Συν+Πλην: «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» στο Θέατρο Αθηνών
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Αθηνών.
«Ήταν ένα μπαρ στην 10η οδό, ανάμεσα στη λεωφόρο Γκρένιτς και το Γουέιβερλι Πλέις. Έχει αλλάξει με τα χρόνια διάφορα ονόματα· τότε το έλεγαν αλλιώς, τώρα δεν έχω ιδέα πώς το λένε. Και στο ισόγειο είχε ένα μεγάλο καθρέφτη, κι εκεί πάνω έγραφαν οι θαμώνες τα δικά τους.
Και μια νύχτα, το 1953 πρέπει να ’τανε, μπορεί και το 1954, εκεί που έπινα τη μπίρα μου, πρόσεξα ένα “Who’s afraid of Virginia Woolf?” γραμμένο στον καθρέφτη, με σαπούνι μάλλον. Φοιτητικό καλαμπουράκι. Εγκεφαλικό.
Χρόνια αργότερα, όταν άρχιζα να γράφω το έργο, μου ξανάρθε στο μυαλό το γκραφίτι του καθρέφτη. Και, ναι, το “Who’s afraid of Virginia Woolf», σημαίνει “Who’s afraid of the big bad wolf- Ποιος φοβάται τον κακό λύκο. Ποιος φοβάται να ζήσει χωρίς αυταπάτες”».
Οταν το θεατρικό του έργο θα γινόταν ταινία από τον Μάικ Νίκολς το 1996, ο ‘Εντουαρντ ‘Αλμπι καλούνταν να αποκωδικοποιήσει τον τίτλο του, δίνοντας την παραπάνω απάντηση. Νωρίτερα, το 1961 είχε υπογράψει ένα από τα διασημότερα κείμενα του, μια εντελώς προσωπική του παραλλαγή του παραμυθιού «Τα τρία γουρουνάκια». Γιατί στο έργο του ‘Αλμπι ένα από τα τέσσερα πρόσωπα του – δύο παντρεμένα ζευγάρια, η Μάρθα και ο Τζορτζ, ο Νικ και η Χάνι – αναλαμβάνουν, εκ περιτροπής, τον ρόλο του «κακού λύκου» που επιτίθεται στους, δήθεν, αθώους υπόλοιπους τρεις. Ασφαλώς στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» κανείς δεν είναι αθώος: Ούτε η σαρωτική (κόρη πρυτάνεως) Μάρθα που ξεχειλίζει μίσος και χολή για τον αποτυχημένο σύζυγο της Τζορτζ, «τον πάτο του ιστορικού τμήματος αυτοπροσώπως». Ούτε ο Τζορτζ που αποδέχεται όλες τις προκλήσεις αλληλοεξόντωσης από την γυναίκα του «σ’ ένα 100στάρι πνευματικής εγρήγορσης» για να την εκδικηθεί και να την ποδοπατήσει στο τέλος με τρομακτική λύσσα. Αθώος δεν είναι ούτε ο οπορτουνιστής Νικ που, αν και βιολόγος έχει επενδύσει στο γάμο του μ’ ένα αφελές πλουσιόκοριτσο του Νότου, την Χάνι. Και φυσικά, ούτε η Χάνι που υποδύθηκε την εγκυμονούσα για να τον «τυλίξει» επισήμως. Στα πρόσωπα τους, ο ‘Εντουαρντ Άλμπι καθρεφτίζει την ανικανότητα διαχείρισης της μακρόχρονης συνύπαρξης, την ολίσθηση της συντροφικότητας σε παιχνίδι χειραγώγησης, το αδιέξοδο μιας ανικανοποίητης σεξουαλικότητας, την σεξουαλικότητα ως υλικό εξουσίας, την καταφυγή σε ζωτικά ψεύδη και φαντασιώσεις, την αγάπη που μετασχηματίζεται σε αποστροφή. «Εχει πιαστεί το χέρι μου να σε μαστιγώνω» λέει η Μάρθα απευθυνόμενη στον Τζορτζ, οδηγώντας την κούρσα της ταπείνωσης.
Το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» – αποτελεί ίσως το σημανικότερο δείγμα δουλειάς του ‘Εντουαρντ ‘Αλμπι, στην οποία διατυπώνει το ψυχρό του βλέμμα πάνω στη σύγχρονη ζωή και στη διάψευση του αμερικανικού ονείρου που στερεωνόταν στα sixties. Δικαιώς πολλοί μελετητές του αποδίδουν την αναβίωση του αμερικανικού θεάτρου χάρη στην δεξιοτεχνική διεισδυτικότητα και στην δηκτική του γραφή, στα όρια του παραλόγου.
H παράστασηΗ, εκ πρώτης όψης, ασφαλής ρεαλιστική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη πάνω στο αριστούργημα του ‘Εντουαρντ ‘Αλμπι είναι το μεγάλο, κερδισμένο στοίχημα στο ανέβασμα του. Ο Μαρκουλάκης διαχειρίζεται το ρεαλιστικό ύφος ως, θα λέγαμε, σύστημα αυτονάφλεξης ενός θεατρικού υλικού: Ως μιαν αλήθεια που αυτοπυροδοτείται, κατακαίει τα πάντα και σιγοσβήνει μόνη της για ν’ αφήσει τους θεατές να εισπνεύσουν τον τοξικό καπνό της, να ψιλαφήσουν τ’ αποκαϊδια της. Αφού προηγουμένως γελάσουν περιπαικτικά σαν τον Νέρωνα πάνω στις στάχτες της.
Η παράσταση δομείται πάνω σε μια καλοφτιαγμένη αλληλουχία θεατρινισμών (οι ήρωες του ‘Αλμπι τα αποκαλούν «παιχνίδια»), οι οποίες εκθέτουν συστηματικά όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες στο πλαίσιο μιας συνύπαρξης: Ερωτικής, συναδελφικής, κοινωνικής, ταξικής, οικογενειακής, διαπροσωπικής κ.ο.κ. Αυτό το παιχνίδι, πριν γίνει νοσηρό, φαντάζει γελοίο· αλλά αμέσως μετά, τραγικό. Και μόνον ως παίκτες – δεινούς ωστόσο – μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους τέσσερις μετέχοντες σε αυτό: Μαρία Πρωτόπαππα, Προμηθέα Αλειφερόπουλο, Ντάνη Γιαννακοπούλου και τον ίδιο τον σκηνοθέτη.
Τα Συν Οι ερμηνείεςΤο σημαντικότερο κεφάλαιο στα έργα του ‘Αλμπι οφείλουν να είναι οι ερμηνευτές του. Εκείνοι που δίνουν έκφραση στην δηλητηριώδη ειρωνεία του και σχήμα στις σύνθετες σκέψεις του για την ανθρώπινη ύπαρξη. ‘Ετσι και στην «Βιρτζίνια Γουλφ» το έργο κινδυνεύει να εμφανιστεί ως υπερφίαλο, αν οι πρωταγωνιστές του δεν ανταποκριθούν στην πρόκληση να απελευθερώσουν το … πώμα. Ευτυχώς, η «Βιρτζίνια Γουλφ» – που είναι (μεταξύ άλλων) η τραγωδία μιας άδειας φιάλης – ευτυχεί στην διανομή του «Αθηνών».
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αποσπά σημαντικές ερμηνείες από όλους τους συμπρωταγωνιστές του και παρουσιάζει ολόκληρους χαρακτήρες: Καταρχάς, από την Μαρία Πρωτόπαππα που στο ρόλο της Μάρθα καθηλώνει με το σκηνικό της απόθεμα σε σαρκασμό και μένος. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος που ενσαρκώνει με ευστοχία την αλαζονεία, το θράσος και τον καιροσκοπισμό του Νικ. Η Ντάνη Γιαννακοπούλου που κάνει την έκπληξη να στρέψει πολύ περισσότερο (απ’ ότι συνήθως συμβαίνει) την προσοχή στο ρόλο της Χάνι: Ελαφριά και αφελής νεραϊδούλα της ανερχόμενης Αμερικής, στα σωθικά της οποίας φωλιάζει ένας βαθύς συντηρητισμός. ‘Οσο για τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, για πολλοστή φορά, καταφέρνει να συνδυάσει μια ερμηνεία και μια σκηνοθεσία στο ίδιο υψηλό επίπεδο. Ο Τζορτζ του είναι ένα καλά ασκημένο ζώο σε πάσης φύσεως επιθέσεις και απρόσμενα ο ήρωας του αναδεικνύεται τελικά στον πιο βιτριολικό αυτής της οργιώδους συντροφιάς.
Με κυρίαρχη την καθοδήγηση των ηθοποιών του – που καρποφορεί εξαιρετικές ερμηνείες – ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει διαβάσει με τη δέουσα προσοχή το έργο του ‘Αλμπι. Αυτό αποτυπώνεται στον καλό ρυθμό που έχουν οι δηλητηριώδεις διάλογοι, γεγονός που επιτρέπει να φωτιστούν όλες οι πτυχές του έργου. Αφού ο ‘Αλμπι δεν στέκεται μόνο στις σαρκοβόρες συντροφικές σχέσεις αλλά σχολιάζει και τις κοινωνίες που αυτές δομούν. Γι’ αυτό και αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο ελπιδοφόρος επίλογος της παράστασης όπου, ακόμα και οι κατακερματισμένοι αντίπαλοι συμφωνούν σε παύση πυρός.
Η μεταφραστική εργασία της Τζένης Μαστοράκη αποδεικνύεται αειθαλής. Οχι μόνο γιατί επιλέγεται σε κάθε σημαντικό ανέβασμα του έργου την τελευταία δεκαετία (Απλό Θέατρο, Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση) αλλά και γιατί ο λόγος της έχει την ευελιξία να προσαρμόζεται σε διαφορετικές σκηνοθετικές αναγνώσεις.
Η αισθητική όψηΤόσο μέσα από τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή, όσο και από τα κοστούμια της Μαρίας Κοντοδήμα, η παράσταση μένει πιστή στην εποχή του έργου, στα sixties. Αυτή η επιλογή μοιάζει να ευεργετεί το ανέβασμα, αφού τα περισσότερα από τα θέματα που θέτει το έργο, τροφοδότησαν και εξακολουθούν να τροφοδοτούν τις κοινωνίες της Δύσης με εκκίνηση την μεταπολεμική δεκαετία του ’60: Η σεξουαλική απελευθέρωση, η χρήση και η υπερκατανάλωση ουσιών, η γυναικεία χειραφέτηση, το success story όπως επιβεβαιώνεται μέσα από το οικονομικό και κοινωνικό status.
Η παράσταση οικειοποιείται τον έντονο σαρκασμό του ‘Εντουαρντ ‘Αλμπι – που φλερτάρει πρόθυμα με τον σουρεαλισμό· κι αυτό είναι απολύτως δόκιμο. Είναι, όμως, συνάμα και επικίνδυνο για να δημιουργήσει μια βασική παρεξήγηση στη σχέση των θεατών με το έργο: Στην πρόσληψη και στην αφομοίωση του κωμωδία κι όχι ως τραγικωμωδία.
Φαινομενικά κλασικότροπο αλλά ουσιαστικά με ανατρεπτικές συσπάσεις, ανέβασμα του αριστουργήματος του ‘Αλμπι, που απογειώνεται με τις ερμηνείες του πρωταγωνιστικού κουαρτέτου.