Χτίστε με την πρόοδο, χτίστε με «ελενίτ»
Εντυπώσεις από την παράσταση “ΕΛΕΝΙΤ” του Ευριπίδη Λασκαρίδη, που παρουσιάστηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από τις 27 Νοεμβρίου έως τις 7 Δεκεμβρίου 2019.
Στροβοσκοπικά φώτα μέσα στο σκοτάδι εμφανίζουν ένα παλλόμενο, κυματοειδές αστραφτερό υλικό που παραπέμπει ταυτόχρονα στο αντικείμενο ελλενίτ και στο ζωντανό συμβάν της αναπαράστασής του. Τη θέση του υλικού παίρνει η παράξενα γοητευτική πρωταγωνίστρια της παράστασης: μία ψηλή φιγούρα με περούκα εποχής, ζωντανά μάτια και χαρακτηριστικά μεγάλη μύτη που φορά το κοχύλι της Αφροδίτης του Μποτιτσέλι, χωρίς ωστόσο να κρύβει διακριτικά τα πεσμένα της στήθη.
Μία περσόνα ταυτόχρονα γκροτέσκα, αστεία και εξαιρετικά συμπαθητική που μιλά μία ευχάριστα γαργαλιστική και ακατάληπτη γλώσσα, την οποία όσο την συνηθίζει κανείς την απολαμβάνει σταδιακά περισσότερο.
Πολύ γρήγορα μπαίνουν στη σκηνή οι υπόλοιποι κάτοικοι του “Ελενίτ”: Μία ανδρόγυνη, κοντή φιγούρα με φόρεμα παραλλαγής, κράνος εργασίας και έναν κουβά, μία νευρικά ευαίσθητη νοικοκυρά με κομψό καρέ μαλλί και μουστάκι που περιφέρει ένα ταψί – και θυμίζει τον Φρέντι Μέρκιουρι, μία αναμαλλιασμένη, κακομούτσουνη φιγούρα με ένα χαρακτηριστικό γαλάζιο φόρεμα-λευκή ποδιά εργασίας, δύο παρόμοιοι φαλακροί κουστουμάτοι εργολάβοι (άραγε;), μία χαριτωμένη ηρωίδα σαν βγαλμένη από τον Μάγο του Οζ με πλεξούδες αστραφτερά κόκκινα χείλη και κατακόκκινα γοβάκια που κουβαλά μαζί της μία συσκευασία ελληνικού ΑΕΡΟΠΛΑΣΤ, μία ντίβα της όπερας – ή της Eurovision; – με πλούσια κόμη και τον εξιμπισιονισμό ενός δεινόσαυρου, ένας Dj που όταν δεν διασχίζει τη σκηνή με ένα πατίνι παίζει μουσικές ζωντανά μετατρέποντας τη μεγάλη σκηνή της Στέγης σε ένα ξεσηκωτικό θορυβώδες κλαμπ και μαύρες φιγούρες που κινούν ιπτάμενα σκηνικά. Guest star ο Steven Hawkins και πλάσματα φτιαγμένα με υλικά της φαντασίας και της Ντίσκο.
Μαζί με τον Ευριπίδη Λασκαρίδη, η Χαρά Κότσαλη, ο Ευθύμης Μοσχόπουλος, η Αμαλία Κοσμά, ο Μιχάλης Βαλάσογλου, ο Δημήτρης Ματσούκας, η Φαίη Τζούμα, ο Θάνος Λέκκας, ο Μάνος Κότσαρης και ο Γιώργος Πούλιος ντύνονται τα εντυπωσιακά κουστούμια και ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες αυτού του παράξενου μικρόκοσμου.
Αν και το οικοσύστημα που κατασκευάζουν μοιάζει άναρχο και χαώδες – και παραμένει ανοιχτό μέχρι τελευταία στιγμή όπως σημειώνει ο δημιουργός του – έχω την αίσθηση ότι θεμελιώνεται σε ισχυρές αρχές.
Ο ρυθμός της παράστασης, οι μεταβάσεις, οι εναλλαγές των σκηνών, τα εντυπωσιακά κουστούμια και σκηνικά, και ο εξαιρετικός φωτισμός που υπογράφουν οι Άγγελος Μέντης, Λουκάς Μπάκας και Ελίζα Αλεξανδροπούλου αντίστοιχα, οι χαρακτήρες και ο τρόπος που μετατρέπουν συνηθισμένα αντικείμενα σε φετίχ (ο κουβάς, το ταψί, τα βιβλία, το αεροπλάστ, τα χαρτονομίσματα, τα συμβόλαια, το πατίνι, ένα καλλίγραμμο πόδι κούκλας κτλ) συνθέτουν μία πυκνή δραματουργία (σύμβουλος δραματουργίας ο Αλέξανδρος Μυστριώτης.
Τα αντικείμενα αυτά, όπως και όλα τα σκηνικά της παράστασης – μία μεγάλη ανεμογεννήτρια, ένα τραπέζι, μία νίκη της Σαμοθράκης, ένας ψύκτης- υπονοούν τα πραγματικά αντικείμενα και ίσως την πρακτική τους λειτουργία, χωρίς όμως να επιβεβαιώνουν κάποια ακριβή συμβολική ή και σημειολογική αναφορά. Αντιθέτως, ενώ (τα αντικείμενα αυτά) είναι αναγνωρίσιμα και αντιληπτά ως αισθητικές οντότητες που πρέπει κανείς να λάβει υπόψη, στη συνέχεια η λειτουργία τους ματαιώνεται ή και πολλαπλασιάζεται – όπως για παράδειγμα ο ψύκτης/φούρνος- ακυρώνοντας έτσι την πιθανότητα των συνειρμών να οδηγήσουν σε «καθαρά» νοήματα. Σαν να ενδιαφέρει όχι ο τρόπος που τα υλικά μετασχηματίζονται στη σκηνή φέροντας σημαίες αλλά τα ίχνη και τα αινίγματα που προϋπάρχουν σε αυτά.
Σαν τα ίχνη και τα αινίγματα που υπάρχουν σε ένα όνειρο. Όπου δεν θεωρείται παράξενο το να εναλλάσσονται Άλλα μέρη, όπως η μεταστροφή ενός εκθαμβωτικού ποπ βίντεο κλιπ με μία glam hard rock συναυλία. Όταν σωπαίνει η λογική σκέψη και καθησυχάζει για λίγο η αυτογνωσία. Όταν ο κόσμος του θεάτρου μας συνεπαίρνει και ξεχνάμε τον κόπο των παρασκηνίων. Όταν αναγνωρίζουμε το «τεχνητό» του θεάτρου ως φυσικότητα και αποδεχόμαστε χρωματιστούς, πληθυντικούς «τέταρτους τοίχους» -σαν κάποιος να αλλάζει τα φίλτρα σε έναν προβολέα χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε- που παραμένουν όμως το ίδιο διάφανοι αποκαλύπτοντας έναν κόσμο μεθυστικό, ολοκληρωμένο, υπερεαλιστικό, καταιγιστικό.
Η αβάσταχτη γοητεία της ΠροόδουΈνας κόσμος που, ωστόσο, δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει υπάρξει πριν από την ύστερη νεωτερικότητα. Οι αναμνήσεις άλλωστε που ανακινεί από αστραφτερά λούνα παρκ, τη Eurovision, το Mtv των Queen και των Army of Lovers, το Jurasik Park, τα βιντεοπαιχνίδία, τις μεγάλες σκηνές, την κινηματογραφική αίσθηση του Λας Βέγκας, τις γρήγορες μετακινήσεις, την τεχνολογική πρόοδος, τη Ντίσκο, το Ρέιβ, το Στήβεν Χώκινς λειτούργησαν ως ενδείξεις μίας υποσχόμενης, ακαταμάχητα δελεαστικής Προόδου.
Ένα οικοσύστημα που επενδύει στην πρακτική του θεάματος και του παραξενίσματος μεταποιώντας ακριβώς οικείες στιγμές. Που λέει ιστορίες μέσα από κώδικες και σύμβολα που κρύβουν μέσα τους πολλούς ακόμη κώδικες και άφθονα σύμβολα. Ένα συναρμολογούμενο οικοσύστημα που διαστέλλεται και συστέλλεται στους ρυθμούς της ποπ και της τέκνο, ενώ εναλλάσσει αιφνιδιαστικά υψηλές καλλιτεχνικές αναφορές -στον Μποτιστέλι, τον Γκόγια, τον Ντελακρουά, τον Ντα Βίντσι- φέροντας ταυτόχρονα άρωμα ψητού κοτόπουλου, καζίνο και τσιγάρου.
Ένας κόσμος πυκνής ύφανσης με αντανακλάσεις και εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, με θραύσματα της ιστορίας της νεωτερικότητας αλλά και της πράξης της αναπαράστασης, σαν λάμψεις που καταφέρνουν να βιωθούν από το θεατή ως εμπειρία· ζητώντας του να αναστείλει τις λογικές σκέψεις καθώς όλο το έργο απευθύνεται στο πιο ανεξιχνίαστο κομμάτι του μυαλού και των αισθήσεων του, όπου η εμπειρία ταλαντεύεται ανάμεσα στο όνειρο και το ξύπνημα παραμένοντας ζωντανή.
Και αν η διαδοχή της πραγματικότητας με την ψευδαίσθηση αποπροσανατολίζει το θεατή από συγκεκριμένα νοήματα και προτείνει μονοπάτια σε άλλα μέρη, ο αρμός που συνδέει την υπερβολή και η μεγέθυνση που συμβαίνει στη σκηνή, τα φώτα και η δυνατή μουσική είναι η ιδέα της Προόδου, της Μοντερνικότητας, του εκσυγχρονισμού.
Ιδέα οικεία και ασαφή που όλοι γνωρίζουμε «με σιγουριά» τι σημαίνει αλλά, καθώς δεν έχουμε βρεθεί ακριβώς στην ανάγκη να την ονοματίσουμε, δυσκολευόμαστε με βεβαιότητα να ορίσουμε. Σαν τα παιδιά που δεν θυμούνται να περιγράψουν αυτό που αισθάνονται ενώ το ξέρουν. Μία αίσθηση αντινομικά αισιόδοξη, κάπου ανάμεσα στην προσδοκία μίας ουτοπίας και την αναγνώριση της πιθανότητας της δυστοπίας.
Οι υποσχέσεις άλλωστε του υλικού ελλενίτ, αποδείχθηκαν θανατηφόρες, αποκαθηλώνοντας τις προσδοκίες για εύκολη, φθηνή, γρήγορη και δίχως θυσίες πρόοδο. Δίνει ορατότητα σε τούτες τις μεταπολεμικές προσδοκίες του 20ου αιώνα το Ελενίτ, σαν ένα καλειδοσκόπιο ψευδαισθήσεων, ένας μεγεθυντικός φακός ή εκείνους τους διασκεδαστικούς παραμορφωτικούς καθρέφτες που συναντούσε κανείς παλιά στα λαμπερά -όπως έμοιαζαν- πολυκαταστήματα και στα πολύχρωμα λούνα παρκ.
Ο Λασκαρίδης και οι συνεργάτες του μεταμορφώνουν ταυτόχρονα την καταγραφή του βιωμένου κόσμου και την πράξη της αναπαράστασης σε ένα σκηνικό ξεκαρδιστικό αριστούργημα. Χωρίς να αντιπαρατίθεται η πραγματικότητα που υπονοείται και η αναπαράσταση που αποκαλύπτεται, σαν μία ταλάντωση ανάμεσα στο αντιληπτά αληθινό και το make believe.Παραμένοντας πάνω από όλα μία εκθαμβωτική επική σύνθεση φτιαγμένη με τα υλικά της τέχνης.
Και καθώς ο σκηνικός καταιγισμός καταλαγιάζει, εντοπίζεις βγαίνοντας από την αίθουσα αστραφτερά ίχνη στη μνήμη, οι λεπτομέρειες των οποίων σιγά σιγά θα διαφεύγουν, όπως η αέρινη, κυματοειδής κίνηση που χορεύουν τα κρόσια που φορά το τελευταίο πλάσμα που στέκει στη σκηνή· και φεύγοντας διατηρείς ένα χαμόγελο και τη διάθεση να το δεις ξανά.