Το έργο και οι διακρίσεις τους – εγχώριες και διεθνείς – τους καθιστά διακριτούς μέσα στο χρόνο. Και ειδικά μέσα στον συγκεκριμένο χρόνο, στο 2019 που φτάνει στο τέρμα του. Οι συντάκτες του Monopoli ξεχώρισαν τα πρόσωπα εκείνα που έκαναν αξιομνημόνευτη την χρονιά που φεύγει για τις ελληνικές τέχνες. Και που είναι βέβαιο πως θα ξανασυναντήσουμε – με εξαίρεση την απώλεια του μέγα Θάνου Μικρούτσικου – στο άμεσο μέλλον.
Στον κινηματογράφο
Με την τρίτη διεθνή αγγλόφωνη ταινία του έφτασε στην κορύφωση της μέχρι τώρα καριέρας του και ταυτόχρονα συμπεριλήφθηκε από πολλούς κριτικούς στην ελίτ των «πιο σημαντικών» κινηματογραφιστών του σήμερα. Η μαύρη κωμωδία εποχής «Ευνοούμενη» με βάση την ζωή της άτεκνης βασίλισσας Άννας (η Ολίβια Κόλμαν κέρδισε το όσκαρ Α γυναικείου ρόλου), παρότι είχε πιο συμβατική αφήγηση σε σχέση με τα προηγούμενα φιλμ του, κατόρθωσε να γίνει μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία ενώ προτάθηκε για 10 βραβεία Όσκαρ. Ο Γιώργος Λάνθιμος μπορεί να έφυγε χωρίς το Χρυσό Αγαλματίδιο από το Kodak Theatre τον περασμένο Φεβρουάριο, αλλά στο τέλος του χρόνου η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου τον αντάμειψε με το βραβείο του καλύτερου Ευρωπαίου σκηνοθέτη και η «Ευνοούμενη» αναδείχτηκε ως το κορυφαίο φιλμ της Γηραιάς Ηπείρου.
Τον περασμένο Μάιο στις Κάννες άλλος ένας Έλληνας κινηματογραφιστής έδειξε ότι έχει τα φόντα για να πραγματοποιήσει μια αξιοπρόσεχτη διεθνή καριέρα, αν κάνει τις κατάλληλες επιλογές αφού ταλέντο είναι ξεκάθαρο ότι διαθέτει. Από τις πρώτες συμμετοχές του στο φεστιβάλ των μικρομηκάδων της Δράμας ο Βασίλης Κεκάτος ξεχώριζε (η βραβευμένη «Σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν» πραγματοποίησε αξιοπρόσεχτη πορεία και σε άλλα φεστιβάλ) φτάνοντας στο σημείο να κερδίσει φέτος τον Χρυσό Φοίνικα Μικρού Μήκους με το «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς», μια ιδιαίτερη ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται μια νύχτα σε ένα βενζινάδικο της Εθνικής κι έχει τη δύναμη να εκμηδενίσει με θαυμαστό τρόπο την απόσταση μεταξύ ρεαλισμού και ποίησης. Ο σκηνοθέτης από την Κεφαλονιά μετά από τέσσερις μικρού μήκους ταινίες ετοιμάζεται αυτή την εποχή για το ντεμπούτο του στις μεγάλου μήκους ταινίες.
Κεφάλαιο με κάπα κεφαλαίο για το ελληνικό κινηματογράφο, ο 86χρονος σκηνοθέτης που ζει εδώ και χρόνια στο Παρίσι, έψαχνε να βρει ένα θέμα για την ελληνική κρίση και η ιδέα του δόθηκε όταν έμαθε ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης ετοίμαζε ένα βιβλίο για την εμπειρία του από τις δύσκολες διαπραγματεύσεις με τους τραπεζίτες, το Eurogroup και το ΔΝΤ λίγο πριν οδηγηθούμε στο Τρίτο Μνημόνιο. Οι «Ενήλικες στην αίθουσα» οφείλουν τον τίτλο τους σε μια ατάκα της Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά η ταινία του Γαβρά με τον Χρήστο Λούλη στο ρόλου του πρώην Υπουργού Οικονομικών – παρά τη σαφή ηρωοποίηση του σταρ οικονομολόγου – καταφέρνει να δώσει με ακρίβεια το ηλεκτρισμένο κλίμα της εποχής, να αποκαλύψει το εκβιαστικό πρόσωπο των ευρωπαίων «φίλων» μας και να τα «χώσει» σε όλες τις κυβερνήσεις (από το παλιό ΠΑΣΟΚ, μέχρι τη Νέα Δημοκρατία αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ) που μας οδήγησαν στην ελληνική τραγωδία που οι περισσότεροι βιώνουμε σήμερα.
Στο ΘέατροΔεν ήταν η πρώτη φορά που το όνομα της προτεινόταν στους κύκλους του υπουργείου Πολιτισμού προκειμένου να αναλάβει θεσμικά καθήκοντα. Αυτή, ωστόσο, αποδείχθηκε η πιο σωστή στιγμή για την Κατερίνα Ευαγγελάτου όταν η Λίνα Μενδώνη της ανέθεσε το χαρτοφυλάκιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Πέραν από τα αξιοσημείωτα στατιστικά – ως η νεότερη επικεφαλής και συνάμα η πρώτη γυναίκα στην ιστορία του θεσμού – η Κατερίνα Ευαγελλάτου φέρει πολλά από τα τυπικά (και μη) προσόντα: Σκηνοθέτης με διαρκή εξελικτική δύναμη – μάλιστα μέσα στο 2019 υπέγραψε και μια από τις αρτιότερες δουλειές της, την «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» – κληρονόμος μιας σημαντικής παράδοσης από τον σκηνοθέτη και πατέρα της Σπύρο Ευαγγελάτο, απόφοιτη του Πανεπιστημίου Middlesex του Λονδίνου και της Ρωσικής Ακαδημίας Θεατρικής Τέχνης GITIS, διακρίνεται εδώ και πάνω από δέκα χρόνια για τις θεωρητικά τεκμηριωμένες και αισθητικά εμπνευσμένες παραστάσεις της. ‘Εχοντας προσκληθεί για να σκηνοθετήσει σε Γερμανία και Ρωσία, θα κληθεί τώρα να συνθέσει ένα όραμα για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου τόσο εξωστρεφές όσο και με νέα πνοή στην εγχώρια δημιουργία. Με τη νέα χρονιά θα δώσει τα πρώτα δείγματα του έργου της.
Δημήτρης ΛιγνάδηςΣυνδεδεμένος με το Εθνικό θέατρο, τόσο χάρη στον πατέρα του Τάσο Λιγνάδη (ιστορικό, φιλόλογο και καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου μέχρι το 1980) όσο και κατά το πρόσφατο προσωπικό του παρελθόν (είχε χρηματίσει διευθυντής της Νέας Σκηνής και αναπληρωτής διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού θέατρου), ο Δημήτρης Λιγνάδης οδηγήθηκε σχεδόν φυσικά στο πόστο της καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Παίρνοντας τη σκυτάλη από το Στάθη Λιβαθινό, αποφασισμένος να επενδύσει εξίσου στον εκπαδευτικό άξονα του θεάτρου, φαίνεται πως στοχεύει σ’ ένα Εθνικό θέατρο με μεγαλύτερη “χωρητικότητα”. Μια αξία που διέπει – ανεξαρτήτου αποτελέσματος – και τις σκηνοθεσίες του. Αν κάτι, ωστόσο, χαρακτηρίζει απόλυτα τον Δημήτρη Λιγνάδη είναι η υποκριτική του δεινότητα: Το πιο πρόσφατο δείγμα της επιβεβαιώθηκε το περασμένο καλοκαίρι στον «Οιδίποδα τύραννο» ενώ η νέα χρονιά θα τον στέψει ξανά βασιλιά, για την ακρίβεια «Μάκβεθ» στη σκηνή του Εθνικού.
Παρότι συμμόρφωσε κι αναμόρφωσε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος – μόλις ένα χρόνο μετά την ανανέωση της θητείας του – βρέθηκε με μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη: Ο Γιάννης Ανασταστάκης υπήρξε ένα ακόμα θύμα της υπουργικής πρακτικής της παύσης, εφαρμοσμένη εδώ από την υπουργό Λίνα Μενδώνη. Η τελευταία, παραβλέποντας το έργο της διοίκησης, προχώρησε σε νέα ανάθεση (στο πρόσωπο του ηθοποιού Νίκου Κολοβού).
Μολονότι, δεν υπήρξε η πρώτη επιλογή διορισμού το 2015, τελικά ο Γιάννης Αναστασάκης με τις ποιότητες ενός outsider, έβαλε τάξη σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο, έδωσε νέο αέρα αναφορικά με τις επιλογές ρεπερτορίου και προσώπων, θέτοντας σε μια άλλη τροχιά λειτουργίας το ΚΘΒΕ. Μπορεί το 2019 να εγγράφεται, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο στη συνείδηση του ίδιου, όχι όμως και στη συνείδηση της κοινής γνώμης για το έργο του.
Και μόνο η εμπειρία μιας από τις συναυλίες αφιερώματα πάνω στο έργο του για τον Νίκο Καββαδία που έδωσε την άνοιξη (στο Μέγαρο Μουσικής) όσο και το καλοκαίρι (στο Ηρώδειο) αρκούσε για να τον θέσει – για μια ακόμα φορά – πρωταγωνιστή στα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας. Ο Θάνος Μικρούτσικος, παρά τον μεγάλο αγώνα που έδινε για τη ζωή του, άφηνε ένα δημιουργικό στίγμα μέσα στο 2019, αντάξιο της σπουδαίας πορείας του. Η είδηση του θανάτου του, το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, δυνάμωσε την ανάμνηση εκείνης της εμπειρίας. Το χειροκρότημα που δεν ησύχαζε για πολλά λεπτά της ώρας ήταν το εγκάρδιο «ευχαριστώ» εκείνων των χιλιάδων που τον αποθέωναν στα live του – και σίγουρα άλλων τόσων που έμειναν σε λίστες αναμονής περιμένοντας για μιαν ακύρωση. ‘Ολων εκείνων που τον τιμούσαν για τον άθλο του να ανέβει στη σκηνή, να καθίσει στο πιάνο του και να τραγουδήσει φανερά καταβεβλημένος από την ασθένεια αλλά με το ίδιο πάθος που τον χαρακτήριζε πάντα. Η διαίσθηση του κοινού όσο και του ίδιου ότι επρόκειτο για έναν αποχαιρετισμό έκανε αυτές τις εμφανίσεις πραγματικά αλησμόνητες. Κι αν η διαίσθηση αυτή δικαιώθηκε γρήγορα μέσα στο χρόνο, τουλάχιστον αποδόθηκε στο Θάνο Μικρούτσικο ένας μέγας φόρος τιμής ενόσω ήταν ακόμα παρών.
Στα 75 του χρόνια, παραμένει ακούραστος, αγέραστος και διαυγής. Πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς τις διαδοχικές ανατρεπτικές προσεγγίσεις που ετοίμασε για το ξεκίνημα του 2019 ο Σταύρος Ξαρχάκος στο έργο του δασκάλου του Μάρκου Βαμβακάρη και του Γιώργου Ζαμπέτα. Φιλοξενούμενος στη σκηνή του Gazarte μέσα από δύο κύκλους ανέσυρε υλικά του παρελθόντος και τα έφερε αναλλοίωτα στο σήμερα για να υπενθυμίσει με τις ενορχηστρώσεις του πως οι διαχρονικές αξίες μπορούν να είναι πάντοτε παιδιά της εποχής τους. Αυτή την δημιουργική του εγρήγορση όσο και το σύνολο του έργου του τίμησαν μόλις πριν από λίγες ημέρες από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναγορεύοντας τον σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής. Με τον ίδιο να δηλώνει στο πλαίσιο της ομιλίας του πως «η μουσική είναι μια φυσιοκρατική αντίληψη των πραγμάτων. Είναι η θεϊκή επικοινωνία των ήχων».
Στην εκπνοή της χρονιάς, η γενναιότητα και η αποφασιστικότητα με την οποία η γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟ αντιστάθηκε, παρά τις προσωπικές επιθέσεις που δέχθηκε, στην απόφαση απόσπασης των αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου του μετρό της Θεσσαλονίκης, που έλαβε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, την ανέδειξε σε ένα από τα πρόσωπα του 2019. Επιμελήτρια και προϊσταμένη σε Εφορείες Αρχαιοτήτων της Βόρειας Ελλάδας, υπήρξε για χρόνια διευθύντρια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ενώ πρόσφατα αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης από τον πρόεδρό του, καθηγητή Jean Chambaz. Η Πολυξένη Αδάμ Βελένη, μαζί με τον καθηγητή Δομοστατικής στο ΕΜΠ Βλάση Κουμούση, ήταν οι μόνοι που καταψήφισαν την καταστροφική απόφαση που υπαγόρευσε στο ΚΑΣ η κυβέρνηση και η υπουργός Πολιτισμού (που άλλωστε επέλεξε τα μέλη του).
Το 2019 είδε να δημιουργείται αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά ένας ιδιαίτερα ισχυρός πόλος στον χώρο της σύγχρονης τέχνης, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Το νεοσύστατο MOMus, η «συμμαχία» των πέντε μουσείων που μετατράπηκε σε συγχώνευση, πρωταγωνίστησε φέτος στα εικαστικά δρώμενα της πόλης, με τη διεξαγωγή της 7ης Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, με την εξαιρετική αναδρομή στο έργο της Λιουμπόβ Ποπόβα, αλλά και με τη διπλή (σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη) έκθεση για την ελληνική Αφαίρεση. Η αναπληρώτρια διευθύντρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και του Πειραματικού Κέντρου Τεχνών ΜΟΜus αποτελεί ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς όχι μονάχα για το έργο της στο MOMus, αλλά γιατί, μαζί με τον παλαίμαχο αρχιτέκτονα Δημήτρη Αντωνακάκη, είναι αυτοί που ανέλαβαν τον Μάρτιο του 2019 και ήδη φέρνουν σε πέρας την ολοκλήρωση της έκθεσης της μόνιμης συλλογής του ΕΜΣΤ και, αν επικρατήσει η λογική και όχι η ρεβανσιστική διάθεση εκ μέρους του ΥΠΠΟ, θα είναι αυτοί που θα το εγκαινιάσουν τους πρώτους μήνες του 2020.
Σ’ ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς στον χώρο των εικαστικών αναδεικνύεται η διευθύντρια του Οργανισμού Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ, όχι μονάχα γιατί βρίσκεται πίσω από τη σημαντικότερη έκθεση του 2019 – τη γλυπτική εγκατάσταση «Sight» του Anthony Gormley στη Δήλο– αλλά και γιατί η Αθήνα της χρωστά μερικές από τις τολμηρότερες εικαστικές παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο, καθώς και τη γνωριμία με το έργο κορυφαίων σύγχρονων καλλιτεχνών. Με σπουδές Νομικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας, εργασιακή εμπειρία στην πολιτιστική διαχείριση και την επιχειρηματική ανάπτυξη, ανέπτυξε στο παρελθόν τις διεθνείς εικαστικές εγκαταστάσεις δημόσιας τέχνης «Crossings» (2006-2009) για την καλλιτέχνιδα Καλλιόπη Λεμού.