MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΑ

Στην πρόβα: «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου – Ανάμεσα στο φως και τη σκιά

Μια εβδομάδα πριν την πρεμιέρα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ο Γιώργος Παπαγεωργίου ανοίγει την πρόβα του εμβληματικού έργου του Τένεσι Γουίλιαμς και μαζί με τους πρωταγωνιστές του Θέμιδα Μπαζάκα, Μαίρη Μηνά, Παναγιώτη Εξαρχέα μιλούν για την διαχείριση της απώλειας και του διαφορετικού.

| ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΔΟΜΝΙΚΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
author-image Στέλλα Χαραμή

Υπό τον μυστικιστικό ήχο του βιολιού που παίζει ζωντανά ο Φώτης Σιώτας, η πενταμελής ομάδα των πρωταγωνιστών – Θέμις Μπαζάκα, Μαίρη Μηνά, Παναγιώτης Εξαρχέας, Αθηνά Αλεξοπούλου, Γιάννης Λατουσάκης – κάνουν προθέρμανση, απελευθερώνοντας ήχους που θυμίζουν πρωτόγονο θρησκευτικό τελετουργικό. Αν δεν ήταν ντυμένοι στα vintage ρούχα εποχής, λίγα θα πρόδιδαν πως ετοιμάζονται να ζωντανέψουν το «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» του Τένεσι Γουίλιαμς.

Μερικά λεπτά πριν ξεκινήσει το πέρασμα του έργου και λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα της παράστασης, ο σκηνοθέτης της Γιώργος Παπαγεωργίου δίνει τις τελευταίες οδηγίες στους πρωταγωνιστές του που έρχονται αντιμέτωποι μ’ ένα από τα πιο τολμηρά έργα του 20ου αιώνα.

Η Μαίρη Μηνά ως Κάθριν.

Γεύση από πρόβα

Επί 15 λεπτά της ώρας, η Θέμις Μπαζάκα – ντυμένη σ’ ένα μεγαλόπρεπο αέρινο σατέν μάξι φόρεμα – επιθεωρεί με εμμονική ακρίβεια τον μεγαλοαστικό «κήπο του Σεμπαστιάν». Γυαλίζει τα παπούτσια του, ισιώνει τις ζάρες στο σακάκι του, συμμαζεύει τα βιβλία και τις σημειώσεις του, ξεσκονίζει το καπέλο του. Λες και ο κήπος αυτός περιμένει να υποδεχτεί τον ένοικο του, από στιγμή σε στιγμή. Εις μάτην. Η άφιξη του ψυχιάτρου Κρούκοβιτς (στο πρόσωπο του Παναγιώτη Εξαρχέα) θα βεβαιώσει την υποψία: Ο Σεμπάστιαν είναι νεκρός, υπό άγνωστες συνθήκες – τουλάχιστον υπό συνθήκες που η μητέρα του Βάϊολετ Βέναμπλ θέλει να αποσιωπήσει μια για πάντα.

Κι όσο ο κυνικός και, κάποτε παιγνιώδης, διάλογος εκτυλίσσεται μεταξύ τους, στο βάθος της σκηνής, πίσω από ένα vintage διαχωριστικό κήπου, προβάλλουν τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος: Καταρχάς, η Μαίρη Μηνά, η εξαδέρφη Κάθριν και μοναδική μάρτυρας στο θάνατο του Σεμπάστιαν – που κατά την κυρία Βενάμπλ διαδίδει «έναν εμετικό λίβελο ενάντια στις ηθικές αρχές του γιου της». Στο πλευρό της (ή και όχι) η Αθηνά Αλεξοπούλου και ο Γιάννης Λατουσάκης, στο ρόλο της μητέρας και του αδελφού της, θα προσπαθήσουν επίσης να την κάνουν να σωπάσει όταν εκείνη ορμίσει σαν θηρίο μέσα σε ζούγκλα για ν’ αποκαλύψει την τραγική αλήθεια.

Η Θέμις Μπαζάκα στο ρόλο της Βάιολετ Βέναμπλ.

Το έργο

Χωρίς αμφιβολία είναι ένα από τα τολμηρότερα έργα που γράφτηκαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Θίγοντας ζητήματα ταμπού για την μεταπολεμική Αμερική – πρωτοανέβηκε το 1959 – το «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» αψηφά την λαίλαπα του μακαρθισμού μιλώντας ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία, την ψυχική ασθένεια, την πορνεία, το υποβόσκον οιδιπόδειο σύνδρομο μέχρι και την ανθρωποφαγία.

Ο Τένεσι Γουίλιαμς – γεννημένος στην πολιτεία του Μισισίπη, άνδρο του φυλετικού ρατσισμού – γράφει σ’ ένα ευρύτερα ακραία συντηρητικό περιβάλλον όπου το κυνήγι μαγισσών του Μακάρθι συμπεριλαμβάνει τους Κομμουνιστές και τους ομοφυλόφιλους. Την ίδια ώρα, η οικογενειακή τραγωδία τον στοιχειώνει: Η αδελφή του Ρόουζ έχει διαγνωστεί από 20ετίας με σχιζοφρένεια κι έχει υποβληθεί στην λοβοτομή, μια πρακτική της εποχής, που πλέον την έχει καταστήσει πνευματικά ανάπηρη.

Μ’ αυτά τα φορτία – στα οποία προστίθεται η παρουσία μιας αυταρχικής μητέρας που μισεί και συνάμα λατρεύει – καταθέτει, όπως και στο «Γυάλινο κόσμο», μια ποιητική, βαθιά ψυχαναλυτική αυτοβιογαφία, προϊόν μιας μακράς περιόδου που ο ίδιος είχε περάσει στο ντιβάνι του ψυχιάτρου.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιώργος Παπαγεωργίου.

Με τις διαγνωσμένες αρετές του έργου κατά νου και με την συνείδηση ότι, πλέον, είχε την ωριμότητα να το κατανοήσει σε βάθος, ο Γιώργος Παπαγεωργίου επιλέγει το «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» – το πρώτο κλασικό υλικό της σύντομης σκηνοθετικής του πορείας μετά από μια σειρά προσωπογραφιών με χαρακτήρα ντοκουμέντου. «Τρέφοντας μια αγάπη στις βιογραφίες, ήρθα πιο κοντά στον Τένεσι Γουίλιαμς συγκινημένος από τη ζωή του. Η φράση που εντάσσει στο έργο “όταν τρελαίνεσαι, η μοναξιά είναι χειρότερη από το θάνατο” νιώθω πως είναι ένα κρυφό σημείωμα του ίδιου προν τον κόσμο» σημειώνει.

Πριν από τέσσερα χρόνια, η Θέμις Μπαζάκα γνωρίστηκε με τον κόσμο του Γουίλιαμς πρωταγωνιστώντας στον «Γυάλινο κόσμο», όπως ανέβηκε στο θέατρο Εμπορικόν σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη. Μέχρι τότε, τον απέφευγε συστηματικά. «Δεν ήταν ο αγαπημένος μου. ‘Εβρισκα τα έργα του πολύ ποιητικά, τους ήρωες του γλυκανάλατους. ‘Ομως, δύο παραστάσεις μετά έχω αλλάξει άρδην γνώμη. Δηλώνω μαγεμένη μαζί του. Είναι τόσο πυκνά τα κείμενα του που δεν ξέρεις τι να πρωτοφωτίσεις. Ειδικά εδώ είναι καθαρό πως η δομή του μοιάζει με αρχαία τραγωδία, με τις “Βάκχες” του Ευριπίδη». Ο Παναγιώτης Εξαρχέας συμφωνεί· το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» φαντάζει στα μάτια του «σαν ένα ποίημα αγάπης, άρρωστο, σκοτεινό και φωτεινό μαζί».

Βεβαίως, το έργο ανεβαίνει σε μια εποχή ανόδου του νεοσυντηρητισμού όπου καταστρατηγούνται και πάλι τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κατά συνέπεια, η Μαίρη Μηνά πιστεύει πως και μόνο την πολιτική διάσταση του να προσεγγίσει κανείς είναι αρκετό. «Το έργο μοιάζει με μακροσκελές σύνθημα, λες κι έχει γραφτεί με σπρέι στους τοίχους της πόλης. Από την μια, η αστή Βάϊολετ Βενάμπλ, μια ακρόπολη που τίποτα δεν μπορεί να την αμφισβητήσει κι από την άλλη η Κάθριν Χόλι που εισβάλλει με ορμή διεκδικώντας να πει την αλήθεια και τελικά να καπελώσει την παλιά τάξη πραγμάτων».

Η Αθηνά Αλεξοπούλου στο ρόλο της κυρίας Χόλι.

Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί

‘Οπως και στα περισσότερα έργα του Τένεσι Γουίλιαμς οι ήρωες του είναι ανάγλυφα ερείπια, με εύθραυστο ψυχικό κόσμο, μεγάλα υπαρξιακά κενά. Και συνήθως τους συναντάμε – όπως παρατηρεί και ο μεταφραστής του Ερρίκος Μπελιές (εκδόσεις Ηριδανός) σ’ ένα σημείο ζωής όπου αναπολούν το παρελθόν «γνωρίζοντας πως η πορεία τους δεν έχει τέρμα, ή, αν έχει, το τέρμα αυτό είναι αδιέξοδο. Οι περισσότεροι ήρωές του προσπαθούν να βρουν μια άκρη -όποια-, όμως δεν το κατορθώνουν, γιατί κατατρέχονται από το άγχος της μοναξιάς που έχει φουντώσει μέσα τους, γι’ αυτό και παρασύρονται σε ένα λεκτικό αλαφιασμένο κυνήγι κάποιας χίμαιρας, άρα δυσκολεύονται να ελέγξουν τον ειρμό των συλλογισμών τους».

Παρόλα αυτά, η Θέμις Μπαζάκα εκτιμά ότι ο Τένεσι Γουίλιαμς αγαπάει τους ήρωες του. Η ίδια στην αναμέτρηση της με την Βάϊολετ Βέναμπλ – μια ακόμα μητέρα στην φαρέτρα των ρόλων της – στέκεται στο πιο σκληρό δεδομένο που την περιγράφει: «Είναι μια μητέρα που δεν μπορεί να διαχειριστεί την απώλεια του παιδιού της. ‘Ολα από εκεί πηγάζουν. Είναι αληθινή όπως αληθινά είναι και όλα τα πρόσωπα του στο έργο. Δεν είναι ήρωες bigger than life. Απλώς, ο τρόπος που ο Γουίλιαμς τους εμποτίζει με αυτή την ποιητικότητα τους κάνει να μοιάζουν μαγικοί».
Παρομοίως, η Μαίρη Μηνά στέκεται με θαυμασμό στην κατασκευή των ηρώων του έργου. «Είναι σαν να έχουν υπάρξει, δεν μπάζουν από πουθενά. Αισθάνομαι πως είναι τόσο συμπαγείς ρόλοι όσο και η ίδια η ζωή· λες και υπήρχαν πριν γραφτεί το έργο και συνεχίζουν να ζουν και μετά από αυτό».

Η Αθηνά Αλεξοπούλου, στην δεύτερη γνωριμία της με τους χαρακτήρες του Τένεσι Γουίλιαμς – μετά το «Λεωφορείο, ο πόθος» που ανέβασε η Ελένη Σκότη το 2017 – διαπιστώνει επίσης την τρυφερότητα του συγγραφέα μέσα στην αγριότητα του έργου του. «Σε οδηγεί ώστε, μ’ έναν τρόπο, να τους δικαιολογήσεις όλους. Καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, δίκαιο ή άδικο στις επιλογές τους. Νομίζω πως θέλει να αποδώσει δικαιοσύνη για όλους».

Ο Γιάννης Λατουσάκης ως Τζορτζ Χόλι.

Η σκηνοθεσία

«Ζούμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο από φως και σκιά». Η φράση του συγγραφέα που υπογραμμίζεται στην έναρξη της παράστασης μοιάζει να οδηγεί όλη την φιλοσοφία σκέψης της σκηνοθεσίας του Γιώργου Παπαγεωργίου. Κάτι που εξηγείται και από την επιλογή του να στήσει την παράσταση κάτω από το ατμοσφαιρικό ζεστό φως μερικών αμπαζούρ. «Ακροβατούμε σ’ ένα περιβάλλον ζόφου και αποκαλύψεων. Παρακολουθούμε τους χαρακτήρες να κρύβουν κάτι ή να θέλουν να κρύψουν κάτι. Η κυρία Βέναμπλ ζει σ’ ένα ημιφωτισμένο κόσμο κι εκεί σκηνοθετεί την δική της πραγματικότητα. Αντίθετα, η Κάθριν που κομίζει την αλήθεια εμφανίζεται κάτω από ένα λευκό κλινικό φως».
Τοποθετώντας την προσέγγιση του σε αυτή την αντίφαση, επιδιώκει μια διεισδυτική ανάγνωση του κειμένου και των προσώπων κάτι που «απαιτεί εντατική και λεπτομερή δουλειά. Εξάλλου, εδώ, βλέπουμε ως πρόσωπο με κρυφό παρόν και τον ίδιο τον νεκρό Σεμπάστιαν», εξηγεί.

Η Μαίρη Μηνά στη σκηνή του μεγάλου μονολόγου της Κάθριν.

Η αισθητική της παράστασης

Η σχέση της σκηνικής δράσης με το φως (ο σχεδιασμός από τον Αλέκο Αναστασίου) μοιάζει να είναι η καθοριστική παρέμβαση στην όψη της παράστασης. Ρετρό φωτιστικά που αναδίδουν τη ζεστασιά ενός Cotton Club αποκαλύπτουν – υπό σκιά – το σκηνικό εποχής της Ευαγγελίας Θεριανού: Τον κήπο του Σεμπάστιαν, ένα χώρο γεμάτο από προσωπικά αντικείμενα του νεκρού που ορίζεται από έναν ευμεγέθη υαλοφράχτη, δημοφιλή στους αστικούς κήπους του αμερικανικού νότου. Στο ίδιο μοτίβο λειτουργεί και ο σχεδιασμός των κοστουμιών από την Βασιλική Σύρμα: Καλόγουστα 50’s φορέματα, κοστούμια και παπούτσια σε γήινους τόνους που αναφέρονται στην εποχή γέννησης του έργου.

Μόνη αντίφαση στο δυτικό τοπίο, η μουσική του Φώτη Σιώτα, με επιρροές από την βορειο-αφρικανική κουλτούρα. Η πηγή έμπνευσης της, όμως, συνδέεται άρρηκτα με το έργο, αφού ο τόπος θανάτου του Σεμπάστιαν, η εξωτική Καμπέθα Ντε Λόμπο, τοποθετείται κάπου στην δυτική ακτή του Μαρόκο.

Περισσότερα από Art & Culture