Η πρόβα για τον «Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν» (σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά) έχει τελειώσει εκτάκτως νωρίτερα. Και η Λυδία Φωτοπούλου ψάχνει μια έξοδο από το υποσκήνιο του Μεγάρου Μουσικής για να κάνει σκαστή ένα τσιγάρο. Την ακολουθώ στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του υπογείου σαν να κάνουμε εφηβική σκανταλιά· αλλά λίγα λεπτά αργότερα θα εμφανίσει το κινητό της για να μου δείξει φωτογραφίες από την, έξι μηνών, εγγονή της. Θα την πουν Λυδία κι έχει ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά.
Το προηγούμενο στιγμιότυπο μοιάζει να συνοψίζει την εντύπωση που έχω συνολικά για τη Λυδία Φωτοπούλου: Μια γυναίκα ώριμη μα με μια αναλοίωτη (στο χρόνο) νεανική φλόγα. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και στο θέατρο: Παρά την 40ετή της εμπειρία, εξακολουθεί να είναι μέσα στο καινούργιο της τέχνης, μ’ έναν τρόπο ανεπιτήδευτο.
Η τρίτη συνάντηση της με τον ρόλο της Άλις Τόλκας στην «Γερτρούδη Στάιν και τη συνοδό της» στο θέατρο ‘Αλμα – μια ηρωίδα που επιδιώκει να συναντά, κατά καιρούς, μαζί με τη φίλη και συμπρωταγωνίστρια της Μαρία Κατσιαδάκη – την βάζουν μοιραία σε μια συνομιλία με το χρόνο.
Και σε αυτή την περίπτωση, η Φωτοπούλου επιστρατεύει όλη της την φρεσκάδα και λέει με μια γλυκιά αυτοπεποίθηση πως «ναι. ‘Εχω ζήσει ωραία ζωή».
Δοκιμάζετε μια μεγάλη επιστροφή. Πως είναι να ξανασυναντάτε τον ίδιο ρόλο σε μια άλλη ηλικιακή φάση;Ηταν μια απόφαση που είχαμε πάρει τότε, στα 32 μας, την δεκαετία του ’90. Η Νικαίτη Κοντούρη είχε βρει το έργο σ’ ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη, παρότι ήμασταν πολύ νέες για να το παίξουμε – η βασική ηλικία των ηρωίδων είναι στα 60 και κάτι. Αλλά αγαπήσαμε τόσο πολύ αυτές τις γυναίκες, ήταν τόσο εμπνευστική για εμάς η σχέση τους και λέγαμε ότι κάθε 15 χρόνια θα ήταν ευτυχία να το επαναλαμβάνουμε. Το κάναμε λοιπόν το 2004 – με τη συνεργασία τότε του Γιώργου Πάτσα στα σκηνικά – το κάνουμε και τώρα.
Κυρίως στους εαυτούς μας. Γιατί καταλαβαίνεις πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζεις κάτι μέσα από το πέρασμα του χρόνου. Αλλά συμβαίνει και κάτι άλλο: ‘Εχουμε ανάγκη στη ζωή μας να τοποθετούμε μπροστά μας ένα φάρο, κάτι σημαντικό στον ορίζοντα, με το οποίο θα συνδιαλλεγόμαστε· κι αν δεν το φτάνουμε, τουλάχιστον να τείνουμε προς τα εκεί. Η σχέση αυτών των δύο γυναικών είναι κάτι τέτοιο, μια σχέση τόσο ολόκληρη, σχέση αγάπης και φροντίδας που μου προκαλεί συγκίνηση.
Μπαίνετε σε διαδικασία συγκρίσεων;Ναι, τόσο κι εμείς όσο και οι θεατές που μας έχουν δει σε κάποια από τις άλλες δύο εκδοχές. ‘Ομως, κάνουμε συγκρίσεις όχι μόνο αναφορικά με την παράσταση αλλά και γύρω από τη σχέση που έχουμε αναπτύξει με τη Μαρία Κατσιαδάκη. Σκέφτομαι πια ότι είμαστε φίλες πάνω από 30 χρόνια. Δεν μπορεί, κάτι έχουμε κερδίσει. Είναι άλλο το βλέμμα μας όταν ακουμπάει η μια στην άλλη.
«Η Γερτρούδη Στάιν και η συνοδός της» ήταν και μια από τις παραστάσεις που σας συνόδεψαν στην κάθοδο σας στην Αθήνα, σωστά;Δεν έχω πια εκείνο το φοβερό άγχος που όταν είσαι νέος φοβάσαι ότι μπορεί να μην αρέσεις, να μην γίνεις αποδεκτός. Είναι ωραία η ωριμότητα, την αγαπώ!
Ναι, ήρθα στην Αθήνα για τον «Οθέλλο» στο Αμόρε και ακολούθησε «Η συνοδός».
Τι θυμάστε από τον εαυτό σας στην πρώτη παράσταση;Θυμάμαι τον εαυτό μου, το τρακ μου, θυμάμαι πως δεν έβγαινα στη σκηνή αν δεν έπαιρνα πριν τις βιταμίνες μου. Ενώ τώρα μου είναι πολύ ευχάριστο να κρύβομαι πίσω από τη σκηνή και να περιμένω να συναντήσω τη Μαρία. Δεν έχω πια εκείνο το φοβερό άγχος που όταν είσαι νέος φοβάσαι ότι μπορεί να μην αρέσεις, να μην γίνεις αποδεκτός. Αυτά τότε μου ρουφούσαν πολλή ενέργεια. Είναι ωραία η ωριμότητα, την αγαπώ!
Ναι!
Προσπαθώ να σκέφτομαι πως το τώρα είναι το καλό. Γιατί έχασα πολύ καιρό σκεπτόμενη ένα μέλλον ή ένα παρελθόν. Ζει ο άνθρωπος με το «αχ, να μεγαλώσω και να κάνω εκείνο». Κι ύστερα αν μεγαλώσεις αρχίζεις να λες «όταν ήμουν νέος…». ‘Ετσι σκέφτομαι πως είμαι πολύ καλά στη φάση που είμαι τώρα. Αν μου έλειπαν και μερικές ρυτίδες θα ήμουν πολύ ευχαριστημένη.
Μπαίνετε σε διαδικασία αναπόλησης;Αναπόλησης όχι, γιατί η αναπόληση έχει και μια θλίψη μέσα της. Αλλά οι αναμνήσεις κάποιων ευχάριστων πραγμάτων γλυκαίνουν πολλές στιγμές της ζωής μου. Μου αρέσει να θυμάμαι τα πράγματα, αλλά όχι με την έννοια ότι θα ήθελα να είμαι εκεί, πίσω. Προσπαθώ να είμαι στο εδώ και τώρα.
Αγαπώ τον τρόπο που ο χρόνος αποτυπώνεται μέσα μου. Μου αφαίρεσε πολλές ανασφάλειες, ότι φοβόμουν και μου ήταν άχρηστο. Βέβαια, εκείνο που χάνω με το χρόνο είναι η ζωντάνια του σώματος. Αυτό από την μια, αυτό με ηρεμεί κι από την άλλη είναι φορές που θέλω το σώμα μου πιο ενεργό. Εξωτερικά τώρα, είναι λίγο δύσκολο να βλέπει κανείς το χρόνο να περνάει πάνω στο πρόσωπο του – δεν υπάρχει περίπτωση να πει κανείς ότι είναι συμφιλιωμένος με την εικόνα του ως μεγάλου. Παρόλα αυτά, δεν θα ξεχάσω πως όταν ήμουν εκεί, γύρω στα 30, στεκόμουν μπροστά από έναν καθρέφτη και παραπονιόμουν πως είχα μεγαλώσει. Τώρα πάντως, έχω αποδεχτεί τον καθρέφτη μου, σκέφτομαι πως έτσι θα μοιάζω, αφού έχω ζήσει κάμποσα χρόνια.
Έχετε ζήσει ωραία ζωή;Νομίζω, ναι. ‘Εχω ζήσει ωραία ζωή. Είμαι ευχαριστημένη. ‘Εχω στη ζωή μου πρόσωπα και πράγματα που τα έχω κρατήσει για χρόνια· κι αυτή η διάρκεια των πραγμάτων είναι μια πλευρά του χρόνου που ευγνωμονώ. Βλέπετε, είχα όλες τις απώλειες μαζεμένες όταν ήμουν παιδί. Μετά, ευτυχώς, τα πράγματα ήρθαν καλύτερα: Κάνω τη δουλειά που αγαπάω, μου προσφέρει ακόμα πάρα πολλά αυτή η δουλειά, έχω το γιο μου που είναι ένας υπέροχος άνδρας με την οικογένεια του – και που μου έκαναν το θαυμάσιο δώρο της εγγονής μου. Ναι, είμαι καλά.
Έχετε κάποιο μυστικό που εξηγεί αυτή την στωϊκότητα;Σκέφτομαι πως είμαι πολύ καλά στη φάση που είμαι τώρα. Αν μου έλειπαν και μερικές ρυτίδες θα ήμουν πολύ ευχαριστημένη
‘Εχω κάτι πολύ χρήσιμο: Δεν παίρνω τον εαυτό μου και πολύ στα σοβαρά. Γιατί αν το κάνεις κλείνεσαι σε μια τέτοια φυλακή που δεν μπορείς να δεις και ν’ ανακαλύψεις τίποτε άλλο γύρω σου. Είναι ίσως το σημαντικότερο πράγμα που με κρατάει σ’ έναν κόσμο χαοτικό, η γνώση ότι είμαι μια κουκίδα σκόνης στον κόσμο. Πολλές φορές ευγνωμονώ τη ζωή. Δεν είμαι θρήσκα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία αλλά υπάρχουν βράδια που ανάβω ένα κεράκι στο σπίτι μου και λέω «αχ, ευχαριστώ βρε ζωή…». Είμαι ωραία στο σπιτάκι μου, πίνω το κρασί μου, στη ζέστη, διαβάζω το βιβλίο μου. Αυτό είναι ένα κλειδί για την ισορροπία μου.
Και μέσα στο θέατρο, τι σας ισορροπεί;Το ίδιο προσπαθώ, αν και στο θέατρο οι αντιπερισπασμοί είναι περισσότεροι. Εκεί έχεις να παλέψεις με ένα Εγώ, φοβάσαι την αποτυχία. ‘Οσο κι αν πω «έλα μωρέ εντάξει, μια παράσταση είναι» αυτή η έκθεση στον κόσμο κρύβει μια ανάγκη για ανταπόκριση. Δεν γίνεται να το κάνεις ερήμην. Εκεί προσπαθώ να ηρεμώ τον ευατό μου.
Η σκέψη ότι γίνατε γιαγιά πως εγγράφεται μέσα σας;Ω, με απίστευτα χρώματα. Αφήστε που η εγγονή μου με έχει φέρει ξανά κοντά στη θύμηση του πατέρα της, του δικού μου μωρού. Θυμάμαι τη φρεσκάδα που είχε φέρει στη ζωή μου ο γιος μου, εκείνο το πλάσμα που άνοιγε τα μάτια του και κοιτούσε τα πάντα για πρώτη φορά. Ως γιαγιά έχω ξανανιώσει, λοιπόν, όλα καλά.
Γίνατε πολύ νέα μητέρα, σωστά;Ναι, στα 23 μου χρόνια. Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή και μπόρεσα να κρατήσω το μωρό. Και ευτυχώς!!! Γιατί μετά πιστεύω πως θα με είχε παρασύρει η ζωή, η δουλειά και ίσως να μην το αποφάσιζα.
Αφοσιωθήκατε πολύ στο θέατρο στα χρόνια που ακολούθησαν;Το ΚΘΒΕ ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για μένα – με την έννοια ότι ήμουν συνέχεια εκεί, έπαιζα σε τρεις παραστάσεις το χειμώνα και σε μια το καλοκαίρι, είχαμε μεγάλο ρεπερτόριο, έκανα ωραίες συναντήσεις. Η πρώτη σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά ήταν στο Κρατικό – ένα παιδάκι που τότε έκανε το έργο ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα κι εγώ με τη σειρά μου ήμουν ένα κοριτσάκι, μια σταλιά· κι όμως από τότε ξεκίνησε μια πολύ σπουδαία σχέση. Επίσης, ο Δημήτρης Μαυρίκιος, ο Ανδρέας Βουτσινάς – όλοι οι σκηνοθέτες που με έχουν στιγματίσει και πορευτήκαμε με πνεύμα κοινής ψυχικής λειτουργίας – ξεκίνησαν από εκεί. ‘Ηταν 12-13 ωραία χρόνια που για μια νέα ηθοποιό, όπως εγώ, έμοιαζαν με πανεπιστήμιο.
Μετανιώσατε ποτέ την αλλαγή έδρας, την μετάβαση στην Αθήνα;Τώρα έχω αποδεχτεί τον καθρέφτη μου· σκέφτομαι πως έτσι θα μοιάζω, αφού έχω ζήσει κάμποσα χρόνια
Κατέβηκα για πρώτη φορά όταν ο Δημήτρης Μαυρίκιος μου πρότεινε να κάνω την Ιουλιέτα. ‘Ημουν 32 ετών κι όμως έμοιαζα για 15. Πήγε πολύ καλά η παράσταση, με έμαθε το κοινό στην Αθήνα σε μια σεζόν. Μετά κατέβηκα για τα καλά όταν ο Γιάννης Χουβαρδάς μου είπε ότι θα ιδρύσει το «Αμόρε». Και καθώς ήθελα να ξεφύγω από κλίμα ιδρύματος που είχε το ΚΘΒΕ – ένιωθα πως στερούμουν σε υποκριτική ευελιξία – ήρθα στην Αθήνα. ‘Ηταν, πράγματι, μεγάλη η μετάβαση, γιατί στο Αμόρε πέρασα στην απόλυτη εμπλοκή. ‘Εφτιαχνα σκηνικά, σιδέρωνα κοστούμια, έζησα το θέατρο ως χειρονακτική δουλειά.
‘Εχετε ανάγκη από μια θεατρική στέγη όπως ήταν το Αμόρε;Χρειάζομαι να βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλάμε μια κοινή γλώσσα, που έχουμε ένα κοινό όραμα πάνω στο θέατρο. Το πρωτοσυνάντησα στο Αμόρε, μετά στην Πειραματική Σκηνή της Θεσσαλονίκης και αργότερα μέσα στο Εθνικό θέατρο κάνοντας παραστάσεις όπως η «Γκόλφω». Μετά από αυτές τις εμπειρίες, δύσκολα λέω «ναι» σε κάτι άγνωστο.
Το αποδεικνύουν οι παραστάσεις που κάνετε φέτος, αφενός με τη Μαρία Κατσιαδάκη και αφετέρου με τον Γιάννη Χουβαρδά για τον «Γιον Γκαμπριελ Μπόρκμαν». Α, και νωρίτερα με το Δημήτρη Μαυρίκιο!Ειδικά με τη Μαρία έχουμε μεγαλώσει κυρίως μέσα από μια προσωπική συμπόρευση. Το θέατρο δεν απασχολεί πολύ τη σχέση μας. Παρόλα αυτά, επειδή εκτιμούμε πολύ η μια την άλλη, είναι σπουδαίο στη σκηνή να ακουμπάς τα μάτια σου σε κάποιον που του έχεις τρομερή εμπιστοσύνη. Και να σου βγάλει την αλήθεια.
Σκέφτομαι πως ανήκετε σε μια γενιά θεάτρου που από την μια προλάβατε εν ενεργεία κάποιους μύθους, την ώρα που είστε πλήρως ενταγμένη στην νέα κατάσταση. ‘Ηρθε φυσικά αυτό;Ναι, γιατί με ενδιέφερε κι ευτυχώς ενδιέφερε και τους άλλους. Αισθάνομαι αρκετά ευρύχωρη. Δεν είχα ποτέ εμμονές, ποτέ, δεν είπα ότι «ξέρω πως αυτό είναι το σωστό». ‘Εχω περισσότερες απορίες παρά βεβαιότητες. Την ίδια ώρα, έχω αγάπη για τους νέους ανθρώπους και τα καινούργια πράγματα γιατί βαριέμαι εύκολα. Δεν θα μπορούσα να έχω μείνει στο Κρατικό και ξέροντας ότι εκεί έγινα πρωταγωνίστρια θα παίζω, θα παίζω στο διηνεκές. Θέλω ν’ αλλάζω και να προσπαθώ να βελτιώσω αυτό που έχω. Με αυτόν τον τρόπο, ήρθαν πολύ ωραία τα πράγματα και νέοι σκηνοθέτες είδαν κάτι σε μένα. ‘Ισως έχω μια κρυμμένη νεανικότητα μέσα μου και μπορώ να υπάρχω και να αναπνέω ισότιμα δίπλα σε νεότερους δημιουργούς.
Πως αντιδράτε όταν μια παράσταση δεν πάει καλά;Δεν μου αρέσει, στενοχωριέμαι, περνάω πανικούς, έχω μια αδυναμία, μια δυσθυμία να βγω στη σκηνή, αλλά δεν κλαίω κιόλας. Δεν κλαίω για τέτοια πράγματα.
Γιατί κλαίτε; Βιώσατε την απώλεια σε πολύ νεαρή ηλικία, χάνοντας την μητέρα σας.Δεν θέλω η χειραφέτηση να με κάνει να ξεχνώ τη φύση μου. Και από την άλλη δεν θέλω να έχω την ανάγκη κανενός για να υπάρχω
Ναι. Και η απώλεια διαμορφώνει το χαρακτήρα θέλοντας και μη. Νομίζω, δηλαδή, πως είχε ένα ρόλο σε όσα ακολούθησαν στη ζωή μου. Και πρακτικά εξάλλου: Γιατί πιστεύω ότι η μαμά μου δεν θα με άφηνε ποτέ να γίνω θεατρίνα. Μπήκα στο θέατρο το 1973. Θυμάμαι πως ο μπαμπάς μου ρωτούσε διαρκώς αν «θα χαλάσω» μπαίνοντας στο θέατρο. Δεν ξέρω τι επανάσταση θα έκανα για να μπω στο θέατρο, αλλά το σημαντικό είναι ότι ήμουν πολύ δειλό παιδί. Κι όταν χάθηκε η μαμά μου, παρότι δεν είχα καμία σχέση με το θέατρο – ενώ λάτρευα το χορό – είχα ανάγκη να εκφράσω κάποια πράγματα. Είχα οχυρωθεί πάρα πολύ καλά και η τρελή μου εφηβεία δεν ήταν παρά η ανάγκη να εξωτερικεύσω κάτι, το οποίο κατάφερα μέσα από το θέατρο. Η απώλεια, λοιπόν, με οδήγησε στο θέατρο.
Τι άλλο σας έκανε;Συνέκρινα το χαμό της μαμάς μου με καθετί δύσκολο που συνέβαινε στη ζωή μου. Κι έλεγα «σιγά, εδώ έζησα αυτό, εκεί θα κολλήσω;». Βίωσα μια εγκατάλειψη, μ’ έναν περίεργο τρόπο, κι αυτό μου διαμόρφωσε τη σχέση μου με τα πράγματα. Βεβαίως, όταν γεννήθηκε ο γιος μου, μπήκα σε μια άλλη φάση, άρχισα να ωριμάζω· σην ουσία μεγάλωσα με το γιο μου. Μπορώ πια, να θυμηθώ τη μητέρα μου σαν μια φίλη.
Σας λείπει η ξεγνοιασιά της παιδικής σας ζωής, πριν την απώλεια;Ναι, αν γινόταν θα ήθελα να επιστρέψω στα χρόνια του Δημοτικού. Ηταν πολύ ωραία χρόνια. Θυμάμαι τους φίλους μου, τα πάρτι, την διάθεση να γνωρίσω τον κόσμο, τα βιβλία, τους Beatles. ‘Εχω φίλες από τότε ξέρεις. Με την ‘Εφη Σταμούλη, για παράδειγμα, είμαστε φίλες από το νηπιαγωγείο.
Θα θέλατε να ζήσετε και σε μια άλλη εποχή;Αμέ! Θα ήθελα να ζήσω στο Παρίσι του Μεσοπολέμου· πάντα μου άρεσε εκείνη η εποχή. Τότε που οι γυναίκες άρχισαν να φεύγουν από το ρόλο που τους είχε δοθεί και να χειραφετούνται.
Είστε μια χειραφετημένη γυναίκα;‘Ερωτας σημαίνει ότι είσαι μισός συνέχεια. Τουλάχιστον εγώ, έτσι βίωνα τον έρωτα. Και αισθανόμουν ότι ήμουν καλά όταν ήμουν ολόκληρη – άρα και μόνη.
Πιο χειραφετημένη δεν γίνεται. Ισως, δεν θα έπρεπε να είμαι τόσο. Γιατί επιδιώκω να είμαι γυναίκα, δεν θέλω η χειραφέτηση να με κάνει να ξεχνώ τη φύση μου. Και από την άλλη δεν θέλω να έχω την ανάγκη κανενός για να ζω και να υπάρχω. Αυτό το κατάφερα με τα χρόνια.
Με τη συντροφικότητα πως τα πήγατε;Δυστυχώς εκεί δεν είχα ταλέντο! Είμαι ατάλαντη στη συντροφικότητα και στις γλώσσες. ‘Εχω κάνει χρόνια μαθήματα στα αγγλικά και στα γαλλικά και δεν καταφέρνω να τα μιλήσω καλά. Το ίδιο συμβαίνει και με τη συντροφικότητα…
Συμβιβαστήκατε, δηλαδή, με την πιο μοναχική ζωή;Πλέον, δεν νομίζω ότι είναι συμβιβασμός. Αντίθετα νομίζω ότι απέκτησα την εσωτερική μου ελευθερία ώστε να μπορώ να μοιράζω το χρόνο μου όπως επιθυμώ. Να μην είναι η συντροφικότητα που θα με καθορίζει. Στη σκέψη μου, ο έρωτας είναι μια κατάληψη του μυαλού. Σαν να έχει φωλιάσει μέσα στο κεφάλι σου ένα τζίνι και κάνει κόλπα. ‘Ερωτας σημαίνει ότι είσαι μισός συνέχεια. Τουλάχιστον εγώ, έτσι βίωνα τον έρωτα. Και αισθανόμουν ότι ήμουν καλά όταν ήμουν ολόκληρη άρα και μόνη.
Πάντως, τέθηκε υπό κατάληψη ο εγκέφαλος; Ερωτευτήκατε…Α… Πολύ! Και πολλές φορές!
Αλλά δεν νίκησε ο έρωτας.Επειδή ακριβώς ο έρωτας πάντα πρέπει να μεταλλαχτεί σε κάτι. Αυτή τη μετάλλαξη δεν μπόρεσα ποτέ μου να την καταφέρω.
Παρότι, όλα στη ζωή σας δηλώνουν ότι έχετε μακρόχρονες σχέσεις.Στις υπόλοιπες σχέσεις επιλέγεις ανθρώπους με το υγιές κομμάτι της σκέψης σου. Ενώ στις ερωτικές σχέσεις διαλέγεις με τις πληγές σου. ‘Οσο η επιλογή γίνεται μέσω μιας πληγής και συναντάς μοιραία μια ακόμα πληγή, θα γίνει στο τέλος αιματοχυσία! Στην δική μου περίπτωση τουλάχιστον, οι σχέσεις δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν. Πιστεύω, ότι εκείνες ερωτικές σχέσεις που έχουν προχωρήσει στο χρόνο είναι γιατί μέσα από αυτές κάτι επουλώθηκε.
Κι ο συνοδός της Λυδίας Φωτοπούλου ποιος είναι;Ο Ραχάτ, ο σκύλος μου.
Η Λυδία Φωτοπούλου πρωταγωνιστεί στο έργο του Γουίν Γουέλς «Η Γερτρούδη Στάιν και η συνοδός της» που ανεβαίνει στο θέατρο Αλμα. Σκηνοθετεί η Νικαίτη Κοντούρη. Συμπρωταγωνιστεί η Μαρία Κατσιαδάκη.
Επίσης, πρωταγωνιστεί στο έργου του Χένρικ Ιψεν, «Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν» που θα κάνει πρεμιέρα από τις 25 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής. Σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς. Συμπρωταγωνιστούν οι Νίκος Χατζόπουλος, Ρένη Πιττακή, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Θεοδώρα Τζήμου, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Σοφία Κόκκαλη.