Τι έκανες Νίκο Καραθάνο στη Λατινική Αμερική;
Λίγες εβδομάδες μετά το ταξίδι του στην σπαρασσόμενη Λατινική Αμερική και 20 μέρες πριν επιστρέψει στο φλεγόμενο Σαντιάγκο της Χιλής με τους αριστοφανικούς «’Ορνιθες», ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Καραθάνος δεν παύει να πιστεύει σε ουτοπίες.
Μπουένος ‘Αϊρες. Παταγονία. Σαντιάγκο. Ρίο. Σαλβαδόρ. Σάο Πάολο. Το περασμένο φθινόπωρο, για, σχεδόν, δύο μήνες, ο Νίκος Καραθάνος ταξίδευε, ως Onassis Fellow, μόνος στην Λατινική Αμερική, κάνοντας μια πλήρη επισκόπηση των παραστατικών τεχνών που αναπτύσσονται σε μια τεράστια ακτίνα γης, κουλτούρας και κοινωνικο-πολιτικών συγκρούσεων. «’Ηθελα να πάω κάπου μυθικά, να βρεθώ κάπου αλλού, να τοποθετηθώ αλλιώς, να μου συμβεί κάτι άλλο», λέει σε μια προσπάθεια να αρθρώσει σε λέξεις τo εγχείρημα του. ‘Ενα εγχείρημα που αναμένεται να κορυφωθεί τον προσεχή Ιανουάριο με το ανέβασμα των «Ορνίθων» με ανανεωμένο θίασο στο διεθνές φεστιβάλ της Λατινικής Αμερικής στη Χιλή, το Santiago a Mil.
Όσο καιρό προετοίμαζε το ταξίδι του αλλά κυρίως αφού επέστρεψε από αυτό, κατανοούσε πως τούτη η περιπέτεια δεν σχετιζόταν στο ελάχιστο με όσα έχουμε κατά νου για τα ταξίδια. «Γύρισα με ορθάνοιχτα τα μάτια. Ηταν μια εμπειρία που σου έδινε μιαν άλλη αίσθηση για τη ζωή, για τον αγώνα της, για τον φόβο και την λύπη που απλώνεται σε μεγάλα κομμάτια πληθυσμού. Και αισθάνθηκα πως καινούργιοι νευρώνες δημιουργήθηκαν στον εγκέφαλο μου προκειμένου να καταφέρω να τ’ αφομοιώσω όλα αυτά».
Το γύρο της Λατινικής ΑμερικήςΔεν σταματάει να διηγείται αποσπάσματα ιστοριών από τους ανθρώπους που γνώρισε. Λες κι αν είχε πρόχειρο χαρτί και μολύβι θα έπιανε να σχεδιάσει τα πρόσωπα τους.
Στην Μπιενάλε του Μπουένος ‘Αιρες, στο σπίτι και στο θέατρο του κινηματογραφιστή Φεντερίκο Λεόν, στην έδρα των Μπόκα Τζούνιορς όπου το ποδόσφαιρο «μοιάζει με θρησκεία και κοινωνική επανάσταση για τους φτωχούς», στα φτωχικά προάστια της πόλης, όπου ηλικιωμένοι κάτοικοι συνασπίζονταν σε κοινότητες και αυτοσχεδίαζαν· «δεν έκαναν παρά πρόβα στα τραγούδια που θα συμπεριελάμβαναν στην διαδήλωση της επόμενης ημέρας».
Στην Παταγονία που ανήκει στα βουνά και στα δάση της. Στην ζούγκλα της όπου ρωτούσε τα παιδιά των ιθαγενών για τα εξωτικά πουλιά μα εκείνα «αρνούνταν πεισματικά να κοιτάξουν στον ουρανό. Πατούσαν στην γη, αφού δεν είχαν όνειρα ψηλά για να κοιτάξουν». Στα ορεινά της χώρας, όπου συνάντησε έναν παλιό συστρατιώτη του, «που ζει σαν τον ‘Εποπα των ‘Ορνίθων’».
Στο Σαντιάγκο όπου ο χορογράφος Χοσέ Βιδάλ καλούσε όλη τη γειτονιά να χορέψουν μαζί, όπου το Santiago a Mil συνεργάζεται με τους ιθαγενείς Μαπούτσε και οι Χιλιανοί ξέρουν να χορεύουν «Ζορμπά».
Στην γιγαντιαία φαβέλα Μαρέ του Ρίο. «Εκεί όπου κάθε φορά που διασχίζει τους δρόμους μια χρηματαποστολή είναι σαν να συνοδεύει ασφάλεια τον Τραμπ»· εκεί όπου η Λία Ροντρίγκεζ έχει φτιάξει την χοροθεατρική της ομάδα, την Πασίνιο Καριόκα. Στις φαβέλες που οι εξαθλιωμένοι έχτισαν τις παράγκες τους με τα δωρεάν τούβλα που τους παραχώρησε ο, πάλαι ποτέ, δήμαρχος Μπριζόλα. Στην παντοδυναμία της θρησκείας στην Βραζιλία, «όπου ο αληθινός θεός είναι το χρήμα αλλά όλοι κοιτάζουν ψηλά στο άγαλμα του Χριστού». Στις συνοικίες που χωρίζονται με συρματοπλέγματα και διόδια για να περάσεις στην πλούσια περιοχή· «εκεί όπου καλπάζει ο αναλφαβητισμός και σκέφτεσαι πως αυτός είναι ο φραγμός στη ζωή».
Στις τελετές θρησκείας Καντομπέ του Σαλβαδόρ. Στο μπουλούκι που συνθέτουν δέκα αδέρφια που ποτέ δεν διδάχθηκαν ανάγνωση στο σχολείο αλλά λειτουργούν τα έθιμα τους μέσα από το θέατρο και το χορό. Στ’ ανοιχτά σπίτια και στα ορθάνοιχτα παράθυρα των Χιλιανών, που ο καθένας έχει οπτική πρόσβαση στο σπίτι του γείτονα του.
Η τέχνη ως μεταφυσικήΚαταιγιστικός. Εβδομάδες μετά, καθώς του ζητάς ν’ αναλογιστεί ψύχραιμα την εμπειρία, ο Νίκος Καραθάνος παράγει ένα βαθύ αναστεναγμό. «Αχ, Θεέ μου, πως ζούμε;», λέει γιατί «σκέφτεσαι πως ο αγώνας για ζωή δεν είναι δεδομένος».
Σ’ αυτό το περιβάλλον ζοφερής, ανέλπιδης ζωής, «όπου ο πιο φτωχός δεν ξέρει για πόσο ακόμα θα ζήσει», δεν μπορεί παρά ν’ αναρωτηθεί τι θέση έχει η τέχνη. «Μοιάζει περιττή», ακούγεται να λέει αποκαρδιωμένος. «Στο Ρίο, ας πούμε δεν καταλαβαίνουν το θέατρο όπως εμείς, γιατί όλα είναι θέατρο. Είναι τόσο μεγάλες οι αντιθέσεις που βιώνουν. Και τα προβλήματα που θέτουν τα έργα των Ευρωπαίων, δείχνουν να μην τους αφορούν. Αν καθίσουν να παρακολουθήσουν μια παράσταση γερμανικού μοντερνισμού είμαι σίγουρος πως θα θελήσουν να ρωτήσουν ‘τελικά, ποιο είναι το πρόβλημα σας’».
Από την άλλη, ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοήσει την ανταπόκριση που έχει, για παράδειγμα, η νύχτα Φιλοσοφίας στο Μπουένος Αϊρες· σ’ ένα βράδυ συγκεντρώνει 35.000 αναγνώστες την ώρα που πόλεις σαν το Παρίσι ή το Βερολίνο δεν έχουν πάνω από 5.000 κοινού. «Αισθάνομαι πως σε αυτούς τους τόπους η τέχνη είναι ένα μεταφυσικό υλικό για τους ανθρώπους, τους γεννά ένα μεταφυσικό πάθος. Το μόνο που τους μένει για να ενδοσκοπήσουν, να κοιτάξουν μέσα στην ψυχή τους είναι η ποίηση. ‘Ολα τα υπόλοιπα έχουν χτιστεί με όπλα και αίμα» σημειώνει.
Ο Νίκος Καραθάνος δεν ξεχνά την στιγμή που ξεκίνησε να μιλά για τους αρχαίους μύθους με την καλλιτεχνική διευθύντρια του Santiago a Mil, την Κάρμεν Ρομέρο. «Αμέσως μου μετέφερε την άμεση σύνδεση της με αυτούς και βρήκαμε τον κοινό μας τόπο». ‘Ισως γι’ αυτό η Ρομέρο, μετά το ξέσπασμα της μεγάλης αστικής εξέγερσης στη Χιλή – και παρότι αναγκάστηκε να ακυρώσει αρκετές άλλες συμμετοχές – επέμενε στην παρουσία της αποστολής των «Ορνίθων»· που μαζί με την χοροθεατρική βραζιλιάνικη ομάδα Passinho Carioca θα φτάσουν τα 35 άτομα.
«Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, παρότι ξέρουμε ότι θα κινηθούμε με μια στοιχειώδη ασφάλεια. ‘Ομως, χαίρομαι που παρασύρω τόσους ανθρώπους σε αυτό γιατί όχι μόνο η Χιλή, αλλά η Λατινική Αμερική συμπυκνώνει τα αιτήματα του κόσμου όλου. Κι αυτοί οι άνθρωποι αγωνίζονται για ένα παραπάνω δικαίωμα, για ένα παραπάνω όνειρο και σίγουρα στην τέχνη υπάρχουν κάποια μονοπάτια προς τα εκεί».
Στην παράβαση των «Ορνίθων» (σε μετάφραση Γιάννη Αστερή) ο Αριστοφάνης φωνάζει «σήμερα ο νόμος ξαναγράφεται». «Μα δεν μοιάζει με σύνθημα που μπορεί κανείς να γράψει στα γυμνά στήθη του; Γι’ αυτό και είμαι σίγουρος πως οι παραστάσεις των ‘Ορνίθων’ θα λειτουργήσουν στο κοινό του φεστιβάλ. Και λάθος να κάνουμε θα μας ακούσουν. Γιατί οι άνθρωποι που ζουν σε ταραγμένες εποχές δεν έχουν γούστα, έχουν αιτήματα», εκτιμά.
Οταν ακόμα βρισκόταν στη Χιλή, δεν είχε ξεσπάσει η αστική εξέγερση. «Ξύπνησε ξαφνικά αυτή η χώρα. Κάποιοι δυσαρεστήθηκαν για το αυξανόμενο κύμα επιστροφής των ιθαγενών στα κέντρα εξουσίας και θέλησαν να το ανακόψουν. Ο λαός όμως ξέρει».
Εδώ, ουτοπίαΟ Νίκος Καραθάνος αισθάνεται τυχερός που θα βιώσει αυτήν την συνθήκη, γιατί πιστεύει πως γεννιούνται μαγικές στιγμές εκεί που ταράζεται ο κόσμος. Και πως ακόμα και στις πόλεις που φλέγονται υπάρχει χώρος για μιαν ουτοπία, για μια Νεφελοκοκυγία. «Γιατί να μην υπάρχει; Αφού υπάρχει μέσα μας, το μόνο που μένει είναι να βγει κι έξω μας» λέει με αθωότητα.
Αυθαιρετεί για να πει πως ο Αριστοφάνης, αν ζούσε σήμερα, δεν θα κατοικούσε στην Ελλάδα, αλλά «εξόριστος, εκεί που συμβαίνει η ζωή. ‘Οσο λιγοστεύει η ζωή τόσο απλώνεται ο κόσμος. Και δεν μπορεί να μην σε αγγίζει εκείνο το δύσκολο που συμβαίνει κάπου αλλού. Παύεις να λογαριάζεις στον ευατό σου ως ‘Ελληνα, Γερμανό ή Αυστραλό και τον λογαριάζεις ως ον».
Αλήθεια, πόσα θα έχει να πει ακόμα όταν επιστρέψει από το επαναστατημένο Σαντιάγκο;
Οι «’Ορνιθες» του Αριστοφάνη επιστρέφουν στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση για δύο παραστάσεις, στις 29 και 30 Δεκεμβρίου. Σκηνοθετεί ο Νίκος Καραθάνος.
Πρωταγωνιστούν οι Θανάσης Αλευράς, Douglas Froog Alves de Paula, Στεφανία Γουλιώτη, Βασιλική Δρίβα, Νίκος Καραθάνος, ‘Εκτορας Λιάτσος, Χρήστος Λούλης, Αμαλία Μουτούση, Αμάλια Μπένετ, Κώστας Μπερικόπουλος, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Tuany Nascimento, VN Dancarino Brabo, Andre Oliveira DB, Marlon Brando de Oliveira Santos, Κλέλια Ρένεση, Γιάννης Σεβδικαλής, ‘Αγγελος Τριανταφύλλου, Μάρθα Φριντζήλα.