‘Εξω σουρουπώνει· αλλά η πόλη είναι πνιγμένη στα φώτα – Χριστούγεννα, βλέπεις. Στο μεταξύ, στο «Βεάκη» της οδού Στουρνάρη, τα φώτα σβήνουν. Το θέατρο αρχίζει ν’ αδειάζει από την πρόβα των «Τριών αδελφών» και ν’ απλώνεται αυτή η περίεργη υγρή σιωπή των μεγάλων θεάτρων που ζουν μόνο κάτω από τους προβολείς και τους προσωρινούς επισκέπτες έτοιμους να θρονιαστούν στα βελούδινα καθίσματα.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου έχει παραμείνει εκεί σ’ αυτό το αμήχανο μεταίχμιο σιωπής και λόγου – πρωταγωνίστρια της παράστασης που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς μαζί με τις Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Αθηνά Μαξίμου. ‘Ομως, τώρα, η πρόβα έχει τελειώσει.
Κι έτσι, σε αντίθεση με την εύγλωττη και πολυσήμαντη πορεία της στο θέατρο – των ρόλων και των συνεργασιών – η Κεχαγιόγλου θα δώσει εντύπωση ότι επιθυμεί να κρατάει αποστάσεις από κάθε άλλη διατύπωση δημόσιου λόγου. Είναι η ηθοποιός που θα προστατεύσει τον εαυτό της από βαρύγδουπες δηλώσεις, που θα κρατήσει επίμονα πράγματα για εκείνη, που θα εκτεθεί (δια του λόγου) επιλεκτικά. Στις λίγες στιγμές που γίνεται διάφανη ανακαλεί στιγμές από το παρελθόν ή αγγίζει επιθυμίες που θα παραμείνουν άπιαστες. Επηρεασμένη από το πνεύμα της πρόβας, μάλλον.
‘Οσο περνούν τα χρόνια το θέατρο με απορροφά ολοένα και περισσότερο. Σίγουρα καταλαμβάνει χώρο από την άλλη, την πιο πραγματική μου ζωή. Αυτό έγινε σταδιακά, ούτε που το καταλαβα. Μέχρι κάποια ηλικία μπορούσα ν’ αντέξω την ένταση του θεάτρου και την ένταση της προσωπικής μου ζωής. Τώρα κάτι τέτοιο είναι αβάσταχτο… Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνδέομαι με αυτό που αποκαλούμε ζωή! Ο χώρος που κάνουμε πρόβες στο Βεάκη είναι στο δεύτερο υπόγειο και κάθε πέντε λεπτά περνάει το μετρό από κάτω μας. Η βοή του δημιουργεί μια περίεργη γείωση. Είμαστε κάπου χωμένοι – κυριολεκτικά και μεταφορικά – και η βοή αυτή είναι σαν ένα καμπανάκι πραγματικότητας για κάτι που υπάρχει πιο βαθιά, πιο υπόγεια από εμάς. Μια υπενθύμιση ότι η ζωή συνεχίζεται και θα συνεχίζεται ανεξάρτητα από αυτό που κάνουμε εμείς. Αυτό με φέρνει στα ίσα μου.
Πολύ συχνά και είναι κάτι που με ισορροπεί. Ξεκίνησα από το τίποτα. Ούτε που ήξερα τι δυνατότητες ανοίγονταν, ούτε που φανταζόμουν όλες αυτές τις εμπειρίες που θα ζούσα, τους ανθρώπους που ήρθα σ’ επαφή, όλον αυτόν τον πλούτο, τα κείμενα που μελέτησα, τις λέξεις που έβγαλα από το στόμα μου. Μόνο σα δώρο της ζωής μπορώ να το δω. Αυτός ο κόσμος ήρθε κι έδωσε νόημα σε μια ζωή, που στα 22 μου δεν ήξερα πώς να τη ζήσω. Σπούδαζα Φιλολογία, ήμουν στο πτυχίο και η προοπτική να γίνω καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης με τρομοκρατούσε. Δεν ήξερα τότε τι ήταν αυτό που με φόβιζε, αλλά τώρα ξέρω ότι ήταν ο φόβος μπροστά σε μια πληκτική ζωή. Πλήξη και μιζέρια από μια δουλειά που θα έκανα σ’ ολη μου τη ζωή και δε θα την αγαπούσα. Κι ευτυχώς που εμπιστεύθηκα αυτό που ένιωθα κι έψαξα να δοκιμαστώ αλλού. ‘Οχι τυχαία, βέβαια. Δύο χρόνια που ήμουν στην ερασιτεχνική ομάδα του πανεπιστημίου, ανακάλυψα πράγματα για μένα, ανακάλυψα ότι η σκηνή με μεταμόρφωνε. ‘Ενα κομπλεξικό φοβισμένο κορίτσι που, σε στιγμές τραύλιζε κιόλας, μπορούσε να είναι δυνατή, ελεύθερη, επικοινωνιακή, ερωτεύσιμη.
Δηλαδή πόσο σας άλλαξε αυτή η δουλειά;Αν σε κάτι με άλλαξε, θέλω να πιστεύω ότι με έκανε καλύτερη. Σ’ αυτό φυσικά βοηθά και η ζωή μαθαίνεις – αν σε απασχολεί εννοείται – ποιος είσαι. Σιγά-σιγά, λίγο – λίγο, επίπονα και κουραστικά όπως είναι και η διαδικασία των προβών κάθε φορά. Θες να καταλαβεις καλά, τι λες, τι ακούς, τι μπορεί να κρύβεις σαν ρόλος και αυτό δεν είναι κάτι απλό. Εμπλέκεται και ο δικός σου ψυχισμός και ενδέχεται να τρομάξεις αν δεις ότι στοιχεία του ρόλου τα έχεις κι εσύ. Η έκθεση για όλους τους ανθρώπους είναι δύσκολη και οι περισσότεροι την αποφεύγουμε. Φαντάσου τον παραλογισμό που ενυπάρχει στον ηθοποιό: Να αποζητά μια δουλειά, όπου καθημερινά τρέμει το φυλλοκάρδι του.
Πότε χαίρεστε πραγματικά μέσα σε αυτό το εργασιακό περιβάλλον;Σπούδαζα Φιλολογία και η προοπτική να γίνω καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης με τρομοκρατούσε. Τώρα ξέρω ότι ήταν ο φόβος μπροστά σε μια πληκτική ζωή
Πάντα ο ανθρώπινος παράγοντας μου δίνει χαρά. ‘Ενας συνεργάτης που μου τραβά την προσοχή, που ανακαλύπτουμε τα κοινά μας ενδιαφέροντα, που ανταμώνουμε με χαμόγελο και στηρίζουμε το κοινό αίτημα μιας πιο ενδιαφέρουσας συνύπαρξης. Με δύο λόγια όταν αναπτύσσεται ερωτισμός.
Ως «παιδί ομάδων» πως σας φαίνεται που κάθε χρόνο παίζετε σε άλλο θέατρο και με άλλους συναδέλφους; Σας έχει λείψει μια κάποια σταθερότητα;Ε, τι να κάνουμε… ‘Οπως λέει και η Μάσα «πρέπει να ζήσουμε». Οι καιροί άλλαξαν και πρέπει να προσαρμοστούμε. ‘Οντως το τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό τώρα, αλλά δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Είναι η γενικότερη κατάσταση αλλιώς: Ζόρικη, διαφορετικές αντιλήψεις και συμπεριφορές ξεπήδησαν και οι άνθρωποι γίναμε διαφορετικοί. Πιο κλειστοί, πιο φοβισμένοι και δύσπιστοι και με τρομερή δυσκολία στην ανοχή του άλλου. Καμιά φορά, σκέφτομαι ότι αν ξεκινούσα τώρα, με τις επαγγελματικές συνθήκες που ισχύουν, μάλλον δεν θα κατάφερνα να επιβιώσω. Τέλος πάντων, ποτέ δεν ξέρεις… Πάντως ναι, είναι κουραστικό να ξεκινάς κάθε φορά από την αρχή. Και μπορεί να σου τύχουν ευχάριστες εκπλήξεις με ανθρώπους καινούργιους, μπορεί να πέσεις όμως και σε κάτι επικίνδυνα άτομα που το θέμα δεν είναι αν θα συνεννοηθείς επαγγελματικά μαζί τους, αλλά αν θα καταφέρεις να διαφυλάξεις την ψυχική σου υγεία. Μεγάλη φθορά. Παρόλα αυτά, με ομαδικό πνεύμα ή χωρίς, το θέατρο οφείλει να είναι στραμμένο στον άθρωπο-θεατή. Ειναι παρηγορητική η λειτουργία του. Ο θεατής έρχεται για να του μιλήσουμε για τον εαυτό του, για τα πάθη του, γι’ αυτά που του συμβαίνουν. Κι όταν αυτό πετυχαίνει σκηνή και πλατεία ενώνονται, γίνονται ένα πράγμα.
Φέτος έχετε εξασφαλίσει μια σταθερότητα καθώς δουλεύετε σερί δύο παραστάσεων με τον Δημήτρη Καραντζά και στη συνέχεια με την επίσης σταθερή σας συνεργάτιδα Μαρία Μαγκανάρη. Είναι ανακουφιστικό αυτό;Η φετινή χρονιά όντως είναι ξεχωριστή με δύο σκηνοθέτες που αγαπώ και πιστεύω. Είναι ανακουφιστικό, κυρίως, γιατί η προσωπική σχέση που έχω μαζί τους και με τους συγκεκριμένους συναδέλφους επιτρέπει να υπάρχω και ως Μαρία. ‘Οχι μόνο σαν ένας αποτελεσματικός ηθοποιός που θα κάνει τη δουλειά του – σαν μια μηχανή – αλλά σαν ένας συνεργάτης που δεν φοβάται μήπως παρεξηγηθεί, που νιώθει άνετα να εκφράζει ακόμη και τις πιο γελοίες ιδέες του, γιατί όταν αισθάνεσαι ότι απειλείσαι δύσκολα, γίνεσαι δημιουργικός. Εγώ τουλάχιστον. Εύχομαι να πάνε όλα καλά. Να συνεχίσουμε να δουλεύουμε δημιουργικά και με τις παραστάσεις μας να μη προδώσουμε τα έργα που θα παρουσιάσουμε.
Ανεξαρτησία στο θέατρο για μένα δεν υφίσταται. Είναι σαν τα ομαδικά αθλήματα. Μπορείς να φανταστείς ανεξάρτητο ποδοσφαιριστή; Ακόμη κι αυτοί που θέλουν να παίζουν μόνοι τους είναι εξαρτημένοι από τους άλλους, γιατί υπάρχουν χίλιες δύο παράμετροι που δεν μπορείς να ελέγξεις. Είναι απλά ανόητο, άνευ νοήματος. Το να μπολιάζεις, όμως, κάτι που γεννιέται με τις δυνάμεις σου είναι αυτονόητο, οπότε όταν και όσο μου δίνεται χώρος, προτείνω. Αυτό βέβαια, εξαρτάται από το σκηνοθέτη, ο οποίος θέτει όχι μόνο το πλαίσιο της παράστασης αλλά απ’ αυτόν εξαρτάται και το κλίμα που επικρατεί στις προβες.
Οι «Τρεις αδελφές» – στη δική σας προσέγγιση – είναι ένα υλικό μνήμης. Ανατρέχετε στο παρελθόν ή είστε πλάσμα του παρόντος;Ανεξαρτησία στο θέατρο για μένα δεν υφίσταται. Είναι σαν τα ομαδικά αθλήματα. Μπορείς να φανταστείς ανεξάρτητο ποδοσφαιριστή;
Πολλά πράγματα τα ξεχνάω – υπάρχουν και περίοδοι ολόκληρες που είναι μαύρα κενά – ή νομίζω ότι τα ξεχνάω. Γιατί κάτι συμβαίνει και ξαφνικά εμφανίζεται μια μνήμη που δεν ξέρεις από πού ήρθε. Πριν από 4-5 χρόνια είδα ένα όνειρο πολύ έντονο που το ξαναθυμήθηκα τώρα με τις «Τρεις αδερφές». Είδα ότι κοίταζα την τζαμένια πόρτα του πατρικού μου σπιτιού που οδηγούσε στο κήπο. Ενός σπιτιού που έχω να το επισκεφτώ 37 χρόνια! ‘Εβλεπα, λοιπόν, λεπτομέρειες από το χρώμα και τις σκουριές και το πόμολο της πόρτας που κανονικά ήταν αδύνατο να τις θυμόμουν. Το όνειρο με γύρισε πίσω σε μια μνήμη τόσο ζωντανή που όταν ξύπνησα ήταν σαν να επέστρεψα από ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο. Τώρα, με τις συγκεκριμένες πρόβες, ξαναγυρνάω σε σπίτια που έζησα. Βάζω τα έπιπλα στη θέση τους και τριγυρνάω στα δωμάτια.
Αυθόρμητα μου έρχονται οι στίχοι του Ελύτη «τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω». Μεγάλωσα στο Διδυμότειχο, μια επαρχιακή πόλη με όλα τα καλά και όλα τα άσχημα της μικρής κοινωνίας. Αυτά που νοσταλγώ είναι η αυλή του πατρικού μας σπιτιού –με πολλά λουλούδια, δέντρα οπωροφόρα, ένας κόσμος παραδεισένιος: Η γειτονιά που μέναμε, ένας προσφυγικός συνοικισμός, τα καλοκαίρια μας στην Αλεξανδρούπολη, ο κάμπος με το ποτάμι και το χιόνι. Πολύ χιόνι, όχι αστεία. Μαζί μ’ αυτά και πράγματα πνιγηρά που ακόμη ασκούν μεγάλη επιρροή πάνω μου.
Για παράδειγμα;Για παράδειγμα, το νυφοπάζαρο, τα βλέμματα στα παράθυρα πίσω από τις κουρτίνες, το κουτσομπολιό που στην εφηβεία μου έπαιρνε τις διαστάσεις μιας φοβερής απειλής. Ακόμη η αίσθηση ότι δεν υπάρχει ιδιωτικότητα· όλοι ασχολούνται και τρέφονται με τις ζωές των άλλων. Η αίσθηση του εγκλωβισμού – ότι δεν θα ξεφύγω ποτέ από εκεί. Ο φόβος του καταναγκασμού ότι πρέπει να μοιάζεις με τους υπόλοιπους, αλλιώς είσαι, το λιγότερο, παράξενος. Η μελαγχολία που μου προκαλούν μέχρι τώρα τα φυσικά τοπια που είναι μακριά από θάλασσα.
Γενικώς, δεν αναπολώ αλλά όταν γυρνάω πίσω το κάνω για να καταλάβω τι μου συνέβη τότε. Υπό αυτή την έννοια, αν ειχα τη δυνατότητα θα γυρνούσα στην εποχή που δεν έχω καθόλου μνήμες. Στα πρώτα χρόνια… Αλλά και πάλι μου φαίνεται διαστροφικό, μάλλον θα τρόμαζα να ζήσω κάτι τέτοιο.
Τι αποτύπωμα σας αφήνει το πέρασμα του χρόνου;Μου αρέσει. Τα ‘χω βρει κάπως με τον εαυτό μου.
Πήρε χρόνο για να το καταφέρετε;Ναι, πήρε χρονο.
Αν είχατε τη δυνατότητα να παρατηρήσετε ξανά κάποια από τις επιλογές σας, ποια θα αναθεωρούσατε;Μου αρέσει το πέρασμα του χρόνου. Τα ‘χω βρει κάπως με τον εαυτό μου
Μα ο,τι έζησα είμαι εγώ!Αν αναθεωρούσα θα ήταν σα να σκότωνα ένα κομμάτι του εαυτού μου. Θα ήμουν μια άλλη. Πολλά πραγματα δεν τα έκανα καλά, αλλά ό,τι έγινε είχε σοβαρούς λόγους για να γίνει.
Συμφωνείτε με την θεωρία του Τσέχωφ για την ευτυχία;Αχ, αυτός ο υπέροχος συγγραφέας! Αγαπάει και γνωρίζει τόσο καλά την ανθρώπινη φύση αλλά δεν της χαρίζεται ούτε στο ελάχιστο. ‘Ολοι του οι ήρωες συνθλίβονται από τις αδυναμίες τους και από την αμείλικτη απειλή του τέλους. Μόνο ένα πρόσωπο στο συγκεκριμένο έργο δηλώνει χαρούμενο. Το πιο ταπεινό, το πιο αδικημένο, το πιο συμφιλιωμένο με τη ζωή, η υπηρέτρια Ανφίσα. ‘Ολοι οι άλλοι χάνουν τις ζωές τους γιατί τοποθετούν την ευτυχία εκεί, που δεν μπορουν να την έχουν, σ’ ένα φαντασιακό τόπο. Η γριά υπηρέτρια λέει λοιπόν στην τέταρτη πράξη «ξυπνάω καμιά φορά μες τη νύχτα και λέω μέσα μου, Θεέ μου, πιο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν έχει ξαναγίνει». Θα συμφωνήσω με τον κύριο Τσέχωφ: Αν σε κάποιον του συμβαίνει αυτό που συμβαίνει στην Ανφίσα, τότε είναι ευτυχής. ‘Ολοι οι υπόλοιποι που έχουμε συνεχείς απαιτήσεις, που δεν χορταίνουμε, που δεν ζούμε στο παρόν γιατι συνεχώς σχεδιάζουμε το μέλλον, είμαστε καταδικασμένοι.
Πως ορίζετε την ευτυχία, μέσα από πράγματα που έχετε ήδη ζήσει;Πολλά πραγματα δεν τα έκανα καλά, αλλά ό,τι έγινε, είχε σοβαρούς λόγους για να γίνει
Είναι οι στιγμές που θριαμβεύει η ζωη! Που δεν σε νοιάζει αν την επόμενη στιγμή πεθάνεις. Αυτή η αίσθηση για μένα σχετίζεται μόνο με τους άλλους. Δεν έχω νιώσει ποτέ ευτυχισμένη μόνη μου.
Σε ποιες στιγμές καταπιέζεστε, αισθάνεστε, τρόπον τινά, δυστυχής;Τις πιο πολλές φορές φταίω εγώ. Δεν ξέρω να με προστατεύω από το άγχος. Φορτώνομαι με παραπάνω ευθύνες, μπουκώνω το χρόνο, βγαίνουν και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και τότε υποφέρουμε όλοι. Πιέζομαι κι όταν ειμαι υποχρεωμένη να συνυπάρξω με ανθρώπους που δεν εμπιστεύομαι ή ακόμη χειρότερα που αντιπαθώ. Γενικά, όταν θέλω να είμαι κάπου αλλού από εκεί που είμαι.
Φαντασιώνεστε πράγματα που ξέρετε πως θα σας διαφύγουν;Ναι, φαντασιώνομαι ένα μικρό σπιτάκι κοντά στη θάλασσα.
Γενικά, σας θρέφουν ζωτικά ψεύδη;Ε, βέβαια! Πώς αλλιώς! Μόνο που δεν ξέρω ότι είναι ψεύδη και δεν θα ήθελα και να το μάθω. Κάτι σοφοί ζουν μόνο με αλήθειες. Το ζωτικό ψεύδος είναι αντίδοτο σε αλήθειες που μπορεί και να σε ξεκάνουν. ‘Ασε, αρκετή σκληρότητα έχουμε ν’ αντέξουμε έτσι κι αλλιώς· ας γίνουμε πιο συμπονετικοί, πιο τρυφεροί με τον εαυτό μας και τους άλλους!
Τι αγαπάτε να του υπενθυμίζετε συχνά;«’Εχεις υγεία, ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπούν, δουλειά που σε γεμίζει – ε, μην παίρνεις πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σου!».
Η Μαρία Κεχαγιόγλου πρωταγωνιστεί στο έργο του Αντόν Τσέχωφ «Τρεις αδελφές». Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 17 Ιανουαρίου στο θέατρο Βεάκη.
Σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς.
Πρωταγωνιστούν επίσης οι Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος Μάνεσης, Υβόννη Μαλτέζου , Δημήτρης Πιατάς.