“Άνθρωποι και Ποντίκια“, “Άρης“, “Σωτηρία με Λένε“, “Τζένη και Μαρξ”, “Πού είναι η μάνα σου μωρή”, “Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του”, “Οδός Αβύσσου Αριθμός 0»… Είναι λίγοι μόνο από τους τίτλους των θεατρικών που είτε έχει γράψει είτε έχει επιμεληθεί τις θεατρικές τους διασκευές και που γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία.
Η συνέχεια προμηνύεται εξίσου ενδιαφέρουσα, καθώς περιλαμβάνει τους “Άθλιους” του Βίκτωρος Ουγκό και τα “Σταφύλια της Οργής” του Στάινμπεκ που σύντομα θα ανέβουν στο θεατρικό σανίδι.
Ο λόγος για τη Σοφία Αδαμίδου, τη γυναίκα που βρίσκεται πίσω από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες των τελευταίων ετών.
Νομική, Διοίκηση και Οικονομία, Δημοσιογραφία… Το θέατρο πώς προέκυψε; Σας γοήτευε ανέκαθεν;Το θέατρο με γοήτευε από μικρή. Σχεδόν πριν δω θέατρο. Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Κοζάνης, όπου δεν υπήρχε θέατρο φυσικά. Διάβαζα, όμως, πολύ από μικρή, με παρότρυνση των γονιών μου, που φρόντιζαν να μας εξασφαλίσουν μια μεγάλη βιβλιοθήκη, για μένα και τ’ αδέλφια μου, οπότε θεωριτικά γνώριζα περί θεάτρου. Αγαπημένο μου παιχνίδι να βρίσκομαι μόνη στο σαλόνι του σπιτιού μου και να αυτοσχεδιάζω ερμηνεύοντας όλους τους ρόλους στη φανταστική ιστορία που σχεδίαζα. Οταν είδα δε πρώτη φορά θεατρική παράσταση στην Κοζάνη, πραγματικά μαγεύτηκα.
Αν τη θυμάμαι; Φυσικά. “H Αγριόγατα” των Πιέρ Μπαριγιέ, Ζαν -Πιέρ Γκρεντύ, με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο. Μένοντας πιά στην Κοζάνη στο Λύκειο, δεν έχανα την ευκαιρία να βλέπω παραστάσεις. Θυμάμαι επίσης από τις πρώτες παραστάσεις ήταν “Το Νυφικό κρεββάτι” με την Αλίκη και το “Καημένε μου Μάρικ”.
Πώς ξεκίνησε η περιπέτεια της γραφής και τα θεατρικά έργα;Όσα δεν μπορώ ν’ αλλάξω στην πραγματική ζωή, μπορώ να τ΄αλλάξω γράφοντας. Ουτοπία; Ναι, γιατί είμαι ρεαλίστρια
Παράλληλα με τη Νομική ανακάλυψα ότι λειτουργούσε το Θεατρικό του Πανεπιστημίου. Περισσότερες ώρες βρισκόμουν στην «Ιριδα» που κάναμε πρόβες, παρά στα αμφιθέατρα. Ωστόσο πήρα τα πτυχία μου, αλλά το θέατρο παρέμενε ο μεγάλος αγαπημένος. Θέλοντας να το υπηρετήσω, αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος. Υπήρξα τυχερή. Αμέσως μόλις τελείωσα τη σχολή δημοσιογραφίας ξεκίνησα δουλειά στοn «Ριζοσπάστη» στο θεατρικό ρεπορτάζ, όλα τα χρόνια. Παράλληλα έγραφα, αλλά δίσταζα να τα επικοινωνήσω. Σεμνότητα, φόβος, δεν ήμουν ακόμη έτοιμη, δεν ξέρω. Η συγγραφική μου περιπέτεια, εκδοτικά τουλάχιστον ξεκίνησε με δύο ποιητικές συλλογές και τη βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου. Η βιογραφία αυτή στάθηκε και η αφορμή να κάνω το βήμα και στο θέατρο. Το πρώτο θεατρικό βέβαια που έγραψα ήταν το “Ο πόνος είναι άντρας” για τη ζωή και το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, αλλά δεν το έστειλα παρά το 2010 στο διαγωνισμό του ΥΠΠΟ όπου και βραβεύτηκε. Δύο χρόνια δηλαδή μετά την πρώτη μου εμφάνιση στο θέατρο, με το “Σωτηρία με λένε”. Από κει και πέρα τα πράγματα ήρθαν σχεδόν μαγικά.
Τι προσφέρει σε εσάς προσωπικά αυτή η περιπέτεια γραφής; Τι θέλετε να εξωτερικεύσετε;Όσα δεν μπορώ ν’ αλλάξω στην πραγματική ζωή, μπορώ να τ΄αλλάξω γράφοντας. Ουτοπία; Ναι, γιατί είμαι ρεαλίστρια. Αγαπημένη μου φράση του Τσε: «Είμαστε ρεαλιστές παλεύουμε για το αδύνατο». Μεγάλες κουβέντες; Μπορεί. Αλλά μεγάλη αλήθεια. Η περιπέτεια της γραφής όπως σωστά την αποκαλείτε, μπορεί μεν να είναι προσωπική, αλλά ξεκινάει από την ανάγκη του Εμείς. Το Εγώ δεν υπάρχει, γιατί γράφοντας δεν είμαι εγώ… Είμαι η Αρης, ο Λένι, ο Τζωρτζ, ο Τζόνι, η Τζένη, ο Αγιάννης, η Σωτηρία, ο Βασίλης, η Κατερίνα, ο Χαλεπάς, ο Γιώργης, ο Παναγής, η Μυρτιά, η Ελένη, ο Πολκ, ο Κέισι, η Φαντίνα, ο Γαβριάς, η μάνα, ο πατέρας ο γιος, η κόρη. Έχω ζήσει στην Τρίερ, στην Οκλαχόμα, στο επαναστατημένο Παρίσι, στο Βουνό, στη Μακρόνησο και το Τρίκερι, στη Θεσσαλονίκη του 1947, στην Καλιφόρνια, στη Συρία, στο Βιετνάμ, τη Γιουγκοσλαβία, στο στρατόπεδο της Τερεζίν. Εχω γεννηθεί, πεθάνει, αυτοκτονήσει, έχω ζήσει. Είμαστε όλοι, οι ήρωες μιας εποχής, πολλών εποχών, μιας ιστορίας, πολλών ιστοριών, που πονάμε, ελπίζουμε, ερωτευόμαστε, αγαπάμε, ονειρευόμαστε, απελπιζόμαστε, υποφέρουμε, αγωνιζόμαστε, γελάμε ή κλαίμε. Είμαστε μια φωνή που θέλει ν’ ακουστεί μέσα στον θόρυβο της εκμετάλλευσης, της απομόνωσης και της σιωπής. Είναι μια ελπίδα συνάντησης και συνομιλίας «σκηνής» και «πλατείας», ψυχής και συναισθήματος, αλήθειας και φόβου.
Η γνωριμία σας με τη Σωτηρία Μπέλλου πώς προέκυψε; Γιατί πιστεύετε πως εμπιστεύθηκε εσάς προσωπικά για τη βιογραφία της;Η Σωτηρία Μπέλλου με τίμησε με την φιλία της. Μ’ εμπιστεύτηκε πραγματικά. Το γιατί δεν το ξέρω. Απλώς μ’ εμπιστεύτηκε και μου άνοιξε δρόμο. Της οφείλω.
Γνωριστήκαμε σε μια συνέντευξη που της έκανα. Δεθήκαμε. Με τίμησε με την φιλία της. Μ’ εμπιστεύτηκε πραγματικά. Το γιατί δεν το ξέρω. Απλώς μ’ εμπιστεύτηκε και μου άνοιξε δρόμο. Της οφείλω.
Πώς επιλέγετε και τι είναι αυτό που σας συγκινεί στα έργα που διασκευάζετε;Για μένα -όπως έχω ξαναπεί- η τέχνη του θεάτρου είναι «μια βαθιά αλληλεγγύη» στη ζωή. Δεν υπάρχει τέχνη αν δεν έχει ζωή, αν δεν εμπνεέται από τη ζωή και η ζωή γίνεται φτωχότερη αν δεν αφουγκραστεί την τέχνη, αν δε βαπτιστεί την πνευματικότητα. Η τέχνη και η ζωή είναι δύο αρτηρίες συνδεδεμένες με την ίδια καρδιά.
Με γοητεύουν οι ξεχωριστοί άνθρωποι. Θαυμάζω εκείνους που «έφυγαν» σαν ένα χάρτινο καράβι, άλλοτε κρατώντας «στο χέρι τους μια βαριά αλυσίδα» και άλλοτε ένα «όπλο» διεκδικώντας το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο, την αλήθεια και την επανάσταση. Αγαπώ όμως και τους αυτόχειρες και τους «τρελούς»! Κατανοώ τα θέλω τους. Τις αδυναμίες και τη δύναμή τους. Μέσα από την αναζήτηση και τις δικές τους διαδρομές συναντώ την ανθρώπινη περιπέτεια και γίνομαι πλουσιότερη συναισθηματικά.
Πόσο ευαίσθητη είναι μία θεατρική διασκευή; Τι κινδύνους κρύβει;Για τη διασκευή ενός βιβλίου, σε θεατρικό έργο καλείσαι να ταυτιστείς με το όραμα του συγγραφέα. Να αγαπήσεις τους ήρωές του σαν να είναι δικά σου παιδιά. Γι’ αυτό δεν ξέρω αν μπορούσα να διασκευάσω ένα έργο αν δεν το αγαπάω πολύ, αν δε βρίσκω σ’ αυτό κάτι που να αγγίζει κάποιες δικές μου χορδές. Από κει και πέρα το δύσκολο είναι να τιθασεύσεις την πρώτη σου ύλη, να διαχειριστείς το υλικό σου με θεατρικούς όρους και κανόνες. Να συμπύκνώσεις τα νοήματα, να ορίσεις τους ήρωές σου. Δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω για κινδύνους, αλλά μπορώ να σας πω ότι είναι όπως όταν σου εμπιστεύεται κάποιος το παιδί του. Η ευθύνη και ο φόβος σου είναι μεγαλύτερος.
Το «Ανθρωποι και Ποντίκια» πού θεωρείτε πως οφείλει την τόσο μεγάλη του επιτυχία;Αγαπήθηκε αμέσως από τον κόσμο, γιατί μιλάει με ειλικρίνεια και αλήθεια για την πραγματική ζωή. Τη ζωή που μας πονά, που θέλουμε να την αλλάξουμε αλλά κάτι μπαίνει πάντα εμπόδιο. Αγαπήθηκε γιατί μέσα από μια σύγχρονη πραγματικά ανάγνωση, και όχι διαστρέβλωση, που συχνά κρύβεται πίσω από τον όρο αυτό, η ομάδα Cartel έκανε συνοδοιπόρο της ανάγκη της, την ανάγκη του κόσμου για αλήθεια.
Μεγάλη επιτυχία για τρίτη σεζόν και για τον “Άρη”, ο οποίος «ταξίδεψε» και στη Ζυρίχη. Υπάρχει σκέψη να συνεχιστεί και του χρόνου;Πράγματι η πορεία του «Αρη» μας, μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά για πολλούς λόγους, ιδεολογικούς και καλλιτεχνικούς. Υπάρχει πρόσκληση να «ταξιδέψει» και στη Βουδαπέστη και στη Στοκχόλμη και βέβαια σε πολλές ακόμη πόλεις της Ελλάδας, που δεν πήγε ακόμη, γιατί έχουμε κάνει μια μεγάλη περιοδεία με πολύ μεγάλη επιτυχία. Και βέβαια, ελπίζω να συνεχιστεί και για 4η χρονιά γιατί υπάρχει πολύς κόσμος ακόμη που δεν πρόλαβε. Τελειώσαμε -λόγω προγραμματισμού με γεμάτο θέατρο και λίστα αναμονής.
Είναι ένα έργο που αγαπώ πάρα πολύ. Πρόκειται για ένα τραγικά επίκαιρο, ένα διαχρονικό αντιπολεμικό έργο που συγκλονίζει με τη δύναμη και την αμεσότητά του. Ένα έργο γροθιά στο στομάχι.
Και στο θέατρο Olvio παρουσιάζεται το κανούργιο σας έργο «Τζένη και Μαρξ», που είναι βασισμένο στην επιστολογραφία τους. Ποιά ήταν η Τζένη;Η Τζένη φον Βεστφάλεν – Μαρξ, με ρίζες στην πρωσική και την σκοτσέζικη αριστοκρατία, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του και ο Καρλ Μαρξ γνωρίζονταν από παιδιά. Η ένωση των δύο ερωτευμένων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι Πρώσοι αριστοκράτες συγγενείς της δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη σχέση της με έναν μικρότερο, Εβραίο, σχεδόν άπορο νεαρό φοιτητή. Γι’ αυτό κράτησαν τον αρραβώνα τους κρυφό εφτά ολόκληρα χρόνια. Ο Καρλ Μαρξ και η Τζένη φον Βεστφάλεν, παντρεύτηκαν, στις 19 Ιουνίου 1843 -εκείνος ήταν 25 χρονών, εκείνη στα 29. Η «Τζένη της καρδιάς μου», όπως την αποκαλούσε ο Καρλ Μαρξ, ήταν μια δυνατή γυναίκα, περήφανη, δραστήρια. Πέρα από φλογερή κομμουνίστρια, ήταν και βαθιά γνώστης της λογοτεχνίας. Η ιστορία τους δεν ήταν ένα ρομαντικό παραμύθι. Έζησαν μαζί, σε δύσκολους, αλλά ενδιαφέροντες καιρούς. Οι δυό τους υπέφεραν, εξορίστηκαν, δοκιμάστηκαν σκληρά από την ανέχεια, χωρίς ποτέ να χάσει το χιούμορ της και την εμπιστοσύνη της στον Καρλ Μαρξ, αλλά και στην υπόθεση της εργατικής τάξης.
Φέτος όμως κάνατε και ένα άλλο βήμα, επί σκηνής ως ηθοποιός;Εντάξει δεν θα έλεγα ως ηθοποιός, αν και θα μου άρεσε πολύ. Αλλά είναι αργά για κάτι τέτοιο. Ναι, παίζω ένα μικρό ρόλο στο «Εύα και Νόρα» του Μυρώδη Αδαμίδη, στο θέατρο «Αλκμήνη». Χαίρομαι όμως πολύ την εμπειρία και πιό πολύ αυτή την υπέροχη συνεργασία επί σκηνής αλλά και στο παρασκήνιο.
Αγαπημένο σας θεατρικό ποιο είναι;Αν εννοείτε από τα δικά μου, δύσκολο να τα ξεχωρίσω. Το κάθε ένα μου χάρισε ένα μοναδικό ταξίδι, είτε είδε το φως της σκηνής, είτε περιμένει τη δική του σειρά. Αν με ρωτάτε για έργα άλλων συγγραφέων είναι πραγματικά τόσα πολλά.
Έχετε κάποιο όνειρο, κάποιο έργο που θα θέλατε κάποτε να διασκευάσετε;Έχω ήδη διασκευάσει δυο σπουδαία έργα που ελπίζω σύντομα να δουν το φως της σκηνής. Τους «Άθλιους» του Ουγκώ και τα «Σταφύλια της Οργής» του Στάινμπεκ. Επίσης, διασκευάζω το «Ζερμινάλ» του Εμίλ Ζολά.
Τι θα θέλατε να αλλάξετε, στο σύγχρονο θεατρικό τοπίο;Δε νομίζω να έχω τόση δύναμη, αλλά και γιατί ν’ αλλάξω κάτι; Υπάρχει χώρος και αγκαλιά για όλους και για όλα.
Ποια θα ορίζατε ως την πιο σημαντική καλλιτεχνική συνάντηση στη ζωή σας;Υπήρξα τυχερή. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ευτύχησα σε δυνατές θεατρικές σχέσεις. Κάποιες από αυτές έχουν συνέχεια κι αυτό σημαίνει πολλά. Ισως η σημαντικότερη να μην έχει έρθει ακόμη.
Ο μεγαλύτερος φόβος σας ποιος θα λέγατε πως είναι;Η βία και ο φασισμός. Ασφαλώς και ο θάνατος. Δηλαδή η ανυπαρξία.