Κωνσταντίνος Χατζής, σκηνοθέτης
Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στη Θήβα. Είναι ιδρυτής της ομάδας «Χρώμα». Η Λούλα Αναγνωστάκη ήταν φίλη του. Η επόμενη σκηνοθεσία του θ’ αντλήσει και πάλι από κλασικό ρεπερτόριο.
Θυμάμαι, ερχόταν στις γιορτές και μ’ έβαζε να ακούω κλασική μουσική, όπερα, μου εξηγούσε τις τεχνοτροπίες σημαντικών ζωγράφων και πώς να μάθω να «βλέπω» σωστά τους πίνακες. Υπήρχε όμως και μια άλλη, ας τη χαρακτηρίσω, έμφυτη τάση να μαζεύω τους συμμαθητές μου, να γράφω κείμενα και να τους κάνω μάθημα για το πως θα τονίσουν σωστά το κείμενο, πού θα σταθούν και πως θα βρούμε έναν σωστό ρυθμό. Κάθε Πάσχα κάναμε τη δίκη μας Σταύρωση, τον δικό μας Επιτάφιο τη δίκη μας Ανάσταση. Μαζεύαμε ξύλα, φτιάχναμε τον δικό μας σταυρό, βρίσκαμε ρούχα ώστε να μοιάζουμε με παπάδες και με την δική μου καθοδήγηση κάναμε τη δίκη μας θρησκευτική τελετή.
Μεγαλώνοντας άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική, συγκεκριμένα με το πιάνο, αλλά κάπου στην Α’ Λυκείου μπήκα στη θεατρική ομάδα του σχολείου· και αυτό ήταν.Τα παράτησα σχεδόν όλα. Άρχισα να μαγεύομαι από τη διαδικασία του θεάτρου. Έπαιξα στην πρώτη παράσταση που κάναμε και μετά άρχισα να σκηνοθετώ όλα τα έργα που ανεβάζαμε μέχρι και την Γ’ λυκείου. Έτσι, από πολύ νωρίς, ήξερα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Ταυτόχρονα είχα ανακαλύψει τον Ζαν Λεκόκ, τον Πίτερ Μπρουκ, την Αριάν Μνούσκιν – καλλιτέχνες που μελέτησα και διαμόρφωσαν αρκετά την καλλιτεχνική μου ταυτότητα. Καθοριστικό, επίσης, ρόλο, έπαιξε η στενή φιλία μου με την Λούλα Αναγνωστάκη.
Γι’ αυτό και επέλεγα έργα που έχουν κεντρικούς λόγους για γυναίκες. Έχω σκηνοθετήσει πολλές γυναίκες πρωταγωνίστριες αφενός γιατί με ενδιαφέρει η ανταλλαγή της εμπειρίας που φέρουν – πολλές φορές υπήρξαν μεγάλο «σχολείο» για μένα – και αφετέρου γιατί οι ρόλοι ήταν τόσο απαιτητικοί που απαιτούσαν ηθοποιούς με μεγάλη τεχνική.
Έχω ασχοληθεί και στο παρελθόν μαζί του, ανεβάζοντας τους «Μεγάλους Αμαρτωλούς» (συρραφή από το «Εγκλημα και τιμωρία», τους «Δαιμονισμένους» και τους «Αδελφούς Καραμάζοφ»). Κι έτσι φέτος αποφάσισα να επανέλθω στο έργο και να αφοσιωθώ στον Ντοστογιέφσκι, γιατί δεν ήθελα να διασπαστώ κάνοντας άλλα έργα. Δυστυχώς οι οικονομικές δυσκολίες μας αναγκάζουν να κάνουμε πάνω από δυο ή και τρεις δουλειές την ίδια χρονιά.
Το πρώτο έργο του Ντοστογέφσκι που διάβασα ήταν το «Υπόγειο» σε ηλικία εννιά χρονώνκαι αυτό από πείσμα γιατί οι δικοί μου, μου έλεγαν «είσαι μικρός γι’ αυτά τα βιβλία». Φυσικά δεν κατάλαβα πολλά, αλλά ένιωσα αμέσως πως βρισκόμουν μπροστά σε ένα τόσο γοητευτικό και δυνατό σύμπαν που ό,τι δεν μπορούσα να προσλάβω με το νου μου, ήταν σαν να καταγραφόταν στο συναίσθημα μου. Αργότερα, διάβασα και ξαναδιάβασα και φυσικά διαβάζω ακόμα όλα τα έργα του.
Το αγαπημένο μου μυθιστόρημα είναι οι «Αδελφοί Καραμάζοφ».Θαυμάζω την άρτια δομή αυτού του μυθιστορήματος και τις, κάπως, κατασταλαγμένες ιδέες του συγγραφέα. Μοιάζει να απαντάει σε αρκετά ερωτήματα που έθεσε σε όλα τα προηγούμενα έργα.
Είναι η δεύτερη φορά που αποφασίζω να ανέβω στη σκηνή με την ιδιότητα του ηθοποιού.Αλλά σε καμία περίπτωση δε θεωρώ τον εαυτό μου ηθοποιό. Ακόμα και τώρα που παίζω η σκηνοθετική μου ιδιότητα υπάρχει σ’ αυτή του ηθοποιού. Ήταν σαφώς ένα βήμα για μένα αρκετά απελευθερωτικό και μου άνοιξε κάποιους εσωτερικούς δρόμους, αλλά θα το ξαναπώ είμαι ένας σκηνοθέτης που παίζει· και ίσως παίξει και κάποια άλλα πράγματα στο μέλλον.
Αυτό που με ώθησε στη σκηνοθεσία ήταν η ανάγκη του να είμαι κάτι σαν μαέστρος,αλλά ένας μαέστρος που εξαφανίζει τον εαυτό του και κομμάτια του βρίσκονται στην ερμηνεία των ηθοποιών, στα σκηνικά, στα κοστούμια, στη μουσική. Η σκηνοθεσία μου επιτρέπει να χτίζω ολόκληρους κόσμους παρέα με τους ηθοποιούς κι ύστερα να αφήνω αυτόν τον ζωντανό οργανισμό – που ελπίζω ότι δημιουργούμε – να ζήσει μόνος του.
αλλά η ανάγκη να αποκρυπτογραφώ τα έργα, όσο γίνεται με λιγότερη προσωπική εμπλοκή. Ανακάλυψα πως πολλές φορές διαβάζουμε και επινοούμε δικά μας έργα, και δεν βλέπουμε αυτό που υπάρχει εκεί, μπροστά στα μάτια μας. Ή νιώθουμε την ανάγκη να θελουμε να πούμε περισσότερα από ό,τι λέει το κείμενο. Αυτό λοιπόν που μ’ ενδιαφέρει είναι το κείμενο και μόνο το κείμενο.
κι όμως ακόμα μου κολλούν την ταμπέλα του νέου σκηνοθέτη. Ίσως, όλο αυτό να είναι απόρροια της νεολαγνείας που εδώ και χρόνια επικρατεί και της άλλης ταμπέλας που είναι πολύ της μόδας, «νέοι» και «παλιοί».
Όλοι γνωρίζουμε πως οι αμοιβές στο θέατρο πια είναι αρκετά χαμηλές.Σίγουρα οι επιχορηγήσεις ήταν μια μεγάλη ανάσα, αλλά τα προβλήματα συνεχίστηκαν. Επίσης πολλοί σκηνοθέτες αναγκάζονται να κάνουν και τον ρόλο του παραγωγού. Λέω «αναγκάζονται» γιατί, για παράδειγμα, εγώ δεν έχω αυτό το ταλέντο. Ζω από το θέατρο, αλλά με δυσκολία, και με ρίσκο. Για παράδειγμα «μπήκα μέσα» σε μια περσινή δουλειά μου και φέτος δουλεύω για να ξεχρεώσω όσα χρωστάω. Πράγμα που με δυσκολεύει και με επιβαρύνει ψυχικά· και κυρίως δεν θέλω το θέατρο να είναι ένας χώρος όπου οι ηθοποιοί δεν πληρώνονται καλά ή πάντα τους χρωστάνε λεφτά και όλα αυτά που γνωρίζουμε πολύ καλά. ‘Οταν βρίσκομαι στη θέση να χρωστάω υποφέρω και από ηθικής απόψεως αλλά και προσωπικά. Όμως, για μένα η δουλειά μου είναι το θέατρο και θα επιμείνω σε αυτό συνεχίζοντας να μαθαίνω από τα λάθη μου.
Είναι σαν δεύτερη φύση μου. Μελετάω ξανά – γιατί για κάποια χρόνια τα είχα παρατήσει – τουλάχιστον πέντε ώρες την ημέρα πιάνο. Είναι μια διαρκής αναζήτηση και μια «δύσκολη» σχέση γιατί απαιτεί πολλή αφοσίωση και μελέτη. Φυσικό επόμενο η μουσική να παίζει τεράστιο ρόλο στις παραστάσεις που ανεβάζω. Φέτος, στον Ντοστογιέφσκι βασανίστηκα πολύ για να βρω τί θα παίξω, σε τί πυκνότητα, πώς θα παίξω· δεν ήθελα να παίζω λες και δίνω κονσέρτο κι έτσι άρχισα να «βρωμίζω» λίγο τα μουσικά κομμάτια πράγμα που ήταν μια πρόσθετη δυσκολία, γιατί στη μελέτη των κλασικών κομματιών απαιτείται ακρίβεια, καθαρότητα, μετρονόμος κτλ. Αποφάσισα λοιπόν να παίξω να κομμάτια όπως θα τα έπαιζε ο ρόλος μου. Μέσα από την ψυχική κατάσταση που βρίσκεται κάθε φορά.
Αν καθόμουν τώρα στο πιάνο θα έπαιζα χωρίς δεύτερη σκέψη το πρώτο μέρος από το δεύτερο κονσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ.Είναι μια μελωδία που με ηρεμεί και με γαληνεύει. Κάπως έτσι σκέφτομαι πως θα είναι ο θάνατος αν ήταν μουσική. Και επειδή υπάρχει και η ορχήστρα, βάζω στα ακουστικά την ορχήστρα και παίζω πάνω της.
Rachmaninoff, Bach, Χατζηδάκι, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, δημοτική μουσική.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
- Από τον Μαγκρίτ έως τον Βαν Γκογκ: Αυτά είναι τα δέκα ακριβότερα έργα τέχνης που πουλήθηκαν σε δημοπρασίες το 2024
- Last Christmas Soul- Μέχρι να βγει η ψυχή σου: Μια σουρεαλιστική- χριστουγεννιάτικη κωμωδία στο Θέατρο της Ημέρας
- Πρεμιέρες: Η Νικόλ Κίντμαν γίνεται «Babygirl» στον πιο τολμηρό ρόλο της καριέρας της