρ του έργου. Τώρα αν αυτό είναι μια νέα επαγγελματική ιδιότητα, δεν ξέρω· θα φανεί. Θα φανεί η δυνατότητα. Γιατί η ικανότητα, το ταλέντο είναι διαφορετικό πράγμα από την επιθυμία ή από την πρόταση να σκηνοθετήσω. ‘Ολες μου οι σκηνοθεσίες ήταν προϊόν παραγγελίας. Αν το κάνω με την ίδια συνέπεια και αποτελεσματικότητα που θεωρώ ότι έχω ως ηθοποιός τότε θα μπορούσα να πω ότι είμαι σκηνοθέτης. Ακόμα, όμως, δεν μπορώ να το πω.

Άλλοι πάντως κατοχυρώνουν την σκηνοθετική ιδιότητα και με λιγότερες σκηνοθεσίες από τις δικές σου.

Καθώς το θέατρο έχει ανάγκη από καινούργια πρόσωπα, αποφασίζει βιαστικά για το ποιος είναι καλός ή όχι. Και δεν είναι χρήσιμο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βλέπεις ξαφνικά έναν εγωισμό να σηκώνεται και να τους τρελαίνει. Είμαι ευγνώμων που η ζωή δεν μου έφερε πολλά θαυμαστικά γρήγορα κι εύκολα. Ούτε η σκηνοθετική μου απόπειρα συνοδεύτηκε από πολλά θαυμαστικά και είμαι ευγνώμων και γι’ αυτό. Δεν θέλω τα θαυμαστικά.

Για τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο η δουλειά ήταν καθοριστική «για να καταλάβω πως θέλω να ζήσω. ‘Ηταν εκεί που, για πρώτη φορά, ένιωσα πως ξέρω ποιος είμαι· πως αυτό θέλω να κάνω και ξέρω και τον τρόπο».

Μου δίνεις την εντύπωση ότι κάνεις σοβαρά τη δουλειά σου, χωρίς να παίρνεις στα σοβαρά τον εαυτό σου.

Ισχύει! Ειδικά σε μια δουλειά που είναι αέρας κοπανιστός και η ιδέα της αντικειμενικότητας δεν είναι αυταπόδεικτη. Θα καταλάβω αν πάρει στα σοβαρά τον ευατό του ένας ικανός καρδιοχειρουργός. Αυτό είναι ένα επίτευγμα μετρήσιμο. Αλλά εγώ γιατί;

Διαχωρίζεις τη ζωή από τη δουλειά;

‘Οχι ακριβώς. Απλώς σε μένα συνέβη το εξής: Η δουλειά με βοήθησε να καταλάβω πως θέλω να ζήσω. ‘Ηταν εκεί που, για πρώτη φορά, ένιωσα πως ξέρω ποιος είμαι· πως αυτό θέλω να κάνω και ξέρω και τον τρόπο. Ξεκίνησα από το θέατρο για να οργανώσω το υπόλοιπο που είναι η ζωή. Βλέπεις, από έφηβος δεν ήξερα καθόλου τι να κάνω τη ζωή μου. ‘Ημουν πολύ ζορισμένος, επί της ουσίας κλειστός – αν και επιφανειακά ανοιχτός. Είχα φοβερό θέμα με το να συνάψω μια σχέση που να πηγαίνει πιο βαθιά, ν’ αποκαλύψω σε κάποιον τον εαυτό μου. Η’ να λειτουργώ σαν ένα ολόκληρο ον κι όχι να ενεργοποιώ μόνο ένα κομμάτι του εαυτού μου.

Το κατέκτησες αυτό σταδιακά μέσα από το θέατρο;

Το κατακτώ ακόμα μέσα από τον ενεστώτα του θέατρου όσο και την πολλή σοβαρή παρουσία μου στο εδώ και τώρα – ολόκληρος. Ζούσα για χρόνια με την ψευδαίσθηση ότι μόνο στη δουλειά μπορώ να είμαι ολόκληρος. Μέχρι που κατάλαβα ότι μπορώ να είμαι ολόκληρος στην κάθε μου στιγμή. Είμαι ευγνώμων που δεν με νίκησε η ψευδαίσθηση ότι το θέατρο σηματοδοτεί το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή μου. Μου αποκαλύφθηκε ξεκάθαρα πως είναι ένα μικρό κομμάτι της ζωής μου κι ότι η ζωή μου είναι τελείως άλλα πράγματα που συνομιλούν με τη δουλειά και μπορούν να υπάρχουν χωρίς αυτήν ωραιότατα. Δυστυχώς, αυτή η δουλειά που έχει μέσα της τόση χαρά και δημιουργικότητα μπορεί να σε καταπιεί. Νομίζεις ότι από εκεί εκπορεύονται και εξαρτώνται όλα. Και γίνεσαι ένας τύπος πολύ δυστυχισμένος, όπως πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω μέσα στο θέατρο: Πολύ επιτυχημένοι και, επί της ουσίας, δυστυχισμένοι. Σε αυτή τη διαπίστωση άλλωστε βασίστηκα για τη σκηνοθεσία του «Masterclass»: Στην απελπισία μιας καλλιτέχνιδας που πήρε τα πάντα κι όμως ήταν τόσο βαθιά δυστυχισμένη, σ’ ένα διαρκή νευρικό κλονισμό. Καταλήγω, λοιπόν, πως δουλειά είναι υπέροχη, η δημιουργία είναι υπέροχη, μόνο εφόσον συναντούν έναν άνθρωπο που μπορεί να ζει.

Είμαι ευγνώμων που η ζωή δεν μου έφερε πολλά θαυμαστικά γρήγορα κι εύκολα. Δεν θέλω τα θαυμαστικά

Αυτή σου η διαπίστωση με εκτοξεύει στην αναρώτηση του Σαίξπηρ, στο περίφημο «να ζει κανείς ή να μη ζει».

Είναι ένα ερώτημα που επιστρέφει στον εαυτό του γιατί δεν μπορεί ν’ απαντηθεί. Ο μονόλογος του ‘Αμλετ κλείνει με το συμπέρασμα ότι ο φόβος σε εμποδίζει να ζήσεις, ο φόβος για την άλλη μεριά. Γιατί αν η άλλη μεριά είναι όσα βρίσκονται μετά το θάνατο, λίγο με νοιάζει. Αλλά θεωρώ πως θάνατος είναι η οποιαδήποτε δυσκολία να ζήσεις. Η άγνωστη χώρα μπορεί να είναι η δίπλα ζωή που δεν τόλμησες να ζήσεις. ‘Ετσι αποκωδικοποιώ αυτή τη φράση: Ο φόβος να μετακινηθείς στο άγνωστο και η επιλογή να μείνεις στο γνώριμο κάνει το γνώριμο θλιβερό. ‘Οταν από φόβο δεν επιλέγεις κάτι – οτιδήποτε δουλειά, άνθρωπο, τόπο, συνθήκη – αυτόματα μετατρέπεται σε κάτι άλλο.

«’Εχω καταλάβει τους φόβους μου και τους έχω τοποθετήσει κάπου για να τους επισκέπτομαι και να τους αντιμετωπίζω – χωρίς να κυκλοφορούν παντού, ανεξέλεγκτα» παραδέχεται.

‘Εχεις ξεπεράσει τους φόβους σου;

Οχι, δεν τους ξεπέρασα. Αλλά όπως έλεγε ο Τζον Νας μιλώντας για τη σχιζοφρένεια του, «αυτοί οι τύποι στέκονται ακόμα εκεί αλλά εγώ επιλέγω να μην τους βλέπω». ‘Ετσι και οι καθολικοί και πυρηνικοί φόβοι, δεν φεύγουν εύκολα. Θα ήμουν ψεύτης να πω ότι τους έχω ξεπεράσει. ‘Ομως, νομίζω πως με μεγαλύτερη ωριμότητα από ποτέ, τους έχω καταλάβει, συνειδητοποιήσει και τους έχω τοποθετήσει κάπου για να τους επισκέπτομαι και να τους αντιμετωπίζω – χωρίς να κυκλοφορούν παντού, ανεξέλεγκτα.

Μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτούς;

Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι ένας: Η ερώτηση και η απάντηση «ποιος, στ’ αλήθεια, είμαι». «Ποιος επιθυμώ να είμαι;». Να τολμήσω να δω στον καθρέφτη τον εαυτό μου – έναν καθρέφτη που παλαιότερα με τρόμαζε και στην κυριολεξία του. Παράξενο δεν είναι να είσαι ηθοποιός και να μην μπορείς να κοιτάξεις το είδωλο σου; Πάντως, για να επανέλθω, δεν ξέρω ποιος είμαι. Συνεπώς πως μπορώ να επιθυμήσω κάτι χωρίς να ξέρω τι είμαι;

‘Εχεις αρχίσει να δίνεις απαντήσεις στο «ποιος είσαι»;

Χρόνια τώρα έχω αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι. Και πιο πρόσφατα έχω αρχίσει να δίνω απαντήσεις. Για την ακρίβεια, θέτω πολλές μικρές ερωτήσεις και δίνω πολλές μικρές απαντήσεις. Την μεγάλη απάντηση ελπίζω κι εύχομαι να μην την δώσω. Η διαρκής ερώτηση έχει σημασία, αλλιώς έχεις πεθάνει. Αν αποφασίσεις για ένα σύστημα ιδεών και κλειδώσεις γύρω από αυτό, αν αισθάνεσαι ότι τα ξέρεις όλα, έχεις πεθάνει.

Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι ένας: Η ερώτηση και η απάντηση «ποιος, στ’ αλήθεια, είμαι»

Που είσαι ανοιχτός;

Η πρόθεση μου είναι να είμαι ανοιχτός σε όλα. Δεν τα καταφέρνω πάντα γιατί δεν είναι εύκολο. ‘Ομως, αυτά για τα οποία αναρωτιέμαι περισσότερο είναι όσα με έχουν καθορίσει. Με συναντάς σε μια στιγμή της ζωής μου που αναρωτιέμαι περισσότερο από ποτέ για τις πεποιθήσεις μου σε αξιακό επίπεδο. Το σχήμα λόγου του «έτσι είμαι» έχει μπει όλο υπό αίρεση. Και σε αυτό με βοηθούν πολύ τα παιδιά μου. Ο γιος μου, ας πούμε, που είναι έφηβος. Μου δίνει τη δυνατότητα μιας καινούργιας αναρώτησης. ‘Οταν εκείνος αναρωτιέται έχω δύο δρόμους: ‘Η να του απαντήσω ή να αναρωτηθώ μαζί του. Εγώ επιλέγω τον δεύτερο. ‘Οπως έχει πει και ο Οσκαρ Ουάιλντ, «αν οι ενήλικες ξόδευαν το μισό χρόνο που μιλούν στους νέους για να τους ακούσουν, ο κόσμος θα ήταν άλλος».

Δηλαδή, αλλάζεις μεγαλώνοντας τα παιδιά σου;

Σίγουρα! Λιγότερο από όσο επιθυμώ, αλλά αλλάζω.

«Με συναντάς σε μια στιγμή της ζωής μου που αναρωτιέμαι περισσότερο από ποτέ για τις πεποιθήσεις μου σε αξιακό επίπεδο. Το σχήμα λόγου του «έτσι είμαι» έχει μπει όλο υπό αίρεση» σημειώνει.

Το γεγονός ότι έγινες πατέρας (νωρίτερα από τα δεδομένα της εποχής) σε έβαλε σε διαδικασία ωριμότητας;

Δεν ξέρω να πω με σιγουριά. Είναι μεγάλη παγίδα να είσαι γονιός. Μπορεί να ενεργοποιήσει και το ανάποδο, την απόλυτη ανωριμότητα. Μια επιβεβλημένη επίφαση ενήλικα που έχει αναλάβει υποχρεώσεις ενώ δεν ξέρει που του πάνε να τα τέσσερα. Γι’ αυτό και πάρα πολλοί γονείς, είναι/ είμαστε ολότελα ακατάλληλοι να μεγαλώσουμε παιδιά. Γιατί γρήγορα παριστάνουμε τους ενήλικες που ξέρουν και κοινωνούμε δήθεν τις αλήθειες της ζωής τις οποίες δεν έχουμε διανοηθεί. Ως γονιός, υπάρχει κίνδυνος να γεράσεις ξαφνικά και να γίνεις ένα συντηρητικό ον που μεγαλώνει παιδιά. Κάπως έτσι οι Ελληνες κάνουν τα παιδιά τους το πιο σημαντικό πράγμα της ζωής τους. Τα παιδιά δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μας· η ζωή μας είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μας.

Μπορείς να ξεχωρίσεις το πιο σημαντικό στη ζωή σου;

Είναι ένα σύστημα πραγμάτων· το οποίο πρώτα και κύρια έχει να κάνει με ‘μένα και με την ευτυχία μου για να μπορέσει μετά να αφορά και το περιβάλλον μου: Τους οικείους, τα παιδιά μου, τη σύντροφό μου, τους φίλους μου.

Θα έλεγες πια ότι είσαι συναισθηματικός άνθρωπος;

Ναι ίσως! (γέλια)

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος πρωταγωνιστεί στον «Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στο «Αμφι-θέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου» στις 7 Δεκεμβρίου.

Σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου. 

Συμπρωταγωνιστούν οι Νίκος Ψαρράς, ‘Αννα Μάσχα, Δημήτρης Παπανικολάου, Αμαλία Νίνου, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Γιώργος Ζυγούρης, Γιάννης Κότσιφας, Κλέαρχος Παπαγεωργίου και Βασίλης Μπούτσικος. 

Περισσότερα από Πρόσωπα