Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης εξηγεί γιατί το εργο «Ο δρόμος περνά από μέσα» αποτελεί αφορμή για πειραματισμό
Ο – βραβευμένος με βραβείο Κάρολος Κουν – σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης ανεβάζει το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Ο δρόμος περνά από μέσα», επιχειρώντας να κάνει ένα πείραμα · να αφηγηθεί μια ιστορία με τον δικό του τρόπο και μια ποιητικότητα, που κατά τη γνώμη του λείπει από το θέατρο. Παράλληλα, εξηγεί γιατί πιστεύει πως τα κείμενα δεν είναι ποτέ από μόνα τους επίκαιρα.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης κλείνει το μάτι στον Μπέκετ, τον Ίψεν και τον Τσέχωφ, και αφηγείται με τρόπο αλληγορικό την ιστορία μιας οικογένειας, που χρόνια τρώει η ίδια τα σωθικά της. Την οικογένεια στοιχειώνουν γεγονότα αδιευκρίνιστα, ακαθόριστα, ερμηνευμένα από κάθε πλευρά με τρόπο που την εξυπηρετεί. Και ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης κάνει μια δική του «ανάγνωση» στο έργο, προτείνοντας έναν διαφορετικό τρόπο στο ανέβασμα νεοελληνικών έργων.
Θεωρείτε ότι το υπόβαθρο σας ως ηθοποιός σας έχει βοηθήσει στην σκηνοθεσία;Στο ποδόσφαιρο – ομαδικό άθλημα το οποίο έχει πολύ μεγάλη σχέση με το θέατρο, επίσης ομαδικό άθλημα – είναι φυσικό επακόλουθο η αλλαγή πόστου, με το που ολοκληρωθεί η πορεία ενός αθλητή εντός των γηπέδων. Μάλιστα οι περισσότεροι ποδοσφαιρικοί οργανισμοί επενδύουν πάνω στην εκπαίδευση και εμπειρία των πρώην ποδοσφαιριστών τους, οι οποίοι δηλώνουν την επιθυμία τους να συνεχίσουν την ενασχόληση τους με το αντικείμενο που αγαπούν, από τη θέση του προπονητή, του βοηθού προπονητή, τεχνικού διευθυντή, γενικού διευθυντή, υπεύθυνου ακαδημιών και λοιπών σημαντικών πόστων μιας ποδοσφαιρικής εταιρείας.
Η ιστορία έχει αποδείξει πως η προυπηρεσία εντός των γηπέδων έχει βοηθήσει τους φερέλπιδες προπονητές μόνο σε σχέση με ό,τι αφορά την ψυχολογία και τη διαχείριση της καθημερινότητας ενός επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Ένα σημαντικό βεβαίως κομμάτι, αλλά σίγουρα ούτε το μόνο, ούτε και το πιο σημαντικό. Όποιος έχει ασχοληθεί έστω και από απόσταση με τον επαγγελματικό αθλητισμό, είναι σε θέση να γνωρίζει, πως το «ξέρω τι περνάς διότι το έχω περάσει και εγώ», δεν είναι το στοιχείο που καθιστά έναν προπονητή ξεχωριστό. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι από τους προπονητές στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, που ανανέωσαν και εκσυγχρόνισαν το άθλημα, κάνοντας το ελκυστικότερο για τους θεατές, διεύρυναν τις γνώσεις και τους ορίζοντές τους με τη βοήθεια τεχνικών από άλλα αθλήματα, αλλά και της επιστήμης καθώς και της τέχνης σε αρκετές περιπτώσεις.
Να σημειώσουμε εδώ πως οι καλύτεροι σύγχρονοι προπονητές, δεν υπήρξαν απαραίτητα και οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές. Ο Γιούργκεν Κλόπ δεν υπήρξε ξεχωριστός προπονητής, ούτε ο Πεπ Γκουαρντιόλα άγγιξε την τελειότητα εντός γηπέδων. Το ίδιο και ο Μαουρίσιο Ποτσετίνο, ή ο δάσκαλος των περισσοτέρων Μαρσέλο Μπιέλσα. Έγιναν όμως οι καλύτεροι προπονητές. Και αυτό κυρίως διότι διέκριναν μέσω της ενασχόλησης τους με το ποδόσφαιρο, τις αδυναμίες των τεχνικών που εφαρμόζονταν. Τις άλλαξαν, εφάρμοσαν τεχνικές αμφιλεγόμενες, άλλες παλαιότερες άλλες σύγχρονες και εξέλιξαν το αγαπημένο τους αντικείμενο.
Κάτι παρόμοιο θα έλεγα οτι τουλάχιστον για μένα θα μπορούσε να ισχύει και στο θέατρο. Η προυπηρεσία ως ηθοποιός και βέβαια μπορεί να βοηθήσει έναν σκηνοθέτη, αλλά σίγουρα δεν είναι το μόνο που χρειάζεται. Και στη δική μου περίπτωση προσπαθώ να εφαρμόσω τεχνικές και συστήματα τα οποία νιώθω οτι δεν λαμβάνονται και τόσο υπόψιν από το σύνολο σχεδόν των ανθρώπων που κάνουν θέατρο στη χώρα μας. Η εφαρμογή όμως ουδεμία σχέση έχει με τη μόδα. Εφαρμογή σημαίνει καταρχήν έρευνα, άσκηση και ακατάπαυστη προσπάθεια επαλήθευσης.
Βραβευθήκατε με «Βραβείο Κάρολος Κουν» για την σκηνοθεσία των έργων «Αίας» και «Οιδίπους Τύραννος». Τι σημαίνει αυτό για εσάς;Aπό τη στιγμή που λαμβάνεις ένα βραβείο, αν είσαι βέβαια σοβαρός, αρχίζει να σε τρώει η απορία. «Το άξιζα πραγματικά;»
Άκουσα για τα βραβεία Κούν πρώτη φορά, νεαρότατος ηθοποιός ακόμη, το 2001. Ήταν τότε υποψήφιος ο δάσκαλος μου ο Γιάννης Ρήγας. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός πως ήταν υποψήφιος για ένα βραβείο από την ένωση των κριτικών θεάτρου, που φέρει μάλιστα ένα τόσο σημαντικό όνομα! Στην επόμενη μου επαφή με τα βραβεία Κούν, ήμουν παρών στη βράβευση του μέντορα μου, του Στάθη Λιβαθινού. Η χαρά μου ήταν τεράστια για τους ίδιους λόγους. Επίσης ήταν και η πρώτη φορά που βραβευόταν παράσταση στην οποία συμμετείχα. Θα ήμουν ανειλικρινής αν έλεγα πως δεν ονειρεύτηκα τη στιγμή που μια δική μου απόπειρα θα λάμβανε την ίδια τιμή. Το όνειρο της σκηνοθεσίας υπήρχε πολύ καιρό πρίν μέσα μου. Το ευχάριστο είναι πως αυτή η επιβράβευση ήρθε πολύ νωρίς στην ενασχόληση με τη σκηνοθεσία και αυτό είμαι σίγουρος τώρα πια, πως με προφυλάσσει από τα περιβόητα «απωθημένα». Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση είναι η απομυθοποίηση που έρχεται μαζί με το βραβείο. Στο άκουσμα της υποψηφιότητας, τα συναισθήματα είναι ακραία. Η αλήθεια είναι όμως, πως από τη στιγμή που το λάβεις, αν είσαι βέβαια σοβαρός, αρχίζει να σε τρώει η απορία. «Το άξιζα πραγματικά;». Και αυτό είναι ένα καλό καύσιμο για τη συνέχεια. Είμαι πολύ χαρούμενος και ευγνώμων για το βραβείο αυτό, διότι το θεωρώ μια καλή στιγμή για τη δουλειά που κάνω με τους συνεργάτες μου σε αυτά τα λίγα χρόνια της επίπονης από κάθε άποψη εργασίας μας πάνω στο αντικείμενο αυτό. Ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη-απαραίτητο για κάθε νέο καλλιτέχνη- του στύλ, «καλά τα πας, συνέχισε». Συνεχίζουμε λοιπόν!
Διαβάζοντας το κείμενο αυτό του Καμπανέλλη, ενός από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του μεταπολεμικού θεάτρου μας, συνειδητοποίησα για ακόμη μια φορά πως δεν συμπαθώ την νεοελληνική γραφή. Αυτό όμως είμαι βέβαιος πως έχει να κάνει κυρίως με τη νεοελληνική ερμηνεία. Είναι τα κείμενα μας τόσο παρωχημένα, μονοδιάστατα και ηθογραφικά, ή μήπως είναι οι ερμηνείες μας μικροαστικές και μίζερες όπως κι εμεις οι ίδιοι; Αποφάσισα λοιπόν να ρισκάρω και να αντιμετωπίσω με τρόπο ποιητικό, ένα κείμενο το οποίο από το σύνολο κατατάσσεται στο είδος της ηθογραφίας. Και αυτό διότι πιστεύω πως δεν ανεβάζουμε έργα ανάλογα με τη σημαντικότητα τους, αλλά σε σχέση πάντα με το τί θέλουμε να επικοινωνήσουμε εμείς μέσω μιας αφήγησης. Το έργο αυτό λοιπόν του Καμπανέλλη, στάθηκε για μένα η αφορμή για ένα πείραμα. Την αποδέσμευση από την νεονατούρα και την νεοηθογραφία που τόσο είναι της μόδας ξανά.
Με ποιον τρόπο ακριβώς προσπαθήσατε να προσεγγίσετε το έργο και τι είναι αυτό που θέλετε να περάσετε στο κοινό;Θέλησα λοιπόν, αυτό που θέλω πάντα. Να αφηγηθώ μια ιστορία. Με εναν απλό, δικό μου, καθαρό τρόπο. Αν είναι δυνατόν με ποιητικότητα. Που τόσο λείπει πια από το θέατρο.
Στη μελέτη μου πάνω σε ένα κείμενο προσπαθώ να διακρίνω καταρχήν τα πλεονεκτήματα του, πάντα σε σχέση με την δική μου αντίληψη και όχι με αυτή των αναλύσεων των ειδικών. Ακολουθεί ο εντοπισμός των μειονεκτημάτων και τέλος η απάλειψη τους κατά το δυνατόν, και ο συγκερασμός. Διέκρινα ως πολύ θετικό στοιχείο στο κείμενο, την υπερρεαλιστική γραφή σε αρκετά σημεία, την οποία όμως συνόδευε στη βόλτα της και η ηθογραφία. Άλλο ένα στοιχείο του θεάτρου μας και επί σκηνής και σε συγγραφικό επίπεδο. Όλα μαζί. Σαν μακεδονική σαλάτα. Χωρίς όμως τη νοστιμιά της. Θεωρούμε ως λαός ελευθερία το «όλα μαζί». Νεοκλασικά δίπλα σε χουντικής αρχιτεκτονικής πολυκατοικίες. Επταόροφες οικοδομές δίπλα σε τριώροφα οικοδομήματα. Μπάουχαους δίπλα σε αρ ντεκό. Το ίδιο και στις παραστάσεις μας. Θέλησα λοιπόν, αυτό που θέλω πάντα. Να αφηγηθώ μια ιστορία. Με εναν απλό, δικό μου, καθαρό τρόπο. Αν είναι δυνατόν με ποιητικότητα. Που τόσο λείπει πια από το θέατρο.
Τα κείμενα δεν είναι ποτέ από μόνα τους επίκαιρα. Οι παραστάσεις τα καθιστούν ενδιαφέροντα η μή. Επίκαιρα ή όχι. Έχω δει πολλές φορές αριστουργήματα που με έκαναν να αναρωτιέμαι «γιατί να ανεβαίνουν;» Για την ιστορία το έργο γράφτηκε το 1990 και αναφέρεται στην εποχή που γράφτηκε.
Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο και τους ήρωες που θα δούμε επί σκηνής.Πρόκειται για την ιστορία ενός σπιτιού και των ανθρώπων που πάτησαν μέσα σ αυτό. Για την ιστορία ανθρώπων που θέλουν να διατηρήσουν την ζωή τους ως έχει, αν είναι δυνατόν αιωνίως και ανθρώπων που θέλουν να την αλλάξουν, εδώ και τώρα. Διαφορετικά είδη και τάξεις ανθρώπων με κοινό παρανομαστή το υπερεγώ τους.
Αυτό που ανακάλυψα σε σχέση με τον εαυτό μου, είναι το οτι γιγαντώθηκε η υπομονή μου. Κάτι το οποίο πάντα θεωρούσα προσόν των καλών σκηνοθετών κι εγω δεν το διέθετα. Σε σχέση με το έργο διαπίστωσα για άλλη μια φορά πως τα καλά έργα είναι και αυτά σαν τα μαλλιά. Χρειάζονται κατά καιρούς περιποίηση, χωρίς να χάνει την ομορφιά του ή την γοητεία του το υποκείμενο. Αρκεί να ξέρεις να ψαλιδίζεις!
Πραγματικά δεν έχω κάτι να πω σε σχέση με το ερώτημα αυτό. Αφήστε που με βρίσκει και τελείως αντίθετο. Δεν μπορώ να αποφασίσω εγώ τους λόγους, η να εφεύρω λόγους για πράξεις τρίτων. Μπορώ να απαντήσω μόνο σε ερωτήσεις που αφορούν εμένα. Όπως γιατί να πάω εγώ να δω μια παράσταση. Εγώ πηγαίνω λοιπόν και βλέπω την παράσταση «Ο δρόμος περνά από μέσα», πέρα από το ότι την σκηνοθέτησα, διότι είναι μια δουλειά η οποία προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο στο ανέβασμα νεοελληνικών έργων.
Πώς θα περιγράφατε με 3 λέξεις το έργο;Μεταπολιτευτική, κοινωνική ηθογραφία το έργο. Θεατρική, ποιητική αλληγορία η παράσταση.
«Να αρνείσαι την όποια πραγματικότητα. Έτσι θα είσαι πιο κοντά στην αλήθεια».
Πώς μοιάζει το κείμενο της παράστασης με τις σημειώσεις σας, μετά από μέρες προβών;Δυστυχώς για μένα δεν είμαι από τους σκηνοθέτες που είναι βουτηγμένοι στο κείμενο και σημειώνουν με μανία πάνω του. Το κείμενο και το κινητό μου στην πρόβα τα έχω κλειστά. Φροντίζω να διατηρώ ανοιχτά τα αυτιά, τα μάτια και το μυαλό μου.
Ο Χρήστος Σουγάρης σκηνοθετεί την παράσταση «Ο δρόμος περνά από μέσα» στο Θέατρο Μικρό Χορν.
Παίζουν: Ρούλα Πατεράκη, Πέρης Μιχαηλίδης, Πάρις Θωμόπουλος, Κωνσταντίνα Κλαψινού, Αλέ-ξανδρος Βάρθης
Παραστάσεις: Τετάρτη: 19.00, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο: 21.00, Κυριακή: 18.00
Τιμές Εισιτηρίων: 5 – 20€