Συν & Πλην: «Τρεις αδελφές» στο θέατρο Βεάκη
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «Τρεις αδελφές» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά που παρουσιάζεται στο θέατρο Βεάκη.
Το 1901, κατά το γύρισμα του 20ου αιώνα, ο Αντόν Τσέχωφ γράφει ένα έργο για τους ανθρώπους και τις, μεταξύ τους, σχέσεις καθώς μεταβαίνουν σε μια νέα χρονική και κοινωνική πραγματικότητα. Ποιοι ήταν μέχρι τώρα, τι έχουν πράξει, τι έχουν ελπίσει και ονειρευτεί, πως έχουν ξοδέψει τη ζωή και το χρόνο τους, πόσος χρόνος τους απομένει κι άραγε αυτός θα περιέχει μερικές σταγόνες ευτυχίας για να γλυκάνει το πέρασμα του;
‘Ολα αυτά και εκατοντάδες άλλα βαθιά ανθρώπινα ερωτήματα τοποθετεί ο κορυφαίος Ρώσος στο στόμα των ηρώων του: Των τεσσάρων παιδιών ενός μορφωμένου υψηλόβαθμου στρατιωτικού – οι τρεις κόρες ‘Ολγα, Μάσα και Ιρίνα και ο γιος του Αντρέι – που έχουν εγκλωβιστεί στον τόπο της τελευταίας του μετάθεσης, μιας ασήμαντης πόλης της ρωσικής επαρχίας που «μουχλιάζει από πλήξη» (μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης – Γιώργος Δεπάστας). Το ίδιο σύμπτωμα εμφανίζουν οι ζωές, οι προσδοκίες και τα όνειρα τους μετά τον απροσδόκητο θάνατο του πατέρα τους.
Η αστική τους καταγωγή, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο που τους διακρίνει από τον κοινωνικό περίγυρο, η άσβεστη επιθυμία να επιστρέψουν στην Μόσχα – την ιδανική πατρίδα των παιδικών τους χρόνων – αντιμάχεται και τελικά συνθλίβεται από τον, χαμηλής στάθμης, τρόπο ζωής της μικρής πόλης και την «ακαλλιέργητη μάζα». Ούτε ο στενός φιλικός πυρήνας των στρατιωτικών που γνώριζαν τον πατέρα τους και εξακολουθούν να συναναστρέφονται, είναι ικανός να τους διασώσει από την χυδαιότητα και την πτώση.
Ο Τσέχωφ καταθέτει μια ανεπανάληπτη πραγματεία για το πέρασμα του χρόνου, τον οποίο οι άνθρωποι συνηθίζουν να καταναλώνουν μέσα από φιλόδοξες φλυαρίες, αδυνατώντας να προχωρήσουν σε πράξεις· για να περιοριστούν τελικά σε συμβιβασμούς και εξιδανικεύσεις. «Αχ, πως περνάει ο καιρός;» αναρωτώνται αμήχανα. Σ’ ένα νέο κόσμο και μια νέα εποχή που ανατέλει με μετέωρες αξίες – όπως τα όνειρα τους – καλούνται να ενταχθούν εδώ και τώρα, χωρίς μεταθέσεις σε μελλοντικούς χρόνους. Και χωρίς καμιά υπαρξιακή βεβαιότητα, παρά μόνο αγκιστρωμένοι από τον χωροχρόνο της μνήμης. Αφού, εξάλλου, «όλα θα γίνουν αναμνήσεις».
Αν στον ποιητικό ρεαλισμό χτυπά η καρδιά των τσεχωφικών κειμένων, ο Δημήτρης Καραντζάς τολμάει να μετατοπίσει το κέντρο της ανάγνωσης του προς την χώρα των ονείρων. Καθώς οι «Τρεις αδερφές» είναι και μια σπουδή για τις ματαιωμένες προσδοκίες – που εξακολουθούν να φωλιάζουν στις καρδιές των ανθρώπων – ο σκηνοθέτης προσδίδει ποιότητες ονειρικού κόσμου, σηκώνει τους ήρωες του από τη γη και τους επιτρέπει ελαφρά να αιωρούνται σε μια απροσδιόριστη χωρο-χρονική συνθήκη.
Κάτω από αυτό το φακό, οι τρεις αδελφές πάλλονται μέσα σ’ ένα αδιευκρίνιστο και επίπεδο τώρα, ένα άπιαστο μέλλον κι ένα φωτεινό παρελθόν. Η αχρονία τους επιτρέπει να κυκλοφορήσουν ελεύθερα στα χρόνια της ζωής τους, να ισχυρίζονται ότι είναι νέες μα να αισθάνονται πως έχουν κιόλας γεράσει, να έχουν γκρίζα μαλλιά αλλά να φορούν τα χαρούμενα παιδικά φορέματα τους, να προσπαθούν να φαντάζονται τη ζωή μετά από εκείνες και τελικά να την ζουν κιόλας. Είτε το γήρας είναι μια εσωτερική κατάσταση είτε μια πραγματική, η προσέγγιση του Καραντζά κρίνεται ως ευφυής και ευρηματική – ανάμεσα σε όλες τις μεταφορές του τσεχωφικού κλασικού που έχουμε δει – αφού εν τέλει αναδεικνύει την ψίχα του έργου: Το κρίμα του χρόνου και τη δυναμική που ασκεί πάνω στην ανθρώπινη ζωή. «Πως θα ήταν αν κανείς άρχιζε τη ζωή του από την αρχή;» αναρωτιούνται οι ηρωίδες του, αφήνοντας την απορία σε εκκρεμότητα για το αν οι ίδιες έχουν φτάσει στο τέλος της ή όχι. Μια παράσταση που φέρνει την επίγευση από «Το παράπονο» του Οδυσσέα Ελύτη: «Στ’ αληθινά στα ψεύτικα/το λέω και τ’ ομολογώ/σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ/ μες στη ζωή πορεύτηκα».
Τα Συν (+) Η σύλληψη και η σκηνοθεσίαΤο παιχνίδι με το χρόνο σ’ ένα έργο για το χρόνο συνιστά, σχεδόν, μια υπόγεια απόπειρα θεάτρου μέσα στο θέατρο. Ο Δημήτρης Καραντζάς έχει μια έξοχη ιδέα πάνω στη διαχείριση του τσεχωφικού κλασικού και την εκτελεί σε σημεία έως και άψογα – παρά τις χωροταξικές δυσκολίες και απαιτήσεις ενός θεάτρου όπως το Βεάκη. Η σκηνοθεσία του μπορεί να μην υποκύπτει στον ρεαλισμό – όπως θα ήταν δόκιμο – αλλά φλερτράρει με τον ονειρικό φορμαλισμό, στέλνοντας τον ξανά πίσω στις μοντέρνες προσεγγίσεις. Παρόλα αυτά, η παράσταση του είναι άρτια, μολονότι θυσιάζει συχνά το συναίσθημα.
Οι βασικές ερμηνείεςΟ θίασος πρώτης γραμμής, επιβεβαιώνει τη φήμη του σ’ αυτήν την θαρραλλέα ακροβασία που επιχειρεί ο Δημήτρης Καραντζάς. Μάλιστα οι ερμηνείες που στερεώνουν την παράσταση δεν έρχονται μόνο από τους προβεβλημένους ρόλους αλλά και από τις πιο σύντομες παρουσίες.
Το τρίπτυχο Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη και Σύρμως Κεκέ μοιάζουν να έχουν κατανοήσει απόλυτα την σκηνοθετική άποψη και συνάμα να αναπτύσουν μια ώριμη σχέση με το τσεχωφικό αριστούργημα. Η ‘Ολγα της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη – με αποκορύφωμα την σπουδαία καταληκτική σκηνή – φέρει το σωτήριο φορτίο της συγκίνησης που απεκδύονται οι υπόλοιπες ερμηνείες. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης είναι αξιοθαύμαστος μέσα στην νευρωτική διάσταση του Αντρέι. Η Σύρμω Κεκέ (που μετά το «Θείο Βάνια» συνεχίζει στην τσεχωφική προβληματική) δίνει έναν υπέροχο τόνο κωμικής υστερίας στην Νατάλια. Η Αθηνά Μαξίμου κατακτά την πληρέστερη ερμηνεία της στο θέατρο κάτω από τον ψυχικό πανικό της Ιρίνα ενώ η Μαρία Κεχαγιόγλου – αν και συντάσσεται περισσότερο με την φόρμα – καταφέρνει μια μεστή, εγκεφαλική ερμηνεία για τη Μάσα. Ο Αιμίλιος Χειλάκης ως Βερσίνιν εξέχει από την υπόλοιπη ομάδα αναδίδοντας την πίστη του ανθρώπου στη ζωή και στο μέλλον της. Ο Γιάννης Κλίνης – σε μια διαφορετική από τις συνήθεις κωμικές συνθήκες όπου τον συναντάμε – πλάθει έναν απίστευτα γήινο και δραματικό Κουλίγκιν. Ο Δημήτρης Πιατάς προσαρμόζει ικανοποιητικά την μανιέρα του ως Τσεμπουτίκιν, ο Αινείας Τσαμάτης, σαν σε συνέχεια της ερμηνευτικής έντασης της Κεκέ, φέρνει στοιχεία παραλόγου για την ερμηνεία του Σολιόνι ενώ ο Ορφέας Αυγουστίδης κρατά σε χαμηλούς τόνους την ερμηνεία του Τούζενμπαχ.
Η Μαρία Πανουργιά ανταποκρίνεται στην πρόκληση να διαχειριστεί μια χωρίς βάθος σκηνή – όπως αυτή του Βεάκη – και καταφέρνει να την αναδείξει με τον πιο παραγωγικό τρόπο. Η κατασκευή μιας υπερμεγέθους ρετρό ντουλάπας με εσοχές (σαν να συνομιλεί με την έννοια του χρονοντούλαπου) ορίζει τον σκηνικό χώρο, ο οποίος σταδιακά “μπουκώνει” επιτηδευμένα από τον συνωστισμό επίπλων για μια μετάκομιση (στη Μόσχα) που ολοένα σχεδιάζεται και ποτέ δεν πραγματοποιείται. Βεβαίως, η τελευταία σκηνή της παράστασης, το φαντασιακό άνοιγμα στην μοναδική πατρίδα των παιδικών χρόνων – που εδώ παραπέμπει στη Μόσχα – δεν έχει απλώς εντυπωσιοθηρικό χαρακτήρα αλλά φέρνει ποιότητες ονείρου στις αλύτρωτες προσδοκίες. Πιθανότατα η καλύτερη σκηνογραφική εργασία της Μαρίας Πανουργιά.
Σταθερός συνεργάτης του Δημήτρη Καραντζά, ο Δημήτρης Καμαρωτός δημιουργεί τη δική του παράλληλη ηχητική δραματουργία που εδώ, σε μια από τις σπάνιες φορές, εκτονώνεται σε μελωδία και συμβάλλει στην φορτισμένη σκηνή του τέλους.
Μέσα σ’ ένα άψογο σύστημα, ο Δημήτρης Καραντζάς καταφέρνει ένα σημαντικό πλήγμα στον Τσέχωφ: Την απουσία συναισθηματικής σύνδεσης με τα πρόσωπα μολονότι διαπραγματεύονται τόσο μεγάλα και τόσο ανθρώπινα υλικά. Οι, κατά τόπους, εξαιρέσεις δεν αλλάζουν ιδιαίτερα την παραστασιακή ατμόσφαιρα.
Οι “πειραγμένοι” ήρωεςΤο βλέμμα σε παλαιότερες του σκηνοθεσίες φαίνεται πως ρίχνει για λίγο ο Δημήτρης Καραντζάς και επιλέγει ν’ αποδώσει δύο ρόλους – αυτόν του Φέραποντ (Ευδοξία Ανδρουλιδάκη) όσο και της Ανφίσα (Υβόννη Μαλτέζου) – με σχεδόν εξπρεσιονιστικούς όρους. Μια, μάλλον, άστοχη παρέμβαση που “πετάει” χωρίς λόγο, τον θεατή έξω από το έργο.
Ο Τσέχωφ κάτω από μια ευφυή ιδέα ανάγνωσης, μιαν άψογη εκτέλεση κι αισθητητική αρτιότητα μα δίχως την αναγκαία συγκίνηση.