MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Παντελής Βούλγαρης ψάχνει για μάτια… πεινασμένα

Μία συζήτηση με τον σπουδαίο σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη με αφορμή τον κύκλο σεμιναριακών μαθημάτων «Υποκριτική στην Κάμερα» που παραδίδει σε νέους ηθοποιούς.

Γεωργία Οικονόμου | 13.02.2020

Μία συνάντηση με τον Παντελή Βούλγαρη αποτελεί πολύτιμη εμπειρία, αφού ο λόγος του σπουδαίου αυτού Ελληνα κινηματογραφιστή είναι τόσο παρασταστικός που σε συνεπαίρνει από το πρώτο λεπτό. 

Αφορμή για την εφ΄όλης της ύλης κουβέντα μας στάθηκαν τα μαθήματα που παραδίδει στη σχολή «Υποκριτική στην κάμερα» για νέους ηθοποιούς, υπό την αιγίδα του θεατρικού εργαστηρίου «Βασίλης Διαμαντόπουλος» και της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής Ίασμος, πρωτοβουλία που επεκτείνεται στις αρχές Μαρτίου και στη Θεσσαλονίκη. 

Ακολουθούν τα λόγια του, χωρίς ερωτοαπαντήσεις, γιατί ο ειρμός των σκέψεών του είναι μοναδικός.

Μικρός, επειδή είμαι από παπαδόσογο ήθελα να γίνω δεσπότης.

Με ξελόγιασε, όμως, ο κινηματογράφος. Πρώτη ταινία που είδα πρέπει να ήταν το «Πόθοι στους βάλτους», μία ταινία ιταλική… Νομίζω ότι είναι αυτή, γιατί είχε μία σκηνή που ο Βιτόριο Γκάσμαν είχε ξελογιάσει τη Σοφία Λόρεν και την έχει ρίξει σε κάτι άχυρα σ’ έναν αχυρώνα και τη δαγκώνει και της κάνει έρωτα. Είχα πάει με τον πατέρα μου και φεύγοντας θυμάμαι να τον ρωτάω και «γιατί τη δαγκώνει βρε μπαμπά»;

Έβλεπα πολλές ταινίες, τότε ήταν που γυρίζονταν οι μεγάλες παραγωγές, ο «Χιτών», «Καίσαρ και Κλεοπάτρα»

Τότε, δε μας μάγευε η σκηνοθεσία, αλλά οι ηθοποιοί, η ερμηνεία, τα μάτια τους, το στόμα, η φωνή τους. Μετά έμαθα πως πίσω από αυτούς, υπάρχει ένας σκηνοθέτης που τους λέει τι να κάνουν. Θα είμαι αυτός που θα δίνει τις οδηγιες, είπα. Αλλά δεν ήξερα πώς γίνεται αυτό. Μέχρι που είδα ένα γύρισμα τη γειτονιά μου με τον Σωκράτη τον Καψάσκη -που μετά έγινε φίλος μου. Αποφάσισα πως θα γίνω σκηνοθέτης. Οι γονείς μου ευτυχώς δεν ήταν συντηρητικοί, παρ’όλο που δεν ήταν μορφωμένοι. Έτσι πήγα στη σχολή Σταυράκου και μετά στον πρώτο χρόνο πήγα στον Φίνο.

Επιλέγω τους πρωταγωνιστές μου από ένστικτο.

Πρέπει αυτός που θα επιλέξω να εκπέμπει κάτι, μια ατμόσφαιρα. Στο «Προξενιό της Άννας» διάλεξα τον βασικό πρωταγωνιστή με το που τον είδα, πριν καν κουβεντιάσουμε…

Το καστινγκ που κάνω είναι πολύ οργανωμένο και παίρνει πολύ χρόνο.

Στις «Νύφες» είδα 1700 κορίτσια για να διαλέξω μόνο δύο και το ίδιο έκανα και στη «Μικρά Αγγλία». Πάντα είμαι εγώ ο ίδιος παρών, όχι κάποια γραμματέας μου ή κάποιος άλλος. Συζητώ μ’ όλους, αφιερώνω περίπου 20 λεπτά για τον καθένα, θέλω να μάθω πράγματα γι’ αυτούς, πράγματα που μπορεί να μην έχουν γράψει καν στο βιογραφικό τους.

Το βλέμμα συμβολίζει για μένα την ηθική ταυτότητα του προσώπου.

Το ποιος είναι, από που προέρχεται, τι επιθυμεί και ελπίζει… Ας πούμε για χρόνια έλεγα πως αυτοί που έρχονται από τον Βορρά έχουν άλλη αύρα. Το παλεύανε, γιατί εδώ υπήρχε δουλειά. Στο ραντεβού μας ήταν πιο ενεργητικοί, πιο αποφασισμένοι… Και αυτό το είχα συνδέσει και με μία φράση του Ηλία Καζάν «Ψάχνω να βρω ηθοποιούς με πεινασμένα μάτια». Πεινασμένα μάτια σημαίνει αυτό, το να είμαι αποφασισμένος και έτοιμος να κάνω κάτι…

Κοιτάζω την ιστορία σαν παιδάκι, ειδικά τις εποχές που δεν ξερω.

Και κινούμαι με την προσωπική συγκίνηση που αισθάνομαι για τα γεγονότα στις ταινίες μου.

Δεν πέρασα τα τρία – τέσσερα χρόνια των σπουδών, όπως τα περισσότερα παιδιά.

Δούλευα από 19 ετών στον κινηματογράφο και οι ώρες ήταν ατέλειωτες. Δεν έκανα τίποτα άλλο. Αυτό σημαίνει πως η παιδεία μου διαμορφώθηκε σε δόσεις. Όση κατάφερα να ανιχνεύσω…

Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Μικρά Αγγλία” (2013) απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης ταινίας μυθοπλασίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου

Τώρα με αφορμή το 1821 που πρόκειται να γιορτάσουμε τον επόμενο χρόνο,

επιστρέφω και διαβάζω βιβλία για εκείνη την περίοδο που είχα αγοράσει παλιότερα. Σκέφτομαι πως αν αποφάσιζα να κάνω μία ταινία για το 1821, θα ήταν ένα τεράστιο παραμύθι. Δεν είναι και πολύ μεγάλο το χρονικό διάστημα τα 200 χρόνια που είμαστε ελεύθεροι. Εδώ ήμασταν σκλαβωμένοι 400 χρόνια κάτω από έναν πολύ σημαντικό πολιτισμό, τον Οθωμανικό, έναν πολιτισμό που είχε ένα άρωμα πολύ διαφορετικό, μια άλλη μαγεία. Η Ελλάδα αυτά τα 400 χρόνια ήταν ένα παρθένο μέρος, που δεν έχει καμία σχέση με το σήμερα. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κάποιος μέσα από μερικούς ζωγράφους που ήρθαν και ζωγράφισαν σαν οι πρώτοι ντοκιμενταρίστες… Ηρθαν στην Ελλάδα με τα μουλάρια και αποτύπωσαν στις ζωγραφιές τους ένα υπέροχο παραμύθι.

Το βλέμμα συμβολίζει για μένα την ηθική ταυτότητα του προσώπου. Το ποιος είναι, από που προέρχεται, τι επιθυμεί και ελπίζει…

Στη συνείδηση όλων των Ελλήνων αυτό που έχει μείνει είναι κάτι σχολικές λιθογραφίες

που απεικόνιζαν τον Παπαφλέσσα, τον Κολοκοτρώνη και τον Αθανάσιο Διάκο. Αναρωτιέμαι μήπως ηθελημένα υπάρχει αυτή η άγνοια και αυτό το κενό στην Παιδεία.

Όταν τελειώνει μία ταινία πρέπει να ζεις την εμπειρία της προβολής της, την αίσθηση που δημιούργησε στον κόσμο.

Με την επιτυχία ή την αποτυχία της η ίδια η ταινία σε βάζει σ’ένα καινούριο ταξίδι. «Παίζουν» στο διάστημα αυτό μέσα σου σαν κάτι κρυφες σχέσεις που είχες παλιά και θες να τις ξαναδείς. Δεν έχω ποτέ τρία τέσσερα σενάρια να με περιμένουν.

Με εμπνέει ο τόπος. Ειδικά οι περιοχές που δεν έχουν γυριστεί και ταινίες…

Η Αθήνα δε με ενδιαφέρει πια. Η Θράκη είναι άγνωστη κινηματογραφικά, τον Στρυμώνα δεν τον έχω κάνει βόλτα… Μετά προκύπτουν και οι ιστορίες. Και τις δουλεύω στο μυαλό μου και με τη γυναίκα μου (Ιωάννα Καρυστιάνη) που γράφει, ανεξάρτητα αν θα είναι δικιά της η ιστορία ή όχι.

Τον σπουδάζω χρόνια τον κινηματογράφο και τον ηθοποιό, από 19 χρόνων,

όταν βρέθηκα την εποχή της Βουγιουκλάκη, του Κούρκουλου και του Αλεξανδράκη στη Φίνος Φιλμ. Ήμουν κοντά στον Ντίνο τον Δημόπουλο, αρχικά σαν παιδί για όλες τις δουλειές, μετά σαν δεύτερος βοηθός και αργότερα σαν πρώτος. Μπήκα πολύ νωρίς σ΄ αυτή τη διαδικασία συνεργασίας σκηνοθέτη και ηθοποιού, αφοσιώθηκα βαθιά σ΄αυτο το κομμάτι. Σκέφτηκα και μελέτησα πολύ και μετά στις ταινίες που έκανα δούλεψα πολύ με τους ηθοποιούς μου. Ίσως επειδή θεωρώ πως το κορυφαίο και βασικό στοιχείο μιας ταινίας είναι οι ερμηνείες, με τους ηθοποιούς ταυτιζόμαστε άλλωστε.

Για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Το τελευταίο σημείωμα” (2017), ο Αντρέας Κωνσταντίνου απέσπασε το βραβείο Α΄ Ανδρικού Ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου

Τώρα ξεκινούν για μένα καινούριες διαδρομες.

Έχω χρόνο και μπορώ να συναντηθώ με νέα παιδιά, να επικεντρωθώ πάνω τους. Και παλιότερα δίδασκα, αλλά σκηνοθεσία.

Είναι τελείως διαφορετική η τεχνική του κινηματογράφου από αυτήν του θεάτρου.

Στον κινηματογράφο καθοριστική σημασία έχουν οι συνθήκες που θα γίνει μία ταινία, τα προβλήματα, ο χρόνος και το κόστος. Βάσει αυτών πορευόμαστε κυρίως. Στο θέατρο ξεκινάς να μαθαίνεις σιγά σιγά το κείμενο και μετά το «παίζετε» όλοι μαζί. Στον κινηματογράφο δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Τη μεγαλύτερη σημασία έχει η κάμερα. Όταν σε πλησιάζει πάρα πολύ κοντά, θα πρέπει να αποφύγεις όλα τα στοιχεία που θα χρησιμοποιούσες σε μία θεατρική σκηνή, όπου πρέπει να καταλάβει και ο τελευταίος θεατρής που βρίσκεται στα 200 μετρα ποιο είναι το συναίσθημά σου. Εδώ μιλάμε για ανάσες, για αναπνοές, για βλέμματα, για ένα ταξίδι της ψυχής μέσα στη συγκίνηση που καταγράφει η κάμερα. Μιλάμε, επίσης, για την τεχνική που πρέπει να έχεις όταν το πρόσωπό σου απέχει ένα χιλιοστό από τον φακό.

Εντάξει να πηγαίνεις στη δραματική σχολή, να πηγαίνεις να βλέπεις ταινίες και έργα τέχνης, αλλά ο μεγάλος δάσκαλος είναι αυτά που βλέπει το μάτι σου, αν βλέπει το μάτι σου.

Αυτό που προσπαθώ να πω στα παιδιά

είναι πως όταν βλέπουμε ένα πρόσωπο σε μια ταινία να κοιτάζει προς το μέρος μας, νομίζουμε πως αυτό βλέπει τους υπόλοιπους ηθοποιούς της σκηνής. Λάθος. Βλέπει καμια 25αρια τεχνικούς και φαντάζεται πως είναι οι ηθοποιοί. Όλο αυτό που εμείς φανταζόμαστε πως βλέπει είναι προβολείς, κάποιοι ακίνητοι άνθρωποι, κάποιο μισοδιαλυμμένο ντεκόρ ίσως…

Δεν υφίσταται στην Ελλάδα κινηματογραφική εκπαίδευση. Εστιάζουμε μόνο στο θέατρο.

Αυτό έχει να κάνει και με το πόσο ενδιαφέρον υπάρχει στην επιχειρηματική εικόνα του κινηματογράφου μιας χώρας. Όταν βγήκα εγώ στον κινηματογράφο, η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Υπήρχαν 30 εταιρίες μικρές και μεγάλες, γυρίζονταν πάνω από 100 ταινίες τον χρόνο. Ο Κούνδουρος και ο Κακογιάννης μάς έμαθαν μέσα από τις ταινίες τους πως πρέπει να κοιτάμε την Ελλάδα και την ατμόσφαιρά της…

Τώρα είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Κυριαρχεί η τηλεοραση, η παραγωγή έχει περιοριστεί…

Ευτυχώς είναι ελπιδοφόρο ότι δύο τηλεοπτικές σειρές ξεχώρισαν ιδιαίτερα, το «Κόκκινο Ποτάμι» του Μανουσάκη και οι «Άγριες Μέλισσες». Και το λέω αυτό για να υπάρχει η δυνατότητα και η πιθανότητα να βρουν τα νέα παιδιά μια δουλειά. Γιατί πέρα από την τέχνη και τη θεωρία, σκέφτομαι και που θα απευθυνθούν μετά. Αυτό μακάρι να συνεχιστεί στην τηλεόραση και να βγουν και άλλες τέτοιες παραγωγές και να ανοίξει λίγο η αγορά στους νέους ηθοποιούς.

Έδειξα αυτές τις μέρες στους μαθητές μου δύο από τις τελευταίες μου ταινίες,

επειδή θα έρθει στη Σχολή ο Ανδρέας ο Κωνσταντίνου που έπαιξε στη «Μικρά Αγγλία» και στο «Τελευταίο Σημείωμα» να συζητήσει μαζί τους. Θυμόμουν την εμπειρία μου μαζί του. Πώς δουλέψαμε στην πρώτη ταινία, στη δεύτερη… Αυτό είναι κάτι που μπορώ να το κουβεντιάσω με τα παιδιά, αρα και να αναρωτηθώ κι εγώ ο ίδιος γι’ αυτό και έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Η Αθήνα, ενώ είναι λουσμένη στο φως, ορισμένες μέρες και ώρες μπλοκάρεσαι τόσο πια από τα αυτοκίνητα που δε βλέπεις πια τον άνθρωπο.

Γενικώς αποτελεί μία δύσκολη ανθρώπινη εμπειρία το να ζεις σε μία τέτοια πόλη. Αυτό δεν είναι ζωή. Από την άλλη όμως υπάρχει αυτό το κομμάτι που για μένα ήταν το μεγάλο σχολείο. Η οδός Αθηνάς από την Ομόνοια μέχρι το Μοναστηράκι και οι παράπλευροι δρόμοι, η δημόσια αγορά…

Ντρέπομαι να πω ότι δε φοβάμαι. Αλλά επειδή είμαι κοντά στα ογδόντα χρόνια, θεωρώ πως ό,τι μπορέσα έκανα. Δεν ξεγέλασα κανένα. Κοιμάμαι και ζω ήσυχος.

Εντάξει να πηγαίνεις στη δραματική σχολή,

να πηγαίνεις να βλέπεις ταινίες και έργα τέχνης, αλλά ο μεγάλος δάσκαλος είναι αυτά που βλέπει το μάτι σου, αν βλέπει το μάτι σου. Γιατί αυτό δε διδάσκεται. Δηλαδή το να είσαι περίεργος και το να διαπιστώσεις πως το μάτι σου έχει το ταλέντο του κινηματογραφιστή. Αυτό λέω και στα παιδιά… Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το εκβιάσεις… Αυτά τα μάτια που βλέπουνε, κανείς δεν ξέρει πως έχουν δημιουργηθεί.

Με είχε ρωτήσει ο Καζάν «Δε μου λες, όταν ήσουν μικρός, ήσουν άρρωστος;»

και του λέω «ναι, είχα αδενοπάθεια». Η αδενοπάθεια ήταν σύμπτωμα της κατοχής. Αυτό λοιπόν που εννοούσε είναι πως όταν είσαι σε νεαρή ηλικία στο κρεβάτι φαντασιώνεσαι πράγματα… Οι ασκήσεις είναι μέσα σου. Θυμάμαι μία άσπρη κουρτίνα με σχέδια στα παράθυρα του σπιτιου μου και καθώς ο ήλιος ταξίδευε, τα σχέδια αυτά «παίζανε» και κάνανε βόλτα μέσα στο σπιτι… Αυτά είναι τα πρώτα στοιχεία εσωτερικού ερεθισμού της φαντασίας, στοιχεία που μπορεί να είναι πολύ πιο πολύτιμα από το να έχεις την τύχη να πας σ΄ένα πολύ καλό αμερικανικό πανεπιστήμιο.

Ντρέπομαι να πω ότι δε φοβάμαι.

Αλλά επειδή είμαι κοντά στα ογδόντα χρόνια, θεωρώ πως ό,τι μπορέσα έκανα. Δεν ξεγέλασα κανένα. Κοιμάμαι και ζω ήσυχος. Απέκτησα φίλους, εμπειρίες πολύ δυνατές και έκανα ταινίες που συγκίνησαν, σε μία δύσκολη χώρα που δε σε υποστηρίζει και πάρα πολύ. Το πιο σημαντικό είναι πως γνώρισα κόσμο».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Πληροφορίες για το σεμινάριο του Παντελή Βούλγαρη στη σχολή ΙΑΣΜΟΣ στα τηλέφωνα 2310530660 και 2105200096

Διεύθυνση Μαιζώνος 48, Μεταξουργείο (πρόσβαση με το μετρό).

Το σεμινάριο απευθύνεται σε απόφοιτους και σπουδαστές Δραματικών σχολών, σε απόφοιτους και σπουδαστές Κινηματογραφικών και Θεατρικών σπουδών.

Περισσότερα από Πρόσωπα