Γιώργος Δεπάστας: Ο ιατροδικαστής της θεατρικής μετάφρασης
Μία εφ όλης της ύλης συζήτηση με τον γνωστό μεταφραστή θεατρικών έργων Γιώργο Δεπάστα.
Ο Γιώργος Δεπάστας γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου και απέκτησε τον τίτλο του Διδάκτορα και εργάστηκε εκεί ως ιατροδικαστής μέχρι το 1990. Το 1991 επιστρέφει στην Αθήνα και ασχολείται αποκλειστικά με τη λογοτεχνική και θεατρική μετάφραση από την αγγλική και γερμανική γλώσσα, και αντίστροφα. Το 2004 τιμήθηκε με το Ελληνογερμανικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης για την ελληνική μετάφραση του θεατρικού έργου “Ο θάνατος του Δαντόν” του Georg Buchner.
Αυτή τη σεζόν υπογράφει τη μεταφραση της «Λούλου» του Φρανκ Βέντεκιντ (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάπα Εκδοτική) που παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης υπό τα σκηνοθετικά ηνία του Γιάννη Χουβαρδά. Με αφορμή την έκδοση αυτή είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του.
Από γιατρός και μάλιστα ιατροδικαστής γίνατε μεταφραστής. Πώς προέκυψε η μετάβαση αυτή και γιατί κλείσατε ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας;Ύστερα από 25 χρόνια ζωής στη Βιέννη, ένιωθα ότι αυτός ο κύκλος της ζωής μου είχε κλείσει. Δεν ήθελα με τίποτα να γεράσω σ’ αυτή την πόλη, γιατί, όσο ωραία κι έζησα εκεί, πάντα ένιωθα ξένος και δεν την αγάπησα ποτέ. Παρόλο που είμαι και Αυστριακός υπήκοος, ποτέ δεν μπόρεσα να αφομοιωθώ μ’ αυτόν τον λαό. Δεν ήθελα όμως να εργαστώ ως γιατρός και μάλιστα ιατροδικαστής στην Ελλάδα, γιατί το είχα δοκιμάσει στο παρελθόν και είχα επιστρέψει στη Βιέννη τρέχοντας. Η αγάπη μου για τη λογοτεχνία και η βαθιά γνώση μου της γερμανικής και της αγγλικής γλώσσας με έσπρωξαν στη μετάφραση.
Η σωστή θεατρική μετάφραση μεταφέρει στον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς το ύφος και το πνεύμα του συγγραφέα και φωτίζει τα κρυμμένα επίπεδα του έργου.
Πώς δουλεύετε τις μεταφράσεις σας; Παρεμβαίνετε όπου το κείμενο το «σηκώνει»;Ο μεταφραστής οφείλει να ξεχνά τα όποια συγγραφικά απωθημένα του
Ποτέ δεν το κάνω. Πιστεύω πως ο μεταφραστής είναι ο εκπρόσωπος του συγγραφέα και οφείλει να σέβεται το έργο του. Ακόμα και όταν αντιμετωπίζω σημεία του κειμένου για τα οποία δεν συμφωνώ, τα αποδίδω ακριβώς όπως είναι, ακόμα και με κίνδυνο να χαρακτηριστεί κακή η μετάφραση. Ο μεταφραστής οφείλει να ξεχνά τα όποια συγγραφικά απωθημένα του.
Πόσο επικίνδυνο είναι να «ξεφύγει» μια μετάφραση από το πνεύμα του συγγραφέα;Αν ο μεταφραστής δεν έχει φροντίσει να ενημερωθεί για τον συγγραφέα, για την εποχή, για τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες στις οποίες έζησε και τον επηρέασαν, μπορεί να παρανοήσει το πνεύμα και τις διαθέσεις του.
Συνεργάζεστε με τους σκηνοθέτες των έργων που μεταφράζετε και αν ναι, πόσο βοηθητικό και γόνιμο είναι αυτό;Πάντα συνεργάζομαι με τους σκηνοθέτες. Το θεωρώ απαραίτητο. Συμμετέχω στις αρχικές πρόβες, εννοώ στις αναγνώσεις και στην ανάλυση του έργου, γιατί έτσι ελέγχω για τελευταία φορά τη μετάφραση ως προς τη μουσικότητα και την αμεσότητα του λόγου, και ενδεχομένως την προσαρμόζω στις ανάγκες του σκηνοθέτη και των ηθοποιών, φροντίζοντας να μην προδώσω τον συγγραφέα. Κι επίσης γιατί πάντα μαθαίνω κάτι καινούργιο και χρήσιμο για τη δουλειά μου.
Τι είναι αυτό που σας παρακίνησε να μεταφράσετε τη «Λούλου»;Είναι ένα έργο που με συναρπάζει σε κάθε μορφή του, ως θεατρικό, ως κινηματογραφικό, ως όπερα. Ο τρόπος της γραφής του είναι μια πρόκληση, έχει στοιχεία μπουλβάρ, εξπρεσιονισμού και μοντερνισμού. Πρόκειται για ένα κείμενο που επηρέασε αδρά το ευρωπαϊκό θέατρο. Για μένα τα κείμενα του Φρανκ Βέντεκιντ είναι ιδιαίτερα γοητευτικά και μακάρι να είχα το χρόνο και την ευκαιρία να τα μεταφράσω όλα.
Γιατί η κεντρική ηρωίδα είναι και παραμένει ένα μυστήριο και το ύφος της γραφής είναι τόσο ποικίλο και σκοτεινό που μπορεί να επιτρέψει διαφορετικές αναγνώσεις. Ύστερα είναι και η μεγάλη του διάρκεια που επιβάλλει διασκευές και κοψίματα. Αν παιζόταν ολόκληρο, εννοώ και τα δύο δράματα, το Πνεύμα της Γης και Το Κουτί της Πανδώρας, θα διαρκούσε γύρω στις 6 ώρες.
Η εξπρεσιονιστική γραφή που συχνά μπορεί είναι δυσνόητη, αλλά και τα στοιχεία του μπουλβάρ και του μοντερνισμού που έπρεπε όλα να συνδεθούν αρμονικά σε ένα ενιαίο κείμενο.
Μπορείτε να μας σκιαγραφήσετε λίγο την ψυχοσύνθεση της ηρωίδας;Η ίδια η Λούλου λέει: «Εγώ ποτέ δεν θέλησα να δείξω στον κόσμο κάτι άλλο απ’ αυτό που έβλεπε σε μένα και ποτέ ο κόσμος δεν είδε σε μένα κάτι άλλο απ’ αυτό που ήμουν.» Σε ό, τι αφορά τον εαυτό της είναι πάντα ειλικρινής, δεν υποκρίνεται. Αυτό το κάνει μόνο όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, για λόγους επιβίωσης. Είναι το αρχέγονο θηλυκό στο οποίο προβάλλουν όλοι, άνδρες και γυναίκες, τις φαντασιώσεις τους σε τέτοιο βαθμό, που χάνει τελικά την αυτοτέλειά του, την ιστορία του. Είναι ένα πλάσμα που ζει για τον έρωτα.
Αν και ως συνεργάτης αγαπώ και υπερασπίζομαι κάθε δουλειά μου, μπορώ να πω όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, ότι πρόκειται μία εξαιρετική διασκευή και πολύ σημαντική παράσταση στο πνεύμα του συγγραφέα, με θαυμάσιες ερμηνείες και άψογη δουλειά όλων των συντελεστών.
Ποιος είναι ο θεατρικός συγγραφέας που σας έχει «παιδέψει» περισσότερο;Η Ελφρίντε Γέλινεκ, ο Έντεν φον Χόρβατ, ο Γκέοργκ Μπύχνερ και ο Φρανκ Βέντεκιντ – ο καθένας με τον τρόπο του.
Τον “Μπάαλ” του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον “Μάκβεθ” του Σαίξπηρ, και τον “Φάουστ” του Γκαίτε.
Η παράσταση “Lulu”, σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα και σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη Παρασκευή & Κυριακή στις 20:30. Σάββατο 18:00 & 21:00
Παίζουν: (με αλφαβητική σειρά): Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Γιώργος Μπινιάρης, Άλκηστις Πουλοπούλου, Άκης Σακελλαρίου, Αλέκος Συσσοβίτης, Χάρης Φραγκούλης & Νίκος Χατζόπουλος.