Η έκθεση του Άγγελου Αντωνόπουλου αποτελεί ένα οπτικό αφήγημα – σχόλιο στη σχέση του ανθρώπου με την εξουσία. Μέσα από τρεις εγκαταστάσεις -πράξεις – ο καλλιτέχνης θέλει να δημιουργήσει μία βιωματική πορεία στο θεατή μέσα στα πολλαπλά πρόσωπα της εξουσίας και της κατάρρευσής της. Παλαιότερα “μεταλλαγμένα” έργα της τελευταίας δεκαετίας και καινούργια ιδωμένα κάτω από μία συνολική οπτική, δίνουν τη δυνατότητα μιας πιο ουσιαστικής ανάγνωσης του έργου του καλλιτέχνη.
Η πρώτη πράξη, που συνθέτει τον πρόλογο αλλά και τον επίλογο του αφηγήματος, διαδραματίζεται ήδη από την είσοδο του θεατή στο χώρο. Η αρχική ψευδαίσθηση ηρεμίας και τάξης που επιτυγχάνεται από τα δυσδιάκριτα λόγω χρώματος αντικείμενα, αναιρείται γρήγορα με την βαθμιαία προσαρμογή του βλέμματος στο χώρο. Η εγκατάσταση αποτελείται από θραύσματα μελών σώματος από κούκλες, τεχνουργήματα, πορσελάνινα μπιμπελό, κομμάτια περίεργων κλουβιών, τραπεζιών και κτιρίων που αιωρούνται, υποβαστάζονται αλλά και διαπερνούνται από πλήθος μεταλλικών ελασμάτων. Φέρονται σαν να έχουν εξαναγκαστεί σε μια σχεδόν βίαιη διαδικασία αποδόμησης και ανασύνθεσης, ολοκληρώνοντας τη μεταφυσική υπόσταση των ετερόκλητων απεικονίσεων, εγείροντας ερωτήματα που αφορούν σε έννοιες όπως το φυσικό, το τεχνητό, το οικείο και το ξένο, η εμπειρία και η μνήμη. Η εγκατάσταση παραπέμπει σχεδόν σε ένα βάναυσο επιστημονικό πείραμα που έχει σκοπό να ερευνήσει τα επιμέρους στοιχεία και να δημιουργήσει καινούργιες κατασκευές.
Ο θεατής συνεχίζοντας την βιωματική του διαδρομή, καλείται να διαλέξει την πορεία που θα κινηθεί ανάμεσα σε δύο δωμάτια που συνεχίζουν την προβληματική του καλλιτέχνη για τη σχέση του ανθρώπου με την ηγεσία και την εξουσία.
Η πορεία του στο αριστερό δωμάτιο θα τον φέρει αντιμέτωπο με ένα σχεδόν μαύρο σκοτεινό χώρο όπου το αρχιτεκτονικό κέλυφος της ελληνικής Βουλής συνυπάρχει με το κτήριο του γερμανικού κοινοβουλίου Ράιχσταγκ, το Κρεμλίνο και τον Λευκό Οίκο.
Η λιωμένη ελληνική Βουλή ισορροπεί με δυσκολία πάνω σε μια ημισφαιρική κατασκευή ενώ το είδωλο της αποσύνθεσης του τελικού γλυπτού εικονίζεται περιπαιχτικά σε ένα καθρέπτη. Τα μαύρα κελύφη του Ράιχσταγκ και του Κρεμλίνου συνομιλούν και συνθέτουν μια εικόνα “σκηνικού” που διαδραματίζεται ένα δυσοίωνο έργο. Το μικρό σε μέγεθος κτίριο του Λευκού Οίκου δημιουργεί μια παράδοξη οπτική σε σχέση με την δύναμη των αποφάσεων που κατέχει. Τα κτίρια της εγκατάστασης που είναι βαθιά συνυφασμένα με πολιτικά και κοινωνικά συστήματα, μεταφέρουν μια εικόνα σήψης και αλλοίωσης δημιουργώντας ένα μνημείο αφιερωμένο στην αέναη προσπάθεια του πολίτη να επιβιώσει κόντρα στις αντιξοότητες των καιρών.
Η τρίτη πράξη του οπτικού αφηγήματος ολοκληρώνεται με τη διαδρομή του θεατή στο τελευταίο δωμάτιο. Εδώ πρωταγωνιστής δεν είναι τα κτίρια όπου παίρνονται οι αποφάσεις αλλά τα πρόσωπα πίσω από αυτές. Το δωμάτιο αποτελεί ύμνο σε μια πατριαρχική κοινωνία. Ο Αντωνόπουλος ερευνά θέματα που αφορούν στη λειτουργία της άσκησης της εξουσίας μέσα στα κλειστά πλαίσια των οικογενειακών σχέσεων.
Η έκθεση στο σύνολό της αποτελεί ένα λυρικό Cabinet of Curiosities, ένα μικρομουσείο, ένα ταξίδι στους προβληματισμούς, τα ερωτήματα και τα έργα του καλλιτέχνη, που πραγματεύονται τη θέση και τη στάση του σύγχρονου ανθρώπου στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι στην προσπάθειά του να αναδειχθεί κυρίαρχος πρωταγωνιστής.