Η ιστορία αυτού του έργου εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη των ημερών μας. Εκεί ζει μια οικογένεια: μητέρα, πατέρας, κόρη και ο υπερήλικας με άνοια παππούς. Ένα βράδυ γιορτινό, η κόρη εκμεταλλεύεται την έξοδο των γονέων για να υποδεχθεί το αγόρι της πρώτη φορά στο σπίτι. Οι αναταράξεις αυτής της σχέσης όμως θα προκαλέσουν ένα μικρό σεισμό που ανοίγει μια απροσδόκητη καταπακτή με θέα στα θεμέλια του σπιτιού, για να ξεπροβάλει ο εφιάλτης που γέννησε και κρατά αυτό το σπίτι γερό.
Σημείωμα του σκηνοθέτη«Μόνο οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου, γράφει ο Πλάτωνας. Κι ο πόλεμος ζει στα σπίτια μας και σε καιρούς ειρήνης,σκέφθηκα όταν διάβασα πρώτη φορά το κείμενο που μου έφερε ο Ανδρέας. Ο έρωτας λένε είναι πόλεμος. Μα ο έρωτας είναι η απόλυτη συνύπαρξη, ειρήνη κι όχι πόλεμος. Κάτι δεν πάει καλά. Το πιάνω αλλιώς.
Τι θέλει να διαλύσει ο πόλεμος; Τον φόβο της επιβολής του άλλου. Μα ο πόλεμος είναι φόβος. Πως θα τον διαλύσει; Ο φόβος με τον φόβο αυγατίζει. Κι ο έρωτας έχει φόβο; Δεν έχει αγάπη; Μήπως τον φόβο δεν τον διαλύει ο πόλεμος αλλά μόνο η αγάπη; Και πού είναι η αγάπη; Θα σε αγαπώ αν κάνεις αυτό. Μην κάνεις το άλλο, δεν θα σε αγαπώ. Η επιβολή λέγεται αγάπη. Μπερδεύεται ο φόβος με αγάπη. Κι εκεί αρχίζει η διαστροφή- πονάω από αγάπη, σκοτώνω από αγάπη.
Κι όλα αυτά χωράνε μέσα σ’ ένα σπίτι. Ο πόλεμος, η ειρήνη, η επιβολή, ο φόβος, η αγάπη, η ζωή, ο θάνατος. Κι όπως μπερδεύονται, μπλοκάρουν τις ζωές μας, κι οι άνθρωποι πονάμε. Κι αναζητούμε λύτρωση, να βγούμε απ το κουβάρι, να ανοίξουμε τις πανοπλίες μας για να δεχθούμε αγάπη. Αγάπη που λυτρώνει.»
Αρκαδία Ψάλτη, Ιανουάριος 2020