Συν+Πλην: «Ο θάνατος του Εμποράκου» στο Θέατρο Εμπορικόν
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «Ο θάνατος του εμποράκου» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Εμπορικόν.
Το οικονομικό Κραχ του 1929 που ανατρέπει πλήρως την ανάγνωση του Αμερικανικού Ονείρου στιγματίζει ανεπανόρθωτα τη ζωή του νεαρού ‘Αρθουρ Μίλλερ. Η πατρική επιχείρηση πτωχεύει, η οικογένεια χάνει τα πάντα και ποτέ δεν επανέρχεται στην πρότερη οικονομική κατάσταση. Τα ίχνη αυτής της πολιτικής συγκυρίας αναγνωρίζονται στα σημαντικότερα έργα του ‘Αρθρουρ Μίλλερ («’Ηταν όλοι τους παιδιά μου», «Ο θάνατος του εμποράκου», «Ψηλά από τη γέφυρα»).
Συγκεκριμένα, στο «Θάνατο του Εμποράκου», ο μεσόκοπος έμπορος Γουίλι Λόμαν συνειδητοποιεί ξαφνικά πως για δεκαετίες συντηρούσε τον ευατό και την οικογένεια του με ζωτικά ψεύδη. Ο ίδιος περνιόταν για δεινός πωλητής, ενώ δεν ήταν παρά ένας ακόμα πωλητής ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους. Οι γιοι του τον θαύμαζαν χάρη στον τρόπο που παρουσίαζε θριαμβευτικά τον ευατό του. Εκείνος τους φούσκωνε τα μυαλά για την αξία τους ενώ δεν ήταν παρά συνηθισμένα παιδιά με έφεση στον αθλητισμό. Και η γυναίκα του, αν και πιο γειωμένη από όλους, υποστήριζε τρυφερά τις φαντασιώσεις τους.
Ο Μίλλερ γράφει ένα προσχέδιο του «Εμποράκου» λίγο πριν τελειώσει το σχολείο κι ενώ η επιχείρηση του πατέρα του έχει μόλις πτωχεύσει. ‘Οταν χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1949, το έργο θα κάνει πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν, γνωρίζοντας πρωτοφανή επιτυχία, η μητέρα του Μίλλερ θ’ ανακαλύψει το σκαρίφημα του: Μια χειρόγραφη ιστορία με ήρωα ένα γερασμένο έμπορο που είναι αναποτελεσματικός στη δουλειά του και που οι προϊστάμενοι του τον πετούν σαν γέρικο σκυλί. «Δεν τρως το πορτοκάλι κι ύστερα πετάς τη φλούδα» διαμαρτύρεται χαρακτηριστικά ο Λόμαν στον ιδιοκτήτη της εταιρίας του.
Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Στη δίνη του χρόνου» (εκδόσεις Καστανιώτης), ο ‘Αρθουρ Μίλλερ αποκαλύπτει πως εμπνεύστηκε τον «Εμποράκο» παρατηρώντας τον θείο του, Μάνι Νιούμαν. O Μίλλερ γράφει για τους Νιούμαν πως «ήταν ένα σπίτι που έσφυζε από πράξεις αποφασιστικότητας και κραυγές για επιτυχίες που ακόμα δεν είχαν έρθει αλλά θα έρχονταν σίγουρα αύριο»· «κανείς δεν επιτρεπόταν να χάνει τις ελπίδες του και αργότερα θα σκεφτόμουν ότι αυτό το σπιτικό γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ήταν η τελείωση της Αμερικής».
Εμποτισμένος από πολύ νωρίς στις αξίες των αρχαίων τραγικών, ο αμερικανός συγγραφέας αποτυπώνει την πτώση ενός μέσου Αμερικανού, ενός οίκου από καθημερινούς ανθρώπους. «Ο θάνατος του εμποράκου» δεν είναι ένα τυπικό οικογενειακό δράμα με όρους ρεαλισμού, είναι μια υπαρξιακή τραγωδία και ο Γουίλι Λόμαν, με τη σειρά του, ένα αρχέτυπο καθώς συνθλίβεται κάτω από τους κανόνες του καπιταλισμού και τις ψευδαισθήσεις που αυτός του έχει δημιουργήσει. «’Ενα γελοίο ψέμα υπήρξε όλη μου η ζωή», μονολογεί στο τέλος, όταν συνειδητοποιήσει πια, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, πως έχει χάσει τα πάντα.
Κι ενώ διαχειρίζεται κλασικά δραματουργικά υλικά, ο ‘Αρθουρ Μίλλερ εισάγει μια καινούργια φόρμα όπου ανατρέπεται η γραμμική ρεαλιστική αφήγηση καθώς το παρόν και το παρελθόν διαπλέκονται και διατέμνονται, δημιουργώντας μιαν άλλη κατασκευή χρονικότητας.
Για όλα τα παραπάνω, ο «Θάνατος του Εμποράκου» σαρώνει τα βραβεία χαρίζοντας, μεταξύ άλλων, το Πούλιτζερ στον ‘Αρθουρ Μίλλερ. Στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά την ίδια χρονιά που έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη (1949) από τον πρωτοπόρο Κάρολο Κουν.
Ανάμεσα στα ανεβάσματα της τελευταίας εικοσαετίας, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η παράσταση του «Εμπορικόν» αφουγκράζεται διαυγέστερα από κάθε προηγούμενο, το έργο του Μίλλερ. Με οδηγό την διαχρονική δύναμη του κειμένου και κυρίως το βίωμα των ίδιων, με τα μεταπολεμικά, αδιέξοδα της Αμερικής, ο Γιώργος Σκεύας παραδίδει μια παράσταση που έχει ξεκάθαρο κι επείγον μήνυμα για την σύγχρονη κοινωνία. Ο σκηνοθέτης διαβάζει με πολλή προσοχή και επιμέλεια το έργο και με την χαρακτηριστική του διεισδυτικότητα πλάθει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, αποσπά ένα σύνολο εξαιρετικών ερμηνειών μέσα σε ένα λιτό, σχεδόν άχρονο πλαίσιο.
Τα Συν Οι ερμηνείεςΤο έργο του Μίλλερ, παρότι μοιάζει να εστιάζει στην τραγωδία ενός προσώπου, αναδεικνύεται σε πεδίο σειράς σπουδαίων ρόλων· συνεπώς και σε πρόσφορο έδαφος για σημαντικές ερμηνείες. ‘Ετσι, εκτός από τον Δημήτρη Καταλειφό που, για δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια εμφανίζεται ανοιχτός στην εργογραφία του αμερικανού συγγραφέα, διαπιστώνουμε μια σειρά από ερμηνείες αξιώσεων.
Πλάϊ στον Καταλειφό που καταθέτει ένα πληρέστατο, στιβαρό και ουσιαστικό πορτρέτο του Γουίλι Λόμαν – σπαρακτικός ιδίως στις στιγμές της πτώσης του – στέκονται έμπειροι αλλά και νέοι ηθοποιοί. Η Μαρία Καλλιμάνη ως Λίντα Λόμαν αποδίδει απόλυτα την πορεία της πιστής και αφοσιωμένης συζύγου, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα ανάχωμα στις φαντασιώσεις του άνδρα της. Ο Χρήστος Ευθυμίου και ο Γιώργος Ζιόβας προσδίδουν κύρος στους δύο βασικούς ήρωες του έργου που συνδιαλλέγονται με την πραγματικότητα. Ανάμεσα στους νεότερους ηθοποιούς διακρίνονται ο Γιώργος Νούσης στο ρόλο του Μπιφ, ο Δημήτρης Αποστολόπουλος στο ρόλο του Μπερνάρντ καθώς και ο Γιώργος Πατεράκης σε διπλή εμφάνιση ως Χάουαρντ και Στάνλεϊ. Και οι τρεις τους δίνουν στέρεες ερμηνείες, αναδεικνύοντας (ο καθένας από τη θέση του) τις αυταπάτες του συστήματος που εξουσιάζει ακόμα τις ζωές μας.
Κεντρικό προτέρημα των σκηνοθετικών προσεγγίσεων του Γιώργου Σκεύα είναι η διεισδυτική ανάγνωση. Αυτό σημαίνει ότι κατέχει σε βάθος το, εκάστοτε, έργο που σκηνοθετεί και φροντίζει να δώσει διαύγεια στους ήρωες άρα και στις ερμηνείες τους. Με αυτή τη σειρά φαίνεται πως έχει εργαστεί και στην συγκεκριμένη περίπτωση, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα – όχι απαραίτητα για κακό – το αισθητικό προφίλ της παράστασης. Το τελευταίο θα χαρακτηριζόταν από μίνιμαλ έως και αφαιρετικό, εξυπηρετώντας έτσι την επικοινωνία του έργου με το τώρα.
Με εξαίρεση την μετάφραση του Νίκου Οικονομόπουλου και του Ερρίκου Μπελιέ, τα περισσότερα σύγχρονα ανεβάσματα του έργου, στράφηκαν σε νέες μεταφράσεις του Μίλλερ. Το ίδιο πράττει εδώ και ο σκηνοθέτης, σε μια άμεση καθαρή μετάφραση με πυκνό λόγο και ποιητικά ύψη.
Σ’ ένα εξαιρετικά λιτό σκηνικό κόσμο που αφήνει εκτεθειμένα τα σωθικά της σκηνής, η φωτιστική εργασία της Κατερίνας Μαραγκουδάκη αναλαμβάνει κρίσιμο ρόλο για να υπηρετήσει τις στιγμές, τις ερμηνείες και τις ατμόσφαιρες.
Τα πληνΚατά τόπους, ο μουσικός αλλά και ο ηχητικός σχεδιασμός (με την υπογραφή της Σήμης Τσιλαλή) υπογραμμίζει με μια υπερβάλουσα λυρικότητα σημεία του έργου, επιβάλλοντας έναν κλασικό τόνο, μολονότι η παράσταση δεν το χρειάζεται.
Το άθροισμαΠλήρης και διεισδυτική ανάγνωση του κλασικού έργου, που πριμοδοτείται από σημαντικές ερμηνείες.