MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
21
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
STATUS UPDATE

Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος, σκηνοθέτης

Μεγάλωσε στη Γερμανία, σπούδασε στην Αυστρία και πλέον έχει έδρα του την Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν Ελληνας, και η μητέρα του είναι Γερμανίδα. Ξεκίνησε σπουδές στη Ιατρική αλλά τις εγκατέλειψε μετά από τέσσερα χρόνια. Σπούδασε σκηνοθεσία στο Max Reinhardt Seminar της Βιέννης. Δάσκαλος του ήταν ο Klaus Maria Brandauer. Η ελληνική κοινωνία τον εκπλήσσει συχνά. Είναι και ρομαντικός τύπος.

Στέλλα Χαραμή | 03.12.2019 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: JOHN MITROPOULOS

Πάντα ήμουν καλλιτεχνικά ανήσυχος. Από την παιδική μου ηλικία.

Πέρα από το γεγονός ότι, ήδη, λάτρευα να είμαι entertainer, από πολύ μικρός οργάνωνα θεάματα στο πατρικό σπίτι μου στη Γερμανία, με τα αδέλφια μου – ήθελαν, δεν ήθελαν – και, φυσικά, με φίλους μου. Δεν το έβλεπα τότε σαν σκηνοθεσία. Απλώς μου άρεσε να δημιουργώ τους κόσμους που είχα φανταστεί. ‘Eγραφα και μικρά έργα, αλλά κυρίως κάναμε κάτι σαν αναπαραστάσεις από θεατρικές παραστάσεις που είχα δει με τους γονείς μου στα θέατρα και μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Κάποιες από αυτές τις θυμάμαι μέχρι σήμερα με πολλές λεπτομέρειες. Τώρα, και με την απόσταση των χρόνων, παρατηρώ ότι από τότε προτιμούσα να βλέπω και να χαίρομαι ένα θέαμα, αντί να βρίσκομαι μέσα του. Στην πρώτη παράσταση που σκηνοθέτησα, ξαφνικά διαπίστωσα κάτι να συμβαίνει μπροστά μου. Θυμάμαι να λέω μέσα μου: «Wow! Είναι ακριβώς έτσι όπως το φαντάστηκα!» Και από εκείνη τη στιγμή, αυτή η διάθεση μου να συναντήσω ξανά και ξανά αυτό το φαινόμενο, μου έγινε σχεδόν εξάρτηση.

Έναν αρκετά σημαντικό ρόλο στην πορεία μου έπαιξαν τα χρόνια των σπουδών μου στο Max Reinhardt Seminar στη Βιέννη.

Οι συνθήκες στη σχολή, μας πρόσφεραν σημαντικές στιγμές στον δρόμο που είχαμε διαλέξει να ζήσουμε. Μέσα από σημαντικές επαφές με καλλιτέχνες του γερμανόφωνου θεατρικού χώρου, ηθοποιούς των μεγάλων θεάτρων της Βιέννης αλλά και της Γερμανίας και Ελβετίας, δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο για έντονους διαλόγους και εμπειρίες που μέχρι σήμερα με συνοδεύουν σε κάθε project μου. Και αυτές οι αναμνήσεις είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους: Από τα forum συζήτησης στο Burgtheater μέχρι και μια σύντομη συμβουλή το βράδυ αργά στη βροχή σε μια στάση του τραμ – όλα είναι κομμάτια ενός μωσαϊκού εμπειριών και μιας μόρφωσης, που δεν μπορείς να κερδίσεις διαβάζοντας ένα η δύο βιβλία. Δεν υπάρχει συνταγή. Και δεν υπάρχει μόνο ένας που ξέρει να σου δείξει τον δρόμο.

Σημαντικοί άνθρωποι τότε για μένα ήταν πέρα από τον καθηγητή σκηνοθεσίας, που με συνόδεψε τέσσερα χρόνια στη σχολή στα πειράματα μου, ο συγχωρεμένος σκηνοθέτης Luc Bondy, όπως και ο ηθοποιός Klaus Maria Brandauer.

Κυρίως, όμως, ήταν οι πολλαπλές στιγμές που έζησα με τους συμφοιτητές μου στη δραματική σχολή και όλα αυτά που εξερευνήσαμε μαζί, ενώ μοιραζόμασταν μια τρέλα και λατρεία για το θέατρο. Με αυτό τον τρόπο θα έλεγα ότι η Βιέννη έγινε η «καλλιτεχνική» πατρίδα μου. Το έχω ορίσει έτσι για μένα, αφού εκεί και σ’ εκείνα τα χρόνια άρχισα ν’ ασχολούμαι ουσιαστικά με το θέμα της ζωής μου. Ήμουν τυχερός, γιατί βρήκα ένα περιβάλλον στο οποίο μπορούσα να μάθω και να εξελιχθώ ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος. Κάθε φορά που επιστρέφω στο σπίτι μου στη Βιέννη, νιώθω ότι γυρνώ σ’ αυτή την καλλιτεχνική πατρίδα. Κι όταν αναζητώ μια συμβουλή σχετικά με προβλήματα που αντιμετωπίζω σε μια παραγωγή μου, με βοηθάει απίστευτα να περπατώ στους δρόμους της πόλης και ν’ ακούω μέσα μου όλες αυτές τις κουβέντες ξανά.

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα στη Γερμανία και ζω μεταξύ Βιέννης και Αθήνας.

Αισθάνομαι, όμως, ότι ανήκω περισσότερο στην Ελλάδα.

Συχνά μου λένε πως, μάλλον, θα είχα γίνει ένας καλός γιατρός. Δεν ξέρω. Μπορεί να ήμουν καλός – αλλά δεν ξέρω αν θα ήμουν ευτυχισμένος.

Σπούδασα τέσσερα χρόνια Ιατρική.

Ταυτόχρονα είχα αρχίσει να δουλεύω και ως βοηθός σκηνοθέτη σε διάφορα θέατρα στο Βερολίνο. Είχα βρει έναν δικό μου τρόπο να συνδυάσω αυτές τις επιστήμες, που έχουν και οι δυο στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Όταν μπήκα, πλέον, στα πιο πρακτικά μαθήματα της Ιατρικής, παρατήρησα ότι η καρδιά μου δεν ήταν δοσμένη ολοκληρωτικά σε αυτό τον χώρο. Και αφού ήθελα να τα δώσω όλα σ’ αυτή τη ζωή για όσα αγαπώ, ένιωθα ότι είχε έρθει πια η ώρα για μια απόφαση – ό,τι και αν μου κοστίσει. Τόλμησα ν’ ασχοληθώ με το θέατρο. Με έναν τρόπο, η οπτική του γιατρού πάνω στον άνθρωπο, την οποία γνώρισα και από παιδική ηλικία μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, μένει μέρος της ζωής μου – της μακροσκοπικής ματιάς μου. Συχνά μου λένε πως, μάλλον, θα είχα γίνει ένας καλός γιατρός. Δεν ξέρω. Μπορεί να ήμουν καλός – αλλά δεν ξέρω αν θα ήμουν ευτυχισμένος.

Ομολογώ ότι μου έχουν τύχει πολλές στιγμές στη δουλειά μου στο θέατρο, που μάλλον έμοιαζαν αρκετά με ιατρική δράση.

Θυμάμαι μια στιγμή στο κυλικείο του Residenztheater Μονάχου, όταν ένας εξαιρετικός, ηλικιωμένος Γερμανός ηθοποιός μου είπε ήρεμα και χαμογελώντας «Είδες αγόρι μου, τελικά γιατρός έγινες». Εγώ απλά γέλασα. Ο άνθρωπος για μένα είναι επίκεντρο της δουλειάς μου – στη σκηνή, στην ανατομία ή οπουδήποτε. Κι έτσι μέχρι σήμερα, οι τότε σπουδές μου, θα έλεγα ότι συνεχίζουν να αποτελούν ένα ουσιαστικό κομμάτι από τον τρόπο, με τον οποίο παρατηρώ έναν θεατρικό χαρακτήρα ή αναλύω μια θεατρική σκηνή. Αγαπώ τις λεπτομέρειες. Για μένα εκεί βρίσκεται η διαφορά.

Οι γιατροί γονείς μου πήραν στραβά την απόφαση μου να σπουδάσω σκηνοθεσία.

Οικογενειακός χαμός και αυτό κράτησε για καιρό. Χάσαμε, δυστυχώς, σημαντικά χρόνια μαζί έτσι. Και έπειτα, χρειάστηκαν άλλα τόσα για να βρούμε μια ισορροπία ξανά. Τη βρήκαμε όμως. Και τελικά ηρεμήσαμε.

Εστίασα στη σκηνοθεσία,

επειδή λατρεύω να λέω ιστορίες και να τις μεταφράζω σε εικόνες και λόγο για τη σκηνή.

Σκηνοθετώ συχνότερα στη Γερμανία και στην Αυστρία, γιατί μέχρι στιγμής έτσι έτυχε.

Μεγάλωσα και σπούδασα στον γερμανόφωνο χώρο. Μετά τις σπουδές μου, είχα ένα αρκετά έντονο θεατρικό ξεκίνημα εκεί. Πάντα ήθελα να ζήσω και να δουλέψω και στην Ελλάδα – ήταν όνειρο ζωής από μικρή ηλικία. Και αφού μ’ ενδιαφέρει να μιλάω μέσα από μια προσωπική οπτική στις δουλειές μου, αυτό για μένα εμπεριέχει και το να εκφραστώ στα ελληνικά. Σεβόμουν πολύ αυτό το βήμα, αφού η μητρική μου γλώσσα είναι τα γερμανικά. Στα γερμανικά, κυρίως, σκέφτομαι και στα γερμανικά έμαθα και να σκέφτομαι θεατρικά.

Ποια παράσταση μου στο εξωτερικό θεωρώ κεντρική στην πορεία μου;

Η ερώτηση είναι λίγο σαν να ρωτούσατε έναν γονιό, ποιο από τα παιδιά του αγαπάει τελικά περισσότερο. Το καθένα με τον τρόπο του θα απαντούσε. Η κάθε παράσταση και οι εμπειρίες με τις οποίες είναι συνδεδεμένη ήταν σημαντική στην πορεία μέχρι τώρα. Επιτυχίες και αποτυχίες. Έμαθα, συνέχισα. Μια σκηνοθεσία μου που έτυχε να με εκφράσει και πολύ και σαν ομοφυλόφιλο άντρα, ήταν η έντονη απασχόληση με το σύμπαν του Tennessee Williams στην παράσταση του «Cat on a hot tin roof (Λυσσασμένη Γάτα)». Συνέβη το 2012. Για μένα μια μαγική στιγμή.

Μέσα από ωραίες εμπειρίες τα τελευταία χρόνια στον ελληνικό θεατρικό χώρο, μου δόθηκε μια εικόνα δυνατοτήτων – και μαζί με αυτήν και μια ελπίδα – ότι τελικά μπορώ να δουλέψω και στα ελληνικά.

Και το θέλω, το έχω ανάγκη. Έχω πολλή όρεξη να προσφέρω και εγώ ένα κομμάτι στον εγχώριο θεατρικό χώρο, να προτείνω. Πέρα από αυτό, κάτι που μ’ ενδιαφέρει πολύ είναι το τι θα μπορούσε σήμερα να είναι το θέατρο στην Ελλάδα, στις μέρες μας. Τι να είναι, άραγε, ένα σύγχρονο και ελληνικό θέατρο; Με τη λέξη ελληνικό, εννοώ, τα θέματά του, όπως και τις μορφές και πιθανές φόρμες του. Για να είμαι ειλικρινής, όταν βλέπω θέατρο, βαριέμαι να βλέπω copypasted πράγματα που δεν έχουν ένα ουσιαστικό νόημα για τον τόπο στον οποίο παράγονται και στον οποίο αναφέρονται.

Οι εξελιγμένοι πολιτισμοί πάντα κέρδιζαν, όταν αγκάλιαζαν τη διαφορετικότητα.

Σίγουρα δεν έχω κατανοήσει ακόμα αρκετά και τόσο όσο θα ήθελα τον τρόπο που λειτουργούν «τα πράγματα» στην Ελλάδα.

Και αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να το πει αυτό;  Εμένα σίγουρα μ’ ενδιαφέρει και θα συνεχίσει να μ’ ενδιαφέρει πολύ να τα εξερευνήσω, να τα γνωρίσω, ιδανικά από μέσα. Ελπίζω κάποια μέρα και να τα κατανοήσω. Πρέπει να πω, όμως, ότι μετά από χρόνια διαμονής μου εκτός Ελλάδας και μετά από ουσιαστικά βιώματα μέσα στη γερμανική και την αυστριακή κοινωνία –που είναι σαν δυο διαφορετικοί πλανήτες– τώρα πια, αντιμετωπίζοντας την ελληνική κοινωνία και πραγματικότητα τα τελευταία 10 χρόνια, μου γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο, ότι κάποια θέματα δεν πρέπει έχουν τόση σχέση με εθνικότητες ή χώρες. Μου φαίνεται πώς άλλοι παράγοντες παίζουν έναν σημαντικό ρόλο. Παράγοντες όπως οι οικονομικές και ταξικές συνθήκες, το μορφωτικό επίπεδο και η παιδεία από την οποία ξεκινούν όλα μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον. Για παράδειγμα, η προσωπική μου ενασχόληση με «τη στάση της ελληνικής επαρχίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία» – σε αυτή τη δεύτερη μου παράσταση στην Αθήνα – θα ήθελα να αναφέρω, ότι ο τίτλος της ελληνικής μεταφοράς του «Tom a a ferme», που περιγράφει καταστάσεις σε μια επαρχία, είναι «Tom in Greece». Ο τίτλος είναι απόρροια της επιθυμίας μου να περιγράψω μια κατάσταση, που δυστυχώς στο συγκεκριμένο θέμα της ομοφοβίας αφορά ακόμα όλη την Ελλάδα – και όχι μόνο την επαρχία. Όταν μιλάμε για όρους όπως την ομοφοβία και την ομοφυλοφιλία – και ειδικά την συνεχόμενη υπαρκτή αμηχανία ενήλικης κοινωνικής αντιμετώπισης τους στην Ελλάδα του 2019 – δυστυχώς βρισκόμαστε ακόμα σε ένα επίπεδο επαρχιωτισμού, ειδικά σε σύγκριση με κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης. Ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό δεν κάνει μεγάλη διαφορά αν βρισκόμαστε στο τελευταίο χωριουδάκι ή στην Αθήνα.

Εξαρτάται πολύ από τον χώρο που βρίσκεται κανείς, το πόσο έντονα μπορεί να ζήσει και να χαρεί τη διαφορετικότητα.

Για τη δουλειά μου, η διαφορετικότητα στο περιβάλλον μου ήταν και θα είναι πάντα ένα δώρο των θεών, μια σημαντική έμπνευση. Οι εξελιγμένοι πολιτισμοί πάντα κέρδιζαν, όταν αγκάλιαζαν τη διαφορετικότητα. Στενομυαλιά και φόβος είναι οι εχθροί της διαφορετικότητας, όπως και του ουσιαστικού πολιτισμού.

Διαχρονικά το διαφορετικό αντιμετωπιζόταν συχνά ως πρόβλημα.

Ήταν σε πολλές φάσεις κάτι που οι κοινωνίες φοβούνταν ή δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, να το αντιμετωπίσουν. Έτσι έδιναν στο διαφορετικό την έννοια του προβληματικού. Οι άνθρωποι αλλάζουμε με τα χρόνια, εξελισσόμαστε. Πράγματα που παλαιότερα τα αντιμετωπίζαμε με καχυποψία ή επιφύλαξη, τα έχουμε πλέον γνωρίσει και αποδεχθεί – και ιδανικά είμαστε στη θέση να τα καλωσορίσουμε. Να κάνουμε ένα επόμενο βήμα παραπέρα.

Σέβομαι ένα συντηρητικό περιβάλλον.

Όπως περιμένω από αυτό επίσης να σεβαστεί εμένα.

‘Εχω βιώσει ρατσισμό, αλλά ευτυχώς σπάνια και ποτέ να κινδυνέψω σοβαρά.

Γνωρίζω, όμως, ότι αυτό σημαίνει περισσότερο ότι ήμουν τυχερός.

Πώς αισθάνομαι κάθε φορά που έρχομαι στην Ελλάδα;

Ένας φίλος μου, με ρώτησε ακριβώς αυτό πέρυσι και τότε απάντησα: «Σαν ένα ψάρι στα σωστά νερά». Συνεχίζει να ισχύει.

Είναι πολλές οι ρομαντικές αισθήσεις που διατηρώ ακόμα για την Ελλάδα.

Είμαι ένας πολύ ρομαντικός άνθρωπος, αλλιώς δεν θα μπορούσα να ζήσω – και να ζήσω ειδικά εδώ.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

O Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος σκηνοθετεί το έργο «Τom in Greece» του Μισέλ Μαρκ. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στις 12 Δεκεμβρίου (έως τις 29 Δεκεμβρίου).

Πρωταγωνιστούν οι Αντώνης Πριμηκύρης, Ρένια Λουιζίδου, Λευτέρης Πολυχρόνης, Εύα Μαρία Σόμερσμπεργκ. 

Περισσότερα από Πρόσωπα