MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΒΙΒΛΙΟ

Νίκος Ξένιος: Οι γυναίκες καθορίζουν απολύτως τη ζωή κάθε λογοτεχνικού ήρωα

Με αφορμή το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου, “Τα σπλάχνα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική, μιλήσαμε με τον συγγραφέα για τα πρόσωπα του βιβλίου του, τη σχέση με τον εαυτό τους και τη σημερινή Ευρώπη.

Γεωργία Οικονόμου | 04.02.2020

Δομημένο σε τέσσερα μέρη, το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου, Τα σπλάχνα, (εκδόσεις Κριτική) καταγράφει τα στάδια διαμόρφωσης της ιδεολογίας και της προσωπικότητας του Άλκη Δομέστικου, ενός καθηγητή με ρευστή συνείδηση που προβαίνει σε στρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Ανακαλώντας το τραύμα από την απώλεια των αγαπημένων του προσώπων και τις οδυνηρές μνήμες της παιδικής του ηλικίας, το βιβλίο διατρέχει τα ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν τις μάζες και άλλαξαν τη μορφή των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων από τον Μεσοπόλεμο έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.

Με σημείο εκκίνησης τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη το 1931, σελίδες ημερολογίων αποκαλύπτουν τις πιο επικίνδυνες, σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού και του απαγορευμένου ερωτισμού, καθώς ο ήρωας διέρχεται όλα τα στάδια της ενηλικίωσης: από τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα φτάνει στα φοιτητικά χρόνια, από τον γάμο στην πατρότητα και από την επαγγελματική ανάδειξη στην κρίση της ωριμότητας. Στο τέλος, όπως συμβαίνει συχνά και στην πραγματική ζωή, ένα τυχαίο περιστατικό ‒μια έκθεση ζωγραφικής στο Βερολίνο‒ ανασύρει μια σημαντική ανάμνηση και τον οδηγεί στη βαθύτερη γνώση του εαυτού του.

Με αφορμή το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου, Τα σπλάχνα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική, μιλήσαμε με τον συγγραφέα για τα πρόσωπα του βιβλίου του, τη σχέση με τον εαυτό τους και τη σημερινή Ευρώπη.

Στο προηγούμενο βιβλίο σας, Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία (εκδόσεις Κριτική), κεντρικό πρόσωπο ήταν η πριγκίπισσα Μερσούδα, η οποία πλαισιωνόταν αφηγηματικά από μια ομάδα ανδρών, τους Κούρδους μετανάστες που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη. Στο καινούργιο βιβλίο σας, Τα σπλάχνα (εκδόσεις Κριτική), συμβαίνει το αντίθετο: κεντρικό πρόσωπο είναι ο καθηγητής Άλκης Δομέστικος, που πλαισιώνεται από γυναίκες. Ποια είναι η θέση των γυναικών στη λογοτεχνία σας;

Πρόκειται για τυχαίο γεγονός. Μα και στα Σπλάχνα, μπορεί κεντρικό πρόσωπο να είναι ο Άλκης Δομέστικος, ωστόσο οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι οι πρωταγωνιστικές μορφές. Δεν έχω κάποιο στερεότυπο που να θέτει τις γυναίκες σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα της αφήγησης, όμως οι γυναίκες καθορίζουν απολύτως τη ζωή κάθε λογοτεχνικού ήρωα, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Είναι οι πρωταγωνίστριες της ζωής των ανδρών, και κυρίως των ανυπόφορων ανδρών. 

Διαβάζοντας Τα σπλάχνα, υπάρχει η αίσθηση ότι ο πρωταγωνιστής χρωστάει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της διαμόρφωσής του στη μητέρα του.

Ναι. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Γι’ αυτό έφτιαξα το πορτραίτο της μητέρας του αυστηρό, χωρίς να της στερήσω την τρυφερότητα και το φίλτρο της. Οι γυναίκες εκείνης της εποχής μπορούσαν να συνδυάσουν τον δυναμισμό και τη θέληση για ζωή με τεράστια τρυφερότητα. Ο Άλκης Δομέστικος του βιβλίου μου κουβαλά ενοχικό ψυχικό φορτίο έναντι της μητέρας του. Περιττό δε να σας πω ότι η κηδεία της κυριολεκτικά «κόβει» τη ζωή του (και την αφήγησή μου) στη μέση. 

Και μετά τον θάνατό της; 

Και μετά τον θάνατό της η μητέρα παραμένει ένα φάσμα που τον στοιχειώνει: τον κρίνει διαρκώς, διογκώνεται ως φιγούρα και αποτελεί το κλασικό πρότυπο μεσογειακής μάνας σε ένα απόλυτα macho μοντέλο ζωής. Είναι το πρότυπο της μάνας κάθε καθώς πρέπει ομοφυλόφιλου και ταυτόχρονα αντικείμενο του πόθου. Ποτέ δεν υποκαθίσταται από καμιά άλλη γυναίκα, ούτε καν την ερωτική σύντροφο. Και που, σε συνεχή αναφορά προς αυτήν, επικαθορίζονται και αποτιμώνται όλες οι σκέψεις, οι επιλογές και οι ενέργειές του. 

Τον επηρεάζουν όμως και άλλες τρεις γυναίκες, σωστά;

Ναι, τρεις εξίσου δυναμικές γυναίκες, η σύζυγός του Χρύσα, η οικονόμος του Ευθαλία Εμεριάν και η εξαδέλφη του. Η Χρύσα είναι μια ρομαντική φιγούρα, μια ελεύθερη, ερωτική γυναίκα που κρατά την αυτονομία της μέχρι το τέλος. Η Ευθαλία Εμεριάν διαδραματίζει τον ρόλο της κρυφής ερωμένης του στη Μασσαλία. Η δε εξαδέλφη είναι το alter ego του, και θα σταθεί επάξια στο πλευρό του ως φίλη και πνευματική σύντροφος όσο της το επιτρέπουν οι αντοχές της. Στο τέλος και οι τρεις θα εξαφανιστούν από το προσκήνιο, θα σβήσουν ή θα ατονήσουν, πάντως με κάποιον τρόπο θα ξεπεράσουν τα όρια της αντοχής τους.

Παρ’όλο που επιμένετε σε όλα τα παραπάνω, το μυθιστόρημά σας είναι κατά βάθος πολιτικό, όχι ψυχαναλυτικό. Συμφωνείτε;

Το μυθιστόρημά μου είναι αμιγώς πολιτικό. Για την ακρίβεια, το ψυχαναλυτικό background του ήρωά μου δεν είναι παρά το ξεκίνημα στη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητάς του. Για το γεγονός όμως ότι ο Άλκης Δομέστικος εξελίσσεται όπως εξελίσσεται δεν ευθύνονται ούτε το υποσυνείδητο ούτε το παιδικό ψυχικό τραύμα. Για τη διαδρομή που θα ακολουθήσει πιθανόν σε ένα βαθμό να ευθύνεται η ένοχη, βεβαρημένη σεξουαλικότητά του, αλλά ως εκεί. Το ηθικό βάρος των κυρίως πολιτικών του επιλογών το φέρει ο ίδιος, σε απόλυτα νούμερα. Επίσης, ο ίδιος προβαίνει σε μια ιδεολογικά φορτισμένη διδασκαλία, τα ολέθρια αποτελέσματα της οποίας πρόκειται κατόπιν να επωμισθεί. Όσο άμοιρος ευθυνών και αν φαντάζει ένας λογοτεχνικός ήρωας, επιβάλλεται κανείς να τον βλέπει με πολιτικό πρίσμα, να μελετά τις συνειδητές διεργασίες που τον οδηγούν σε μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία. 

Η σημερινή Ευρώπη μοιάζει σαν να έχει παραμείνει ένα απολίθωμα μετα-αποικιακών εμμονών και μια παθολογική προσκόλληση στα κεκτημένα μετά τον πόλεμο.

Στο Κυνήγι του βασιλιά Ματθία η Ευρώπη παρουσιαζόταν σαν μια ουτοπία για τους μετανάστες. Στα Σπλάχνα ως ένα από τα καταφύγια του ήρωα. Ισχύει; 

Ναι. Η Ευρώπη στο Κυνήγι του βασιλιά Ματθία είναι η ποθητή Ευρώπη των κοινωνικών, πολιτικών και επαγγελματικών ευκαιριών, ένας ορίζοντας οδών που διανοίγονται στην κατεύθυνση της ελευθερίας. Όχι τόσο μια ουτοπία, όσο ένα άπιαστο όνειρο, γιατί οι παράγοντες που την καθιστούν δυσπρόσιτη είναι οι εκπρόσωποι του αυταρχισμού. Στα Σπλάχνα, η Ευρώπη είναι το λίκνο όπου εκκολάπτονται οι αυταρχικές ιδεολογίες και υλοποιούνται τα σχέδια των ακραιφνών εθνικιστών. Στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις των δεκαετιών ’60 και ’70 οι μάζες φαίνονται να απορροφώνται από τους ηγέτες και γι’ αυτό ο Άλκης Δομέστικος καταφεύγει σε αυτές: η Ελλάδα δεν τον χωρά γιατί συνεχίζει να αναπνέει ελεύθερα. 

Τι είναι η σημερινή Ευρώπη για εσάς; Και πώς ενώνονται μαζί της τα πρόσωπά σας; 

Η σημερινή Ευρώπη δίνει πολύ ανησυχαστικά σήματα. Οι κοινωνικές δομές που τη συνθέτουν φαντάζουν πολύ απαρχαιωμένες στα μάτια μου. Μοιάζει σαν να έχει παραμείνει ένα απολίθωμα μετα-αποικιακών εμμονών και μια παθολογική προσκόλληση στα κεκτημένα μετά τον πόλεμο. Δεν πιστεύω στους συνεκτικούς δεσμούς των λαών της Ευρώπης, βλέπω καθημερινά να κραυγάζει η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο εθνικισμός αναβιώνει, ο τοπικισμός ενισχύεται, οι επιμέρους ομάδες υπερτονίζουν τα εθνοτικά τους χαρακτηριστικά και περιφρονούν τους ενοποιητικούς παράγοντες που πιθανόν να γεφύρωναν τις αντιθέσεις. Η ροπή του Άλκη προς την κεντρική Ευρώπη είναι ένα φλερτ προς μια Ευρώπη αντιθέσεων και αντιπαλοτήτων, προς μια Ευρώπη όπου αναβιώνει ο εθνικισμός και ξαναφυτρώνουν τέτοια φαινόμενα. 

Τι σας οδήγησε στην επιλογή μιας τόσο παθολογικής περίπτωσης ανθρώπου ως πρωταγωνιστή του βιβλίου σας;

Ο Άλκης πάσχει από ανικανότητα να γεφυρώσει το χάος που τον χωρίζει από τους άλλους ανθρώπους. Έχει μια φυσική «αναπηρία» στο να κατανοεί τις σύγχρονες εξελίξεις και να αντικρίζει τους συνανθρώπους του ως ισοδύναμες, δυναμικές προσωπικότητες. Είναι χρήσιμο και εποικοδομητικό να μελετά κανείς τέτοιες προσωπικότητες: ο δικός μου Άλκης Δομέστικος έχει μια ενδιαφέρουσα ψυχοπαθολογία, αν θέλει κανείς να προβληματιστεί σχετικά με την κατηγορία των ανθρώπων που, αργά ή γρήγορα, θα του κάνουν τη ζωή δύσκολη.

Θα ήταν ευχής έργο ο αναγνώστης να συμπαθήσει τον ήρωά μου, εφόσον μόνον έτσι θα προσγειωθεί απότομα στο τέλος του βιβλίου.

Είναι κακός ο ήρωάς σας, ή αισθάνεστε ότι μπορούμε να τον συμπαθήσουμε; Και, αν ναι, γιατί;

Όχι, δεν είναι «κακός» με την τετριμμένη έννοια του όρου. Για κάθε εσφαλμένη αντίληψή του, για κάθε ολίσθημα του χαρακτήρα του, για κάθε θυσία στην οποία προβαίνει χωρίς αποτέλεσμα, ακόμη και για την τραγική έκβαση της ζωής του, για όλα υπάρχει μια εξήγηση πολύ ανθρώπινη, που τον καθιστά συμπαθή στον αναγνώστη. Θα ήταν ευχής έργο ο αναγνώστης να συμπαθήσει τον ήρωά μου, εφόσον μόνον έτσι θα προσγειωθεί απότομα στο τέλος του βιβλίου. Και αυτός δεν είναι ένας ευσεβής πόθος μου, αλλά μια εντυπωσιακή διαπίστωση που έκανα με βάση τα λόγια όσων διάβασαν ήδη το βιβλίο. 

Στην παρουσίαση του βιβλίου σας, ειπώθηκε ότι πρόκειται για έναν φασίστα που πρέπει να συντριβεί. Μήπως έχει συντριβεί ήδη από τον εαυτό του;

Όταν έλεγα πως ο άνθρωπος αυτός «πρέπει να συντριβεί» εννοούσα πως όφειλα, σε επίπεδο αφήγησης, να αποκαταστήσω τη στρεβλωμένη ιστορική αλήθεια συνθλίβοντας την επιστημονική επάρκεια του Άλκη Δομέστικου. Εννοούσα πως έπρεπε να αποκαταστήσω τα θύματα της αμεριμνησίας και επιπολαιότητάς του κομματιάζοντας την εξιδανικευμένη εικόνα που είχε για τον εαυτό του. Εννοούσα πως ήταν χρέος μου να κλείσω το βιβλίο μου αποκαθηλώνοντας κάθε βεβαιότητά του και βάζοντάς τον να στροβιλίζεται σε μια ισχυρή υπαρξιακή κρίση. Σίγουρα δεν με ενδιέφερε η κυριολεκτική συντριβή και ο αφανισμός του ως φυσικής ύπαρξης. 

Πιστεύω ότι το μυθιστόρημά μου αφηγείται με απλό τρόπο πως γελιόμαστε αν νομίζουμε ότι ο ολοκληρωτισμός είναι ένα μακρινό ιδεολογικό μόρφωμα του παρελθόντος.

Τελικά, τι ξεχωριστό πιστεύετε ότι μας λέει το μυθιστόρημά σας;

Πιστεύω ότι το μυθιστόρημά μου αφηγείται με απλό τρόπο πως γελιόμαστε αν νομίζουμε ότι ο ολοκληρωτισμός είναι ένα μακρινό ιδεολογικό μόρφωμα του παρελθόντος. Πως στρουθοκαμηλίζουμε αν θεωρούμε πως οι αυταρχικές προσωπικότητες είναι ευδιάκριτες και εύκολα αντιληπτές, άρα και αντιμετωπίσιμες. Αυτό που εισηγούμαι, αντιθέτως, είναι πως τα σπέρματα των ολοκληρωτικών απόψεων, του ρατσισμού, της κατηγοριοποίησης των ανθρώπων και της βίας βρίσκονται ακριβώς δίπλα μας: όχι μόνο στις πλάγιες κουβέντες, στα μισόλογα και στις κρυφές, μουλωχτές ενέργειες κάποιων ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε, αλλά και στις προσωπικές μας επιλογές, στη δομή των ίδιων των αντιλήψεών μας, στην παθολογία των οικογενειακών μας σχέσεων, στη συνάφεια με τους συναδέλφους και τους φίλους μας, ακόμη και στην αυταρέσκειά μας και στην επιείκεια που δείχνουμε προς τον εαυτό μας, σε καθημερινή βάση. 

Περισσότερα από Βιβλία